Πριν
μερικές μέρες είδαν το φως της δημοσιότητας οι προθέσεις του Υπουργείου
Παιδείας για την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών στην
Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση – 2 ώρες στην Π.Ε. και από 3
στη Δ.Ε.
Η επιχειρηματολογία γύρω από την αναγκαιότητα της αύξησης του ωραρίου είναι από την πλευρά της κυβέρνησης η γνωστή: είναι ανάγκη στον καιρό της κρίσης να εξοικονομήσουμε όσο γίνεται περισσότερο εκπαιδευτικό προσωπικό, να μηδενίσουμε τις προσλήψεις. Πρέπει να μειωθούν οι εκπαιδευτικοί, και όσοι απομείνουν να δουλεύουν περισσότερο. Προς την κοινωνία, αυτό που χρόνια τώρα καλλιεργείται είναι ο μύθος των «τεμπέληδων» εκπαιδευτικών που δουλεύουν λίγο, που έχουν μεγάλες διακοπές και που επιτέλους πρέπει να μπουν σε τάξη. Μύθος που πηγαίνει χέρι-χέρι με τον άλλο μύθο ότι ο Έλληνας εκπαιδευτικός δουλεύει πολύ λιγότερο από τον συνάδελφό του στην Ευρώπη.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων, καθώς και στον τρόπο που παραποιούνται αυτά – κυρίως μέσα από την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Education Policy Advice for Greece” ("Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα), είναι αναγκαίο να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις γύρω από τη συνολική λογική της διαχείρισης του εργασιακού και διδακτικού χρόνου στο δημόσιο σχολείο και από την πλευρά των εκπαιδευτικών αλλά και από την πλευρά των μαθητών.
Είναι γεγονός ότι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέχρι και τη δεκαετία του ’90 η βασική λογική στη διαμόρφωση του ωραρίου του δασκάλου ήταν : το ωράριο του εκπαιδευτικού να συμπίπτει όσο το δυνατόν με το ωράριο των μαθητών του. Ο δάσκαλος και η τάξη του θεωρούνταν – το γιατί χρησιμοποιούμε παρελθοντικό χρόνο θα το εξηγήσουμε παρακάτω- ως μία ενιαία οντότητα, ο δάσκαλος είχε τη συνολική ευθύνη, ο παιδαγωγικός του ρόλος ήταν ενισχυμένος, ο δάσκαλος ήταν για τους μαθητές του το σημείο αναφοράς τους ( προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν εννοούμε ότι η ένταξη των ειδικοτήτων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπονόμευσε κάτι τέτοιο. Οι παρακάτω επισημάνσεις σαφώς αφορούν και τους εκπαιδευτικούς των ειδικοτήτων).
Αυτό που κυρίως αποδομείται τα τελευταία χρόνια – με επίπτωση και στην παιδαγωγική διαδικασία – είναι ακριβώς αυτό: η λογική του ενιαίου και του συνολικού, και όσον αφορά τον παιδαγωγικό ρόλο του δασκάλου αλλά και όσον αφορά στη λογική του περιεχόμενου της μαθησιακής και εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η κατακερματισμένη γνώση, η μετατροπή της ουσιαστικής μόρφωσης σε κυνηγητό δεξιοτήτων, η αγοραία αντίληψη για το σχολείο, απαιτεί και ένα άλλο μοντέλο εκπαιδευτικού: του εκπαιδευτικού – λάστιχου, που δεν θα θεωρείται «μονάδα» στο εκπαιδευτικό σύστημα στα πλαίσια μιας συλλογικής παιδαγωγικής ευθύνης – με οργανική θέση και συγκεκριμένο ρόλο – αλλά ένας εργαζόμενος που θα πρέπει να διαθέτει τις «ώρες» του ανάλογα με τις κάθε φορά απαιτήσεις του συστήματος.
Με βάση λοιπόν την παραπάνω λογική, δεν είναι παράδοξο που το Υπουργείο Παιδείας αυτή τη στιγμή επεξεργάζεται σχέδια για τη διαμόρφωση του ωραρίου του δασκάλου με λογική «δευτεροβάθμιας»: δάσκαλος που θα αναλαμβάνει τη γλώσσα, άλλος που θα αναλαμβάνει τα μαθηματικά και πάει λέγοντας, ενώ αντί να υπάρχει ο δάσκαλος της τάξης θα υπάρχει ο «υπεύθυνος» της τάξης. Με αυτό τον τρόπο, πέρα από την εμπέδωση μιας λογικής κατακερματισμού, «λύνει» και το πρόβλημα της διάθεσης των εκπαιδευτικών με αυξημένο το ωράριό τους: μετακίνηση από σχολείο σε σχολείο, αφού θα υπολογίζονται πια οι «ώρες» και όχι οι άνθρωποι. ( γι’αυτό και σε διάφορα σενάρια για τον αριθμό των δασκάλων που θα απαιτείται σε κάθε σχολείο προβλέπονται 11,5 (!) δάσκαλοι για ένα 12θέσιο κ.οκ.). Δυστυχώς μια τέτοια λογική επικρατεί τα τελευταία χρόνια με τη διάθεση των ειδικοτήτων στη Π.Ε. με ότι αυτό συνεπάγεται για το εργασιακό τους καθεστώς. Επίσης απ’ ότι φαίνεται θα υπάρχει και η ανάθεση δεύτερης ειδικότητας σε δασκάλους με πιστοποιήσεις σε άλλα αντικείμενα (εικαστικά, θεατρικά αγωγή κλπ.) έτσι ώστε να μην υπάρχει η ανάγκη πρόσληψης ειδικοτήτων για τα συγκεκριμένα αντικείμενα.
Ταυτόχρονα, θα ήταν λάθος να μην συνδέουμε το ωράριο των εκπαιδευτικών και την προοπτική αύξησή του με την αύξηση των ωρών παραμονής των μαθητών στο σχολείο. Μιλώντας τα δύο τελευταία χρόνια με αφορμή τα σχολεία με ενιαίο αναμορφωμένο πρόγραμμα, τα σχολεία ΖΕΠ και τα σχολεία του πιλοτικού προγράμματος, διαπιστώσαμε ότι οι Έλληνες μαθητές έχουν πια το μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στο σχολείο συγκριτικά με τους μαθητές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Γεγονός που δεν μπορεί παρά να έχει αντανάκλαση και στο διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών.
Ας έρθουμε τώρα στα διάφορα μυθεύματα γύρω από ωράριο και πώς οι αριθμοί χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν προκειμένου να εφαρμοστούν οι αντιεκπαιδευτικές πολιτικές, μέσα από την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ. ( Εδώ να σημειώσουμε ότι Έκθεση για την ελληνική εκπαίδευση που δημοσιεύτηκε από τον ΟΟΣΑ την περσινή χρονιά, η οποία ήταν μία κατά παραγγελία έκθεση από το Υπουργείο Παιδείας που κόστισε 128.000 ευρώ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να ενισχυθεί η κυβέρνηση και η τρόικα στην προσπάθειά της να διαλύσει ακόμα περισσότερο τη δημόσια εκπαίδευση).
Οι πίνακες και οι αριθμοί χρησιμοποιούνται λοιπόν για να δικαιολογήσουν και να επιβάλλουν τις πολιτικές των περικοπών, της εντατικοποίησης και της ελαστικοποίησης της εργασίας του εκπαιδευτικού. Οι μάχιμοι όμως εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι η δουλειά στο σχολείο δεν μπορεί να μετρηθεί έτσι. Κανένας αριθμός δεν μπορεί να μετρήσει την απόγνωση του νέου εκπαιδευτικού που μετά από τόσους κόπους σπουδών και εργασιακής περιπλάνησης βλέπει πια την πόρτα του σχολείου από μακριά. Κανένας αριθμός δεν μπορεί να μετρήσει τον κόπο και την προσφορά του εκπαιδευτικού στην τάξη με συνθήκες που ολοένα και χειροτερεύουν. Η εκπαίδευση δεν προσφέρεται «με το κομμάτι» ούτε ο εκπαιδευτικός αντέχει πια να γίνεται κι εκείνος κομμάτια. Γι’αυτό χρειάζεται η συνολική μας αντεπίθεση.
Η επιχειρηματολογία γύρω από την αναγκαιότητα της αύξησης του ωραρίου είναι από την πλευρά της κυβέρνησης η γνωστή: είναι ανάγκη στον καιρό της κρίσης να εξοικονομήσουμε όσο γίνεται περισσότερο εκπαιδευτικό προσωπικό, να μηδενίσουμε τις προσλήψεις. Πρέπει να μειωθούν οι εκπαιδευτικοί, και όσοι απομείνουν να δουλεύουν περισσότερο. Προς την κοινωνία, αυτό που χρόνια τώρα καλλιεργείται είναι ο μύθος των «τεμπέληδων» εκπαιδευτικών που δουλεύουν λίγο, που έχουν μεγάλες διακοπές και που επιτέλους πρέπει να μπουν σε τάξη. Μύθος που πηγαίνει χέρι-χέρι με τον άλλο μύθο ότι ο Έλληνας εκπαιδευτικός δουλεύει πολύ λιγότερο από τον συνάδελφό του στην Ευρώπη.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων, καθώς και στον τρόπο που παραποιούνται αυτά – κυρίως μέσα από την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Education Policy Advice for Greece” ("Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα), είναι αναγκαίο να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις γύρω από τη συνολική λογική της διαχείρισης του εργασιακού και διδακτικού χρόνου στο δημόσιο σχολείο και από την πλευρά των εκπαιδευτικών αλλά και από την πλευρά των μαθητών.
Είναι γεγονός ότι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέχρι και τη δεκαετία του ’90 η βασική λογική στη διαμόρφωση του ωραρίου του δασκάλου ήταν : το ωράριο του εκπαιδευτικού να συμπίπτει όσο το δυνατόν με το ωράριο των μαθητών του. Ο δάσκαλος και η τάξη του θεωρούνταν – το γιατί χρησιμοποιούμε παρελθοντικό χρόνο θα το εξηγήσουμε παρακάτω- ως μία ενιαία οντότητα, ο δάσκαλος είχε τη συνολική ευθύνη, ο παιδαγωγικός του ρόλος ήταν ενισχυμένος, ο δάσκαλος ήταν για τους μαθητές του το σημείο αναφοράς τους ( προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν εννοούμε ότι η ένταξη των ειδικοτήτων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπονόμευσε κάτι τέτοιο. Οι παρακάτω επισημάνσεις σαφώς αφορούν και τους εκπαιδευτικούς των ειδικοτήτων).
Αυτό που κυρίως αποδομείται τα τελευταία χρόνια – με επίπτωση και στην παιδαγωγική διαδικασία – είναι ακριβώς αυτό: η λογική του ενιαίου και του συνολικού, και όσον αφορά τον παιδαγωγικό ρόλο του δασκάλου αλλά και όσον αφορά στη λογική του περιεχόμενου της μαθησιακής και εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η κατακερματισμένη γνώση, η μετατροπή της ουσιαστικής μόρφωσης σε κυνηγητό δεξιοτήτων, η αγοραία αντίληψη για το σχολείο, απαιτεί και ένα άλλο μοντέλο εκπαιδευτικού: του εκπαιδευτικού – λάστιχου, που δεν θα θεωρείται «μονάδα» στο εκπαιδευτικό σύστημα στα πλαίσια μιας συλλογικής παιδαγωγικής ευθύνης – με οργανική θέση και συγκεκριμένο ρόλο – αλλά ένας εργαζόμενος που θα πρέπει να διαθέτει τις «ώρες» του ανάλογα με τις κάθε φορά απαιτήσεις του συστήματος.
Με βάση λοιπόν την παραπάνω λογική, δεν είναι παράδοξο που το Υπουργείο Παιδείας αυτή τη στιγμή επεξεργάζεται σχέδια για τη διαμόρφωση του ωραρίου του δασκάλου με λογική «δευτεροβάθμιας»: δάσκαλος που θα αναλαμβάνει τη γλώσσα, άλλος που θα αναλαμβάνει τα μαθηματικά και πάει λέγοντας, ενώ αντί να υπάρχει ο δάσκαλος της τάξης θα υπάρχει ο «υπεύθυνος» της τάξης. Με αυτό τον τρόπο, πέρα από την εμπέδωση μιας λογικής κατακερματισμού, «λύνει» και το πρόβλημα της διάθεσης των εκπαιδευτικών με αυξημένο το ωράριό τους: μετακίνηση από σχολείο σε σχολείο, αφού θα υπολογίζονται πια οι «ώρες» και όχι οι άνθρωποι. ( γι’αυτό και σε διάφορα σενάρια για τον αριθμό των δασκάλων που θα απαιτείται σε κάθε σχολείο προβλέπονται 11,5 (!) δάσκαλοι για ένα 12θέσιο κ.οκ.). Δυστυχώς μια τέτοια λογική επικρατεί τα τελευταία χρόνια με τη διάθεση των ειδικοτήτων στη Π.Ε. με ότι αυτό συνεπάγεται για το εργασιακό τους καθεστώς. Επίσης απ’ ότι φαίνεται θα υπάρχει και η ανάθεση δεύτερης ειδικότητας σε δασκάλους με πιστοποιήσεις σε άλλα αντικείμενα (εικαστικά, θεατρικά αγωγή κλπ.) έτσι ώστε να μην υπάρχει η ανάγκη πρόσληψης ειδικοτήτων για τα συγκεκριμένα αντικείμενα.
Ταυτόχρονα, θα ήταν λάθος να μην συνδέουμε το ωράριο των εκπαιδευτικών και την προοπτική αύξησή του με την αύξηση των ωρών παραμονής των μαθητών στο σχολείο. Μιλώντας τα δύο τελευταία χρόνια με αφορμή τα σχολεία με ενιαίο αναμορφωμένο πρόγραμμα, τα σχολεία ΖΕΠ και τα σχολεία του πιλοτικού προγράμματος, διαπιστώσαμε ότι οι Έλληνες μαθητές έχουν πια το μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στο σχολείο συγκριτικά με τους μαθητές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Γεγονός που δεν μπορεί παρά να έχει αντανάκλαση και στο διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών.
Ας έρθουμε τώρα στα διάφορα μυθεύματα γύρω από ωράριο και πώς οι αριθμοί χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν προκειμένου να εφαρμοστούν οι αντιεκπαιδευτικές πολιτικές, μέσα από την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ. ( Εδώ να σημειώσουμε ότι Έκθεση για την ελληνική εκπαίδευση που δημοσιεύτηκε από τον ΟΟΣΑ την περσινή χρονιά, η οποία ήταν μία κατά παραγγελία έκθεση από το Υπουργείο Παιδείας που κόστισε 128.000 ευρώ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να ενισχυθεί η κυβέρνηση και η τρόικα στην προσπάθειά της να διαλύσει ακόμα περισσότερο τη δημόσια εκπαίδευση).
1. Στην παραπάνω έκθεση το στοιχείο που δίνεται
είναι ότι ο μέσος όρος του διδακτικού ωραρίου στην Π.Ε είναι 18(!) ώρες
με εργασιακό 30ωρο, όταν όλοι γνωρίζουμε ότι το καταληκτικό ωράριο μετά
από 20 χρόνια υπηρεσίας είναι οι 21 ώρες! (προφανώς αυτός ο μέσος όρος
βγήκε συνυπολογίζοντας και το διδακτικό ωράριο των διευθυντών). Στον
ίδιο πίνακα – διατηρώντας πάντα τις επιφυλάξεις μας για την ορθότητα των
στοιχείων – φαίνεται ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της
Ευρώπης, το διδακτικό ωράριο στην Π.Ε. κυμαίνεται από 17 έως 21 ώρες.
Άρα ακόμα κι έτσι καταρρίπτεται ο μύθος του Έλληνα εκπαιδευτικού που
δουλεύει λιγότερο.
2. Δίνοντας ο ΟΟΣΑ ως μέσο όρο έναν εκπαιδευτικό
ανά 10,1 (!) μαθητές, διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα υπάρχει η μεγαλύτερη
μισθολογική δαπάνη ανά μαθητή! Εδώ φυσικά τα σχόλια είναι περιττά.
3. Η άποψη που δημοσιεύτηκε με ψιλά γράμματα ότι
πρέπει να αξιοποιηθούν οι πιο έμπειροι εκπαιδευτικοί, άρα οι συνάδελφοι
με περισσότερα χρόνια υπηρεσίας πρέπει να έχουν και αυξημένο ωράριο,
διατυπώνεται ρητά στην παραπάνω έκθεση.
Οι πίνακες και οι αριθμοί χρησιμοποιούνται λοιπόν για να δικαιολογήσουν και να επιβάλλουν τις πολιτικές των περικοπών, της εντατικοποίησης και της ελαστικοποίησης της εργασίας του εκπαιδευτικού. Οι μάχιμοι όμως εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι η δουλειά στο σχολείο δεν μπορεί να μετρηθεί έτσι. Κανένας αριθμός δεν μπορεί να μετρήσει την απόγνωση του νέου εκπαιδευτικού που μετά από τόσους κόπους σπουδών και εργασιακής περιπλάνησης βλέπει πια την πόρτα του σχολείου από μακριά. Κανένας αριθμός δεν μπορεί να μετρήσει τον κόπο και την προσφορά του εκπαιδευτικού στην τάξη με συνθήκες που ολοένα και χειροτερεύουν. Η εκπαίδευση δεν προσφέρεται «με το κομμάτι» ούτε ο εκπαιδευτικός αντέχει πια να γίνεται κι εκείνος κομμάτια. Γι’αυτό χρειάζεται η συνολική μας αντεπίθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου