Σπουδαία ηθοποιός, αντισυμβατική, ελεύθερη, αφοπλιστικά ειλικρινής, πέθανε χθες στα 83 της χρόνια.
Κομψή εκ φύσεως. Ιδιοσυγκρασιακή και έντονη εκ γενετής - φαινόταν ακόμα κι απ’ την τόσο χαρακτηριστική φωνή της. Σπουδαία ηθοποιός από μαθητεία και θητεία σε σπουδαίους ρόλους. Αριστερή από τα γεννοφάσκια της και ίσως κι ακόμα πιο πριν. Η Ντίνα Κώνστα, που πέθανε χθες στα 83 της χρόνια. Από το 2018 είχε αποσυρθεί από τη σκηνή, την τηλεόραση και τον δημόσιο βίο, ενώ το τελευταίο διάστημα είχε γίνει γνωστό ότι νοσηλεύεται σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων πάσχοντας από άνοια.
Πολλοί την ανακάλεσαν χθες ως «Ντένη Μαρκορά», τηλεοπτική μητέρα του Νίκου Σεριανόπουλου στους «Δυο Ξένους» και μια μεγάλη της τηλεοπτική επιτυχία που της χάρισε συντριπτική δημοφιλία και επιτυχία.
Συντριπτική διότι κάποια στιγμή, ακόμα και στον δρόμο, περισσότεροι την αναγνώριζαν ως Ντένη Μαρκορά και λιγότεροι ως Ντίνα Κώνστα. Το είχε εξομολογηθεί και η ίδια σε τηλεοπτική της συνέντευξη, αφηγούμενη πως ένας ταξιτζής της είχε πει «Σας ξέρω, η Ντένη Μαρκορά δεν είστε;» και πως εκείνη του απάντησε «άι στο διάολο, χρυσό μου, είμαι η Ντίνα Κώνστα».
Και η αλήθεια είναι ότι το ταμπεραμέντο που λάτρεψαν οι πολλοί στον τηλεοπτικό της ρόλο, δεν ήταν της «Μαρκορά». Της Κώνστα ήταν. Η οποία ήταν μάλιστα από τα μέσα στης δεκαετίας του ’70 παρούσα σε πολλές ελληνικές σειρές και σχεδόν σε όλες τις μεγάλες τηλεοπτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων, από τον «Συμβολαιογράφο» του Ραγκαβή, την «Τιμή και το Χρήμα» του Θεοτόκη, τους «Αθλιους των Αθηνών» του Κονδυλάκη, την «Κυρία Κούλα» του Κουμανταρέα κ.ά.
O τελευταίος της ρόλος
Και υπήρχε βέβαια και το θέατρο, στο οποίο η τελευταία της μεγάλη επιτυχία ήταν ο ρόλος της Σωτηρίας Μπέλλου στον μονόλογο που είχε βασιστεί στη βιογραφία της εμβληματικής ερμηνεύτριας από τη Σοφία Αδαμίδου. Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε μάλιστα το ’18 στον Χρήστο Παρίδη και τη LIFO η Ντίνα Κώνστα είχε ευχηθεί ο ρόλος της Μπέλλου «να είναι και ο τελευταίος μου. Δεν τη βγάζεις καθαρή από τέτοιους ρόλους. Ταυτίστηκα απολύτως. Το κουβαλούσα και το κουβαλάω...». Εμελλε πράγματι να είναι ο τελευταίος της ρόλος…
Στην ίδια συνέντευξη είχε εξομολογηθεί ότι «εγώ έγινα ηθοποιός γιατί δεν θα μπορούσα να ζω μια φυσιολογική ζωή. Θέλω να ζω τις ζωές των άλλων, που λένε. Πάντα μας φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες από τη δική μας. Γι’ αυτό σιχαινόμουν τους γάμους, τις συμβάσεις και ήθελα να είμαι ελεύθερη (…)».
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελε εξαρχής να γίνει ηθοποιός. Γεννημένη σ’ ένα μικρό χωριό της Σάμου, τους Σπαθαραίους, με καταγωγή ποντιακή από την πλευρά της μητέρας της, «κληρονόμησε» από τους γονείς της τις αριστερές πεποιθήσεις. Ο πατέρας της ήταν τροτσκιστής με διώξεις από το καθεστώς Μεταξά. Τον έχασε πολύ νωρίς και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα της στην Αθήνα, στους Αμπελόκηπους. Πολιτικοποιημένη από μικρή και «επαναστάτρια», κόντρα στις μικρές και στις μεγάλες συμβάσεις. Από μικρό παιδί την ενοχλούσε η έννοια της υποχρέωσης ή η οποιαδήποτε σύμβαση, ακόμα και η μικρότερη όπως η σχολική υποχρέωση απομνημόνευσης και απαγγελίας ενός ποιήματος.
Ηθελε να γίνει δημοσιογράφος, αλλά ο θείος της, που χρηματοδοτούσε τις σπουδές της, διαφώνησε υποστηρίζοντας πως είναι «επάγγελμα για άντρες». Απογοητευμένη διοχέτευσε όλη της την ενεργητικότητα παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις. «Ξεκίνησα να πηγαίνω στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό και να βλέπω τις σπουδαίες παραστάσεις που παίζονταν εκεί. Βαριόμουν πολύ. Εβλεπα τις γειτόνισσες να ζουν καθημερινά τα ίδια και τα ίδια, μια ρουτίνα του τύπου γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο, και αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ζω έτσι. Αρχισε να με γοητεύει το θέατρο, αλλά επειδή ήξερα ότι ήμουν επιπόλαιη, ανέβαλλα συνεχώς την εγγραφή μου σε κάποια σχολή. Φοβόμουν ότι μπορεί να βαριόμουν γρήγορα. Ασε που δεν ήξερα κανέναν από τον κόσμο του θεάτρου και ντρεπόμουν. Πήγαινα μέχρι τα Εξάρχεια, στη σχολή του Κουν, αλλά δεν είχα την αυτοπεποίθηση να μπω μέσα», έλεγε στην ίδια συνέντευξη στον Χρήστο Παρίδη.
Τελικά το τόλμησε και βρέθηκε στη Δραματική Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, με καθηγήτρια τη Μαίρη Αρώνη, κρυφά από τους δικούς της, δουλεύοντας σε εταιρεία χρωμάτων για να πληρώσει τις σπουδές της. Από τους κύκλους των ηθοποιών και το στέκι στο «Βυζάντιο» γνώρισε τον Μποστ και τον Γιώργο Εμιρζά που σχεδίαζαν να ανεβάσουν τη «Φαύστα».
Αυτή ήταν και η πρώτη της θεατρική εμφάνιση και μάλιστα σε μια παράσταση ιστορική που της άνοιξε ορθάνοιχτες τις πόρτες του θεάτρου. Ακολούθησε ο θίασος του Κατράκη, ο Μουσούρης και στη χούντα το «Ω, τι κόσμος μπαμπά» του Μουρσελά με τον Μιχαλακόπουλο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, η «Τελετή» του Μάτεσι με σκηνοθέτη τον Γιώργο Μιχαηλίδη κ.ά. Η περίοδος εκείνη κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν βέβαια για μια ηθοποιό δηλωμένη αριστερή.
Στη Μεταπολίτευση συνέχισε τη συνεργασία με τον Μάνο Κατράκη και τον θίασο των Στ. Ληναίου - Ελ. Φωτίου. Τη δεκαετία του ’80 ήρθε και η στιγμή του Εθνικού Θεάτρου χάρη στις προτάσεις του Γιώργου Σεβαστίκογλου (για τον δικό του «Θάνατο του βασιλικού επιτρόπου») και του Διαγόρα Χρονόπουλου (για «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα). Στο Εθνικό Θέατρο θα μείνει με ρόλους ρεπερτορίου έξι συναπτά έτη, αν και ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 την έχει ανακαλύψει η τηλεόραση. Δεν υπάρχει σεζόν που να μη συμμετέχει σε κάποια καλή σειρά, αλλά πραγματικά δημοφιλής θα γίνει αρχές της δεκαετίας του ’90 ως «Γιολάντα» στο «Δις εξαμαρτείν» των Ρέππα - Παπαθανασίου και ως «Ντένη Μαρκορά» στους «Δυο Ξένους» των Ρήγα - Αποστόλου.
Ελεύθερο πνεύμα
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Θεωρούσε τον γάμο μια καταπιεστική σύμβαση που την περιόριζε («Εμένα η φυλακή δεν μου πάει», έλεγε). Ελεύθερο πνεύμα και με διαρκή αριστερή συνείδηση από την ΕΔΑ μέχρι τον Συνασπισμό, με τον οποίο υπήρξε υποψήφια στις ευρωεκλογές του 1999 και στις βουλευτικές εκλογές του 2000 και του 2004.
Την είδηση του θανάτου της δημοσιοποίησε χθες ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών Σπύρος Μπιμπίλας χωρίς να γίνουν άμεσα γνωστές οι πληροφορίες για την κηδεία της.
Ανακοίνωση εξέδωσε η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου αναφέροντας μεταξύ άλλων πως «η Ντίνα Κώνστα ήταν πολλά διαφορετικά πράγματα μαζί. Ηταν οι διαχρονικές ηρωίδες του κλασικού ρεπερτορίου που ενσάρκωσε, ήταν οι καλτ κωμικοί τηλεοπτικοί της ρόλοι -σπουδαίοι ρόλοι- που τη σύστησαν στο πλατύ κοινό. Ηταν οι συνεργασίες της με το Εθνικό, ήταν οι συναντήσεις της στο “Βυζάντιο” με τον Τσαρούχη και όλα εκείνα τα ιερά τέρατα των γραμμάτων και της τέχνης, ήταν η φοίτησή της στη σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη με δασκάλα την Αρώνη, ήταν η πολιτική της δράση, η αριστερή οικογενειακή πολιτική της καταγωγή, ήταν η γεμάτη εμπειρίες ζωή της. Ηταν η “Φαύστα” του Μποστ. (…) Την αποχαιρετούμε με βαθιά υπόκλιση».
Διαβάστε τη συνέντευξη που είχε δώσει στο: https://www.lifo.gr/culture/theatro/ntina-konsta-1938-2022-ekana-ayto-poy-ithela-den-eplixa-sti-zoi-moy-me-gamoys-kai
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου