Στα χρόνια που είμαστε παιδιά, το πλησίασμα των Χριστουγέννων ήταν σαν ένα ταξίδι με τραίνο, που αργά, ήρεμα και όμορφα πλησίαζε στο σταθμό του. Τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα τη δημιουργούσε, πρώτα απ’ όλα, το ίδιο το σπίτι μας, όπου η μάνα άρχιζε από νωρίς τις προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή: Να σκουπίσει, να καθαρίσει το φτωχόσπιτο από πάνω ως κάτω, ακόμα και την αυλή, να φτιάξει τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, να φρεσκοσιδερώσει τα ρούχα τα καλά των παιδιών και των μεγάλων, να στολίσει το ταπεινό μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι και να το βάλει στο παραθύρι της «σάλας» για να το βλέπουν οι περαστικοί, να οικονομήσει μερικά χρήματα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι από κείνα που της άφηνε καθημερινά ο πατέρας κ.α.π. Ύστερα ήτανε και η όλη ατμόσφαιρα, που, μυστηριακά άρχιζε να αλλάζει στη γειτονιά, στην πόλη, στα μαγαζιά, κι ακόμα στα δέντρα, στα πουλάκια, στον ουρανό, στον ήλιο, στα σύννεφα, στ’ άστρα και στο φεγγάρι. Σαν κάποιος καλοκάγαθος γέροντας Άγιος να γύριζε ακούραστα και αόρατα γύρω μας και με το άγγιγμά του και μόνο να σκόρπιζε παντού το χρυσό φως των Χριστουγέννων, μη παραλείποντας να σταλάξει και στις καρδιές μας τη ζεστασιά από τη φωτιά εκείνη που ζέστανε κάποτε και τις ψυχές των ταπεινών τσοπάνηδων της Βηθλεέμ, κάνοντάς τους πρώτους προσκυνητές του νεογέννητου Χριστού στη Φάτνη των αλόγων.