Ανακοινώθηκαν οι τελικοί πίνακες βαθμολογίας των υποψήφιων διευθυντών
Εκπαίδευσης, ενώ σήμερα θα γίνει η εκδίκαση των ενστάσεων.
Οι τελικοί πίνακες «συμπυκνώνουν» τα μόρια από τα μετρήσιμα-αντικειμενικά κριτήρια (επιστημονική-παιδαγωγική συγκρότηση και κατάρτιση και υπηρεσιακή κατάσταση και διοικητική εμπειρία), τα μόρια από την ψηφοφορία των διευθυντών και των υποδιευθυντών των σχολικών μονάδων και τα μόρια από τη συνέντευξη των υποψηφίων.
Με βάση το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει το υπουργείο Παιδείας, μέχρι 29/1/2016 θα ανακοινωθεί η απόφαση τοποθέτησης διευθυντών Εκπαίδευσης από τον υπουργό Παιδείας και την 1η Φεβρουαρίου θα γίνει η ανάληψη υπηρεσίας των νέων διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η ανακοίνωση των τελικών πινάκων με την κατάταξη των υποψήφιων διευθυντών ξεσήκωσε, όπως αναμενόταν άλλωστε, διαμαρτυρίες πολλών υποψηφίων, καθώς και ανακοινώσεις συνδικαλιστικών παρατάξεων για τον τρόπο με τον οποίο το κυβερνών κόμμα, μέσω της βαθμολογίας στη συνέντευξη, «μεταχειρίστηκε» τους «δικούς του» υποψήφιους και τους υποψήφιους που είχαν διαφορετική κομματική ένταξη.
Αρκετοί υποψήφιοι, οι οποίοι προηγούνταν στα μόρια που είχαν πάρει από τα μετρήσιμα-αντικειμενικά κριτήρια και από την ψηφοφορία που έγινε στις 8 Ιανουαρίου, όταν τέθηκαν στην κρίση των διευθυντών των σχολικών μονάδων, μετά τη συνέντευξη υποχώρησαν σε χαμηλότερη θέση.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προηγηθούν υποψήφιοι οι οποίοι είχαν χαμηλότερη μοριοδότηση πριν από τη διαδικασία της συνέντευξης. Οπως προκύπτει από τους πίνακες τελικής βαθμολογίας, μέσα από το στάδιο της συνέντευξης επιχειρήθηκε, σε αρκετές περιπτώσεις, να αναδειχθούν στελέχη προερχόμενα ή υποστηριζόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην Αττική, σε σύνολο δεκαέξι θέσεων διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι οκτώ καταλαμβάνονται από υποψήφιους που ανήκουν ή υποστηρίχθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι υπόλοιποι οκτώ, κατά βάση, είτε είχαν επιλεγεί ως διευθυντές Εκπαίδευσης στις προηγούμενες κρίσεις (όταν κυβέρνηση ήταν το ΠΑΣΟΚ) είτε αναφέρονται στο ΠΑΣΟΚ και στη Ν.Δ.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με πληροφορίες, στην Κεντρική Μακεδονία, σε σύνολο δεκαέξι θέσεων διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, νικητές αναδείχθηκαν εννέα υποψήφιοι που προέρχονται ή υποστηρίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, πέντε από το ΠΑΣΟΚ και δύο από τη Ν.Δ.
Στο πλαίσιο αυτό και τηρουμένων των αναλογιών, είναι φανερό ότι, επί της ουσίας, επαναλήφθηκε το σκηνικό προηγούμενων κρίσεων διευθυντών Εκπαίδευσης, όπου η κομματική ταυτότητα ήταν το βασικό κριτήριο για την κατάληψη της θέσης.
Λέμε τηρουμένων των αναλογιών, καθώς σε παλιότερες κρίσεις οι κομματικοί φίλοι (ακόμη και συνδικαλιστικά στελέχη) του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. καταλάμβαναν το σύνολο των θέσεων στελεχών εκπαίδευσης.
Αν αυτό δεν έγινε στην ίδια έκταση στις παρούσες κρίσεις διευθυντών, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το κυβερνών κόμμα δεν είχε «στο χέρι» μεγάλο αριθμό υποψηφίων που να έχουν τη στοιχειώδη δυνατότητα (μετρήσιμα αντικειμενικά μόρια) να προωθηθούν στις θέσεις στελεχών εκπαίδευσης.
Μία από τις περιπτώσεις που έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις για τον τρόπο που το Συμβούλιο Επιλογής πριμοδότησε, μέσω της συνέντευξης, συγκεκριμένο υποψήφιο και «έκοψε» τον αντίπαλό του είναι η περίπτωση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Αχαΐα.
Εκεί, λοιπόν, «κόπηκε» ο υποψήφιος Θεόδωρος Μπαρής, ο οποίος ήταν πρώτος στους πίνακες πριν από τη συνέντευξη, καθώς είχε αυξημένη μοριοδότηση τόσο από τα λεγόμενα τυπικά προσόντα όσο και από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν είχε την κομματική ταυτότητα και... πιστοποίηση.
Στη θέση του πριμοδοτήθηκε ο υποστηριζόμενος από τον ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλης Πασσάς, που βρισκόταν στην έβδομη θέση του πίνακα των μετρήσιμων αντικειμενικών κριτηρίων μεταξύ οκτώ υποψηφίων. Η συνέντευξη έκανε το θαύμα της…
Το βασικό ζήτημα δεν είναι άλλο από τη φιλοσοφία και το ιεραρχικό πλέγμα της διοίκησης που «οικοδομεί» στελέχη τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν μια πολιτική που «γδέρνει» την ήδη ρημαγμένη εκπαιδευτική γη.
Και αυτό συμβαίνει καθώς η θέση των διευθυντών Εκπαίδευσης είναι πολιτική θέση, άσχετα με το αν η κατάληψή της γίνεται με διορισμό, με «εκλογές», με ΑΣΕΠ, με προσόντα κ.λπ.
Από την άποψη αυτή, το ποιος και πώς επιλέγεται στη θέση του στελέχους έχει μια σημασία, ωστόσο μεγαλύτερη σημασία έχει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των στελεχών εκπαίδευσης και η πολιτική που θα υπηρετήσουν.
Ετσι, ο καβγάς γίνεται όχι για την πολιτική που θα εφαρμόσουν τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν αλλά για τα ίδια τα πρόσωπα.
Είναι, όμως, φανερό ότι η λειτουργία των θεσμών δεν καθορίζεται από τις προθέσεις των προσώπων που συμμετέχουν στους θεσμούς, αλλά από τις πολιτικές που τους συγκροτούν.
Οποια κι αν είναι τα πρόσωπα, όσο η εκπαίδευση συνεχίζει να «ζυμώνεται» με την άθλια μαγιά των μνημονιακών (και όχι μόνο) αντιεκπαιδευτικών νόμων, τότε δεν θα έχουμε τίποτε περισσότερο από έναν μηχανισμό επιβολής των μνημονιακών μέτρων στην εκπαίδευση.
Οι τελικοί πίνακες «συμπυκνώνουν» τα μόρια από τα μετρήσιμα-αντικειμενικά κριτήρια (επιστημονική-παιδαγωγική συγκρότηση και κατάρτιση και υπηρεσιακή κατάσταση και διοικητική εμπειρία), τα μόρια από την ψηφοφορία των διευθυντών και των υποδιευθυντών των σχολικών μονάδων και τα μόρια από τη συνέντευξη των υποψηφίων.
Με βάση το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει το υπουργείο Παιδείας, μέχρι 29/1/2016 θα ανακοινωθεί η απόφαση τοποθέτησης διευθυντών Εκπαίδευσης από τον υπουργό Παιδείας και την 1η Φεβρουαρίου θα γίνει η ανάληψη υπηρεσίας των νέων διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η κατάταξη
Οσον αφορά την «ταυτότητα» των υποψήφιων διευθυντών Εκπαίδευσης που πρώτευσαν, τα στοιχεία λένε ότι έχουμε μια ορμητική «είσοδο» μελών και φίλων του κυβερνώντος κόμματος, ωστόσο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που στην κατάταξη προηγούνται υποψήφιοι που ήταν διευθυντές Εκπαίδευσης πριν από τις νέες κρίσεις, καθώς είχαν εκλεγεί την περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.Η ανακοίνωση των τελικών πινάκων με την κατάταξη των υποψήφιων διευθυντών ξεσήκωσε, όπως αναμενόταν άλλωστε, διαμαρτυρίες πολλών υποψηφίων, καθώς και ανακοινώσεις συνδικαλιστικών παρατάξεων για τον τρόπο με τον οποίο το κυβερνών κόμμα, μέσω της βαθμολογίας στη συνέντευξη, «μεταχειρίστηκε» τους «δικούς του» υποψήφιους και τους υποψήφιους που είχαν διαφορετική κομματική ένταξη.
Αρκετοί υποψήφιοι, οι οποίοι προηγούνταν στα μόρια που είχαν πάρει από τα μετρήσιμα-αντικειμενικά κριτήρια και από την ψηφοφορία που έγινε στις 8 Ιανουαρίου, όταν τέθηκαν στην κρίση των διευθυντών των σχολικών μονάδων, μετά τη συνέντευξη υποχώρησαν σε χαμηλότερη θέση.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προηγηθούν υποψήφιοι οι οποίοι είχαν χαμηλότερη μοριοδότηση πριν από τη διαδικασία της συνέντευξης. Οπως προκύπτει από τους πίνακες τελικής βαθμολογίας, μέσα από το στάδιο της συνέντευξης επιχειρήθηκε, σε αρκετές περιπτώσεις, να αναδειχθούν στελέχη προερχόμενα ή υποστηριζόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Φίλοι του κόμματος
Ας δούμε ενδεικτικά τι έγινε στις δύο μεγαλύτερες περιφέρειες της χώρας: την Αττική και την Κεντρική Μακεδονία.Στην Αττική, σε σύνολο δεκαέξι θέσεων διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι οκτώ καταλαμβάνονται από υποψήφιους που ανήκουν ή υποστηρίχθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι υπόλοιποι οκτώ, κατά βάση, είτε είχαν επιλεγεί ως διευθυντές Εκπαίδευσης στις προηγούμενες κρίσεις (όταν κυβέρνηση ήταν το ΠΑΣΟΚ) είτε αναφέρονται στο ΠΑΣΟΚ και στη Ν.Δ.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με πληροφορίες, στην Κεντρική Μακεδονία, σε σύνολο δεκαέξι θέσεων διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, νικητές αναδείχθηκαν εννέα υποψήφιοι που προέρχονται ή υποστηρίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, πέντε από το ΠΑΣΟΚ και δύο από τη Ν.Δ.
Στο πλαίσιο αυτό και τηρουμένων των αναλογιών, είναι φανερό ότι, επί της ουσίας, επαναλήφθηκε το σκηνικό προηγούμενων κρίσεων διευθυντών Εκπαίδευσης, όπου η κομματική ταυτότητα ήταν το βασικό κριτήριο για την κατάληψη της θέσης.
Λέμε τηρουμένων των αναλογιών, καθώς σε παλιότερες κρίσεις οι κομματικοί φίλοι (ακόμη και συνδικαλιστικά στελέχη) του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. καταλάμβαναν το σύνολο των θέσεων στελεχών εκπαίδευσης.
Αν αυτό δεν έγινε στην ίδια έκταση στις παρούσες κρίσεις διευθυντών, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το κυβερνών κόμμα δεν είχε «στο χέρι» μεγάλο αριθμό υποψηφίων που να έχουν τη στοιχειώδη δυνατότητα (μετρήσιμα αντικειμενικά μόρια) να προωθηθούν στις θέσεις στελεχών εκπαίδευσης.
Μία από τις περιπτώσεις που έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις για τον τρόπο που το Συμβούλιο Επιλογής πριμοδότησε, μέσω της συνέντευξης, συγκεκριμένο υποψήφιο και «έκοψε» τον αντίπαλό του είναι η περίπτωση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Αχαΐα.
Εκεί, λοιπόν, «κόπηκε» ο υποψήφιος Θεόδωρος Μπαρής, ο οποίος ήταν πρώτος στους πίνακες πριν από τη συνέντευξη, καθώς είχε αυξημένη μοριοδότηση τόσο από τα λεγόμενα τυπικά προσόντα όσο και από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν είχε την κομματική ταυτότητα και... πιστοποίηση.
Στη θέση του πριμοδοτήθηκε ο υποστηριζόμενος από τον ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλης Πασσάς, που βρισκόταν στην έβδομη θέση του πίνακα των μετρήσιμων αντικειμενικών κριτηρίων μεταξύ οκτώ υποψηφίων. Η συνέντευξη έκανε το θαύμα της…
Το πραγματικό πρόβλημα
Ωστόσο, αν ο τρόπος και οι όροι επιλογής των διευθυντών Εκπαίδευσης πιστοποιούν τον τρόπο με τον οποίο κάθε κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το Δημόσιο (δηλαδή ως φέουδό της), το σημαντικότερο στην «ιστορία» των κρίσεων του στελεχικού δυναμικού στην εκπαίδευση και στην τοποθέτησή τους σε ιεραρχικές θέσεις δεν είναι τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις.Το βασικό ζήτημα δεν είναι άλλο από τη φιλοσοφία και το ιεραρχικό πλέγμα της διοίκησης που «οικοδομεί» στελέχη τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν μια πολιτική που «γδέρνει» την ήδη ρημαγμένη εκπαιδευτική γη.
Και αυτό συμβαίνει καθώς η θέση των διευθυντών Εκπαίδευσης είναι πολιτική θέση, άσχετα με το αν η κατάληψή της γίνεται με διορισμό, με «εκλογές», με ΑΣΕΠ, με προσόντα κ.λπ.
Από την άποψη αυτή, το ποιος και πώς επιλέγεται στη θέση του στελέχους έχει μια σημασία, ωστόσο μεγαλύτερη σημασία έχει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των στελεχών εκπαίδευσης και η πολιτική που θα υπηρετήσουν.
Ετσι, ο καβγάς γίνεται όχι για την πολιτική που θα εφαρμόσουν τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν αλλά για τα ίδια τα πρόσωπα.
Είναι, όμως, φανερό ότι η λειτουργία των θεσμών δεν καθορίζεται από τις προθέσεις των προσώπων που συμμετέχουν στους θεσμούς, αλλά από τις πολιτικές που τους συγκροτούν.
Οποια κι αν είναι τα πρόσωπα, όσο η εκπαίδευση συνεχίζει να «ζυμώνεται» με την άθλια μαγιά των μνημονιακών (και όχι μόνο) αντιεκπαιδευτικών νόμων, τότε δεν θα έχουμε τίποτε περισσότερο από έναν μηχανισμό επιβολής των μνημονιακών μέτρων στην εκπαίδευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου