Στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα όλων των σχολείων θα ενταχθεί, από τη νέα σχολική χρονιά, η δράση «εργαστήρια δεξιοτήτων». Όπως είπε η υπουργός Παιδείας «τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων αποτελούν καινοτόμο διδακτική και εκπαιδευτική δράση και στόχος τους είναι η ενίσχυση της καλλιέργειας ήπιων δεξιοτήτων, δεξιοτήτων ζωής και δεξιοτήτων τεχνολογίας και επιστήμης στους μαθητές και στις μαθήτριες».
Η Απόφαση του ΥΠΑΙΘ επικυρώθηκε στις 9 Ιούνη με πολυτροπολογία εννέα άρθρων που κατέθεσε η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως, προς ψήφιση, στη Βουλή, στο νομοσχέδιο “Θεσμικό πλαίσιο τηλεργασίας, διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα και άλλες ρυθμίσεις” του υπουργείου Εσωτερικών.
Η πολυτροπολογία, ανάμεσα σε άλλα, αφορά:
Α. Τα εργαστήρια δεξιοτήτων
Β. Την Αγγλική Γλώσσα στα Νηπιαγωγεία
Γ. Την κατανομή χρόνου διδακτικής ενότητας Εργαστηρίων Δεξιοτήτων στο πρόγραμμα σπουδών στο Δημοτικό και στο Νηπιαγωγείο
Η ένταξη των εργαστηρίων δεξιοτήτων στο πρόγραμμα των μαθητών, αναπροσαρμόζει το ωράριο διδασκαλίας. Έτσι όπως φαίνεται από τον πίνακα κατανομής του χρόνου ανά διδακτικό αντικείμενο στα δημοτικά σχολεία, οι μαθητές θα παρακολουθούν αυτά τα μαθήματα από τα εργαστήρια δεξιοτήτων, κάθε εβδομάδα:
- Τρεις ώρες στην Α΄και Β‘ Δημοτικού
- Δύο ώρες στην Γ’ και Δ’ Δημοτικού
- Μία ώρα στην Ε‘ και ΣΤ Δημοτικού
Παράλληλα, σύμφωνα με το ΥΠΑΙΘ, στην πρώτη σειρά επιμορφώσεων των εκπαιδευτικών που προγραμματίζονται κυρίαρχη θέση έχουν οι επιμορφώσεις στη διδασκαλία δεξιοτήτων .
Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, τον Ιούλιο του 2019, η κ. Νίκη Κεραμέως, είχε δηλώσει ότι η μεταρρύθμιση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αφορά «ένα συνεκτικό πρόγραμμα από το Δημοτικό έως το Λύκειο του οποίου το ωρολόγιο πρόγραμμα να εμπλουτίζεται με νέες εκπαιδευτικές θεματικές, όπως εθελοντισμός, επιχειρηματικότητα, καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων, όπως δημιουργικότητα, κριτική και συνθετική σκέψη και δημιουργική δουλειά, όπως και καλλιέργεια ψηφιακών δεξιοτήτων».
Παράλληλα, σε ημερίδα του ΙΟΒΕ, η υπουργός, είχε αποκαλύψει ότι υπάρχει «διττή στόχευση: αφ’ ενός βέλτιστη αξιοποίηση της γνώσης, αφ’ ετέρου βελτίωση της προσαρμοστικότητας των νέων σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον».
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Παπαλεξόπουλος συμφώνησαν ότι ενώ έχουμε 42% ποσοστό πτυχιούχων σε ηλικίες έως 35 ετών, το 1/3 των επιχειρήσεων δυσκολεύεται να βρει προσωπικό με τα αναγκαία επιστημονικά-τεχνολογικά εφόδια, άρα για την ανεργία φταίνε τα προγράμματα σπουδών.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), που επηρεάζει ή και χαράσσει την πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, απαιτεί «επένδυση σε περισσότερες, καλύτερες και σύγχρονες δεξιότητες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων».
Χέρι-χέρι ΥΠΑΙΘ – ΣΕΒ – ΟΟΣΑ
Παράλληλα οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δεν υπάρχει κείμενο της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ για την εκπαιδευτική πολιτική που να μην επικεντρώνεται (ως υποτίθεται αντίδοτο στα «παρωχημένα αναλυτικά προγράμματα», στην «κουραστική εγκύκλια γνώση» και στην «αποστήθιση και τη μηχανική μάθηση» που «μετατρέπει τους μαθητές σε παθητικούς αποδέκτες») στην ανάγκη βελτίωσης των δεξιοτήτων με προτεραιότητα τους τομείς της «καινοτομίας» και της «επιχειρηματικότητας» καθώς και στη μέθοδο «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» (learning to learn), η οποία αποτελεί, μάλιστα, μία από τις οκτώ δεξιότητες που έχει αποφασίσει η Ε.Ε. ότι πρέπει να δίνονται μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας για τη «διά βίου μάθηση».
Πιο συγκεκριμένα, το 2018, με βάση την αξιολόγηση των δεξιοτήτων των ενηλίκων (PIAAC), αλλά και των μαθητών (PISA), ο ΟΟΣΑ εκδίδει την έκθεση «Το μέλλον της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση το 2030» (Τhe future of education and skills. Education 2030) και την ίδια στιγμή δημιουργεί ξεχωριστή ιστοσελίδα για τις δεξιότητες.
Η στόχευση
Να το πούμε από την αρχή: Η όλη επιχείρηση του ΥΠΑΙΘ αφορά στον εξοβελισμό της στέρεης και ολοκληρωμένης γνώσης και στην αντικατάστασή της με εφήμερες δεξιότητες και στο άνοιγμα του δρόμου για άμεση πρόσβαση των επιχειρήσεων στο σχολείο. Οι «ήπιες δεξιότητες», οι «χρήσιμες δεξιότητες», οι «νέες εκπαιδευτικές θεματικές» και τα «εργαστήρια δεξιοτήτων», που κλίνει σε όλες τις πτώσεις η υπουργός Παιδείας, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν συγκεκριμένη πολιτική ιδιοκτησία και καινοτομία της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, αλλά συνέχεια, με διαφορετικό, ενδεχομένως, πολιτικό μείγμα, όλων των ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας από το 2010 (Αννα Διαμαντοπούλου) και μετά, καθώς απλά αναπαράγουν την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ (οι δεξιότητες αυτές περιγράφονται εδώ και χρόνια στις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ, με βάση αυτές χτίστηκε ο διαγωνισμός PISA, με τη γνωστή αξιοποίηση των αποτελεσμάτων του) και το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα στην προοπτική ανάπτυξης μιας ευέλικτης εργατικής δύναμης σε συνθήκες καθολικής εργασιακής ανασφάλειας.
Να το ξεκαθαρίσουμε: Το ζήτημα των δεξιοτήτων είναι εξαιρετικής σημασίας, γιατί σχετίζεται άμεσα με το τι και το πώς μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, τι άνθρωπο, τι εργαζόμενο πρέπει να βγάλει το σχολείο, ώστε να είναι φτηνός, πειθαρχημένος, αποδοτικός και εκμεταλλεύσιμος. Ο δικός μας ΣΕΒ, που εξειδικεύει την παραπάνω «γραμμή», απαιτεί «επένδυση σε περισσότερες, καλύτερες και σύγχρονες δεξιότητες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων».
Η κ. Κεραμέως και οι πρόεδροι του ΙΕΠ και της ΑΔΙΠΠΔΕ, αξιοποιώντας τη νομοθεσία της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας (Κ. Γαβρόγλου) και με βάση τις προτάσεις του ΟΟΣΑ, επιχειρούν να οριοθετήσουν, για ακόμη μία φορά, τον καμβά ενός φτηνού σχολείου, προσανατολισμένου στην αγορά και τις δεξιότητες, τεχνοκρατικού, απογυμνωμένου από κάθε ευρύτερο μορφωτικό ρόλο και βέβαια με κυρίαρχη την ελαστική απασχόληση.
Καλυμμένη υποτίμηση της ουσίας της μόρφωσης
Η «εκμάθηση της μάθησης», προτεραιότητα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, στηρίζεται σε ένα είδος γενικής μόρφωσης, το οποίο δεν καλλιεργεί και δεν αναπτύσσει τη συνθετική-αναλυτική σκέψη, δεν δίνει τις βάσεις για την ερμηνεία της κοινωνίας και του κόσμου, δεν στοχεύει καν στην κατανόηση του κόσμου και της κοινωνίας, καθώς αποτελεί μια αποστεωμένη καρικατούρα της «εκμάθησης της μάθησης» που προώθησε το κίνημα της νέας αγωγής. Βασίζεται στον κατακερματισμό της γνώσης, στην άρνηση του ενιαίου χαρακτήρα της.
Ο υπερτονισμός τού «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», αποσυνδεδεμένος από το «τι και για ποιο σκοπό μαθαίνω», αποτελεί υποτίμηση της ουσίας της μόρφωσης. Και όπως εύστοχα σημειώνει ο πανεπιστημιακός Γιώργος Γρόλλιος, το ζητούμενο για τη μορφωτική αντίληψη της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης είναι η ανάπτυξη της «εκμάθησης της μάθησης», με στόχο την επιλεκτική αξιοποίηση τεμαχισμένων γνώσεων σε συνθήκες εργασίας που αλλάζουν. Μιλάμε για την εξοικείωση του μαθητή με δεξιότητες απαραίτητες στην αγορά εργασίας, τον εφοδιασμό του με ένα «κουτί πρώτων βοηθειών» γεμάτο βασικές γνώσεις/δεξιότητες με τις οποίες θα βγει στην αγορά εργασίας ώστε να είναι αποδοτικός και εκμεταλλεύσιμος, δηλαδή ακόμα πιο φτηνός.
Κοντολογίς, στην εποχή της ευαλσφάλειας, της συντριβής της μόνιμης εργασίας και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, η γενική παιδεία ισοπεδώνεται και αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες»: ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Αυτή η χρησιμοθηρία οδηγεί στην αδυναμία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσμου, εξήγησης και αμφισβήτησής του. Παράλληλα επιδιώκεται να προσαρμοστεί η εκπαίδευση και η εργατική δύναμη στις «νέες συνθήκες», με άλλα λόγια, στην ευελιξία, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, απασχολησιμότητα, κόστος, κλπ, αλλά και να τις αναπτύξει, να τις τυποποιήσει περισσότερο, να τις μετρήσει και να τις ελέγξει, ώστε να διαμορφώσει το σημερινό εργαζόμενο με εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάμεις 21ου αιώνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου