Άκρως ενδιαφέρον έχουν επίσης τα τελευταία επεξεργασμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν τη θνησιμότητα στη χώρα μας από την πρώτη έως και τη 13η εβδομάδα του τρέχοντος έτους, δηλαδή μέχρι και τις αρχές Απριλίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι θάνατοι στην Ελλάδα κατά τις 13 πρώτες εβδομάδες του 2021 (4/1/2021 – 4/4/2021) ανήλθαν σε 34.374 (17.593 άνδρες και 16.781 γυναίκες) ενώ κατά τις αντίστοιχες 13 εβδομάδες του 2020 (30/12/2019 – 29/3/2020) είχαν ανέλθει σε 35.173 (17.507 άνδρες και 17.666 γυναίκες), σημειώνοντας λοιπόν μια μείωση της τάξης του 2,27%.
Εβδομαδιαία εξέλιξη θανάτων τα έτη 2020-2021
Ο μέσος όρος των πρώτων 13 εβδομάδων για την εξαετία 2015 – 2020 ήταν 34.296 θάνατοι, αύξηση κατά 78 θανάτους (0,23%). Τα αντίστοιχα ποσοστά, ανά έτος, για την περίοδο 2015 – 2020 ανέρχονται σε 0,27% το 2020 σε σχέση με το 2019 (35.079), 8,76% το 2019 σε σχέση με το 2018 (32.255), -11,63% το 2018 σε σχέση με το 2017 (36.500), 15,84% το 2017 σε σχέση με το 2016 (31.508) και -10,64% το 2016 σε σχέση με το 2015 (35.259).
Βέβαια θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα κινηθούν οι εν λόγω δείκτες και το προσεχές διάστημα καθώς η πανδημία στην Ελλάδα ενέσκηψε επί της ουσίας από τα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του περσινού έτους, με τους θανάτους να πολλαπλασιάζονται τους επόμενους μήνες και ιδίως από το φθινόπωρο και μετά.
Στη Θεσσαλία οι περισσότεροι θάνατοι
Επίσης, λαμβάνοντας ως κριτήριο την κατά τόπο μόνιμη διαμονή των θανόντων παρατηρείται ότι οι θάνατοι κατά την περίοδο των πρώτων 13 εβδομάδων του έτους 2021 παρουσιάζουν αύξηση σε δύο Περιφέρειες και μείωση σε ένδεκα σε σχέση με τους θανάτους της αντίστοιχης περιόδου του έτους 2020. Η αύξηση, σε απόλυτες τιμές, παρουσιάζεται στις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας κατά 135 και 95 θανάτους αντίστοιχα και η μεγαλύτερη μείωση στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας κατά 184 θανάτους.
Ετήσια μεταβολή θανάτων ανά περιφέρεια
Η αποτύπωση του δημογραφικού προβλήματος με αριθμούς
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν επίσης μια ξεκάθαρη τάση συρρίκνωσης του ελληνικού πληθυσμού, αναδεικνύοντας το δημογραφικό σε ένα ξεκάθαρα μείζον εθνικό πρόβλημα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το 2016 καταγράφηκαν 92.898 γεννήσεις, το επόμενο έτος μειώθηκαν στις 88.553, το 2018 έπεσαν στις 86.440 και το 2019 που υπάρχουν τα τελευταία επεξεργασμένα στοιχεία φθάσαμε μόλις στις 83.763.
Την ίδια ώρα αυξητική τάση καταγράφουν οι θάνατοι αφού το 2016 είχαμε 118.788, το επόμενο έτος ανέβηκαν στις 124.495, το μεθεπόμενο μειώθηκαν στις 120.296 αλλά το 2019 έφθασαν στις 124.965. Εάν δει κανείς τη διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων, διαπιστώνει ότι το έτος 2016 οι θάνατοι ήταν 25.890 περισσότεροι από τις γεννήσεις, ενώ το 2019 υπερίσχυαν κατά 41.202 δείχνοντας την ξεκάθαρη τάση συρρίκνωσης του πληθυσμού.
Η εξέλιξη γεννήσεων και θανάτων στην Ελλάδα
Οι άνδρες πεθαίνουν σχεδόν μια πενταετία νωρίτερα από τις γυναίκες
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση των πολιτών στη χώρα μας, είναι ξεκάθαρα υπέρ των γυναικών που φθάνουν να ζουν περίπου μια πενταετία πιο πολύ από τους άνδρες. Έτσι, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, ένα αγοράκι που γεννιέται σήμερα στον τόπο μας, αναμένεται να ζήσει κατά μέσο όρο 79,2 έτη. Την ίδια ώρα ένα κοριτσάκι αναμένεται να ζήσει περίπου 84,2 έτη, με τη διαφορά αυτή να τη βλέπουμε υπέρ του ωραίου φύλου σε όλα τα κράτη – μέλη υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εάν είσαι άνδρας, αναμένεται να ζήσεις περισσότερο στην περίπτωση που έχεις γεννηθεί στην Ιταλία, καθώς εκεί ο κύκλος παραμονής στον μάταιο τούτο κόσμο ολοκληρώνεται στα 81,4 έτη, ενώ το χαμηλότερο προσδόκιμο το συναντάμε στη Λετονία καθώς είναι μόλις 70,9 έτη.
Την ίδια ώρα οι γυναίκες ζουν περισσότερο στη Γαλλία με τις στατιστικές να δίνουν έναν μέσο όρο ζωής τα 85,9 έτη. Στον αντίποδα ζουν λιγότερο όσες γεννιούνται στη Λιθουανία ή στη Σλοβακία αφού και στις δύο αυτές χώρες το προσδόκιμο αγγίζει τα 81,2 έτη, ενώ εάν δούμε και τις χώρες εκτός Ευρωζώνης, ακόμη πιο κάτω είναι οι Βουλγάρες με μ.ο. ζωής τα 78,8 έτη.
Είμαστε τελευταίοι σε αγοραστική δύναμη σε όλη την ευρωζώνη
Για να συγκριθεί το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μεταξύ των χωρών, η Eurostat στις συγκρίσεις της χρησιμοποιεί μια τεχνητή νομισματική μονάδα, που καλείται «μονάδα αγοραστικής δύναμης». Μέσω αυτής, καθίσταται δυνατή η σύγκριση της αγοραστικής δύναμης διαφόρων νομισμάτων (άρα εντός και εκτός ευρωζώνης) και μας δίνει μια εικόνα του τί μπορεί να αγοράσει κάθε πολίτης. Έτσι λοιπόν, εάν η μέση αγοραστική δύναμη είναι 100, το έτος 2019 ο Έλληνας είχε μόλις 67 με αποτέλεσμα να είναι ουραγός σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα κράτη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Την ίδια ώρα ο κάτοικος του Λουξεμβούργου έχει… 260, της Ιρλανδίας 193, της Ολλανδίας 128 και της Γερμανίας 120. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως ακόμη κι αν συγκριθούμε με κράτη εκτός ευρωζώνης και πάλι η εικόνα είναι απογοητευτική καθώς περνάμε μόνο την Κροατία (65) και τη Βουλγαρία (53).
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης
Διαβάστε εδώ όλη την έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου