Οικονομολόγου-αναλυτή
Τι συμβαίνει με την Ουγγαρία; Τόλμησε να αγνοήσει το ΔΝΤ και να αψηφήσει τα «αιτήματα» των δανειστών της. Όπως έγραψε ο ανταποκριτής των Times του Λονδίνου (25/7), «οι κραυγές οργής αντηχούν από τις Βρυξέλλες έως την Ουάσιγκτον. Όπως οι πειθήνιοι σκλάβοι στον Πλανήτη των Πιθήκων, η Ουγγαρία ψέλλισε την απαγορευμένη λέξη: Όχι.»
Αμέσως μετά τη διακοπή των συνομιλιών ΔΝΤ και ΕΕ με την κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, λόγω του ότι ο τελευταίος αρνήθηκε κατηγορηματικά να συνεχίσει την πολιτική λιτότητας που απαιτούσαν οι δανειστές της χώρας του, οι δυσοίωνες προβλέψεις για την Ουγγαρία έδιναν κι έπαιρναν. Οι κατάρες του Υψίστου, οι λιμοί, σεισμοί και καταποντισμοί όλης της Υφηλίου επρόκειτο να επιπέσουν στον άμοιρο τόπο των δύστυχων Μαγιάρων, επειδή – άκουσον, άκουσον – τόλμησε η κυβέρνησή τους να αρνηθεί να υπακούσει στις άνωθεν και έξωθεν εντολές.
Τα διεθνή πρακτορεία Reuters, AFP, AP (20/7) εξέδωσαν, εν είδει πολεμικού ανακοινωθέντος, τις εξελίξεις από το Ουγγρικό μέτωπο: «Με πτώση του ουγγρικού νομίσματος έναντι του ευρώ κατά 2,9%, αύξηση των spreads και εκτίναξη των αποδόσεων των ομολόγων της Ουγγαρίας, αντέδρασαν οι αγορές στην είδηση ότι πάγωσαν -επισήμως μέχρι τον Σεπτέμβριο- οι συνομιλίες ανάμεσα στην ουγγρική κυβέρνηση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την παροχή της οικονομικής βοήθειας.
Σθεναρή αντίσταση
Έχοντας να αντιμετωπίσει δημοτικές εκλογές στις αρχές Οκτωβρίου, o κεντροδεξιός Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν προέβαλε σθεναρή «αντίσταση» στο επίμονο αίτημα των δανειστών της χώρας για περαιτέρω περικοπές δαπανών. Υπήρξε, άλλωστε, προεκλογική του υπόσχεση η απομάκρυνση από την ακραία πολιτική λιτότητας την οποία εφήρμοσε ο προκάτοχός του σοσιαλδημοκράτης Φέρεντς Γκιουρτσάνι και είχε ως αποτέλεσμα την καταβαράθρωσή του στις εκλογές, την ανάδειξη του κεντροδεξιού κόμματος σε νικητή των εκλογών, αλλά και την ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων. Η αποχώρηση του ΔΝΤ συνεπάγεται πως η Ουγγαρία, της οποίας το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 80% του ΑΕΠ της και είναι το υψηλότερο στην κεντρική Ευρώπη, δεν μπορεί να εκταμιεύσει την επόμενη δόση του δανείου συνολικού ύψους 20 δισ. ευρώ που συμφώνησε το 2008 με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σημείο τριβής με το Ταμείο ήταν η άρνηση του κυβερνώντος κεντροδεξιού κόμματος Fidesz να προχωρήσει σε περαιτέρω λιτότητα και η επιμονή του να επιβάλει υψηλό φόρο στις τράπεζες, στον οποίο προέβαλαν αντιρρήσεις οι δανειστές.»
Ιδού το μέγα έγκλημα του Βίκτορ Όρμπαν και της κυβέρνησης της Ουγγαρίας! Αρνήθηκε να προχωρήσει σε περαιτέρω λιτότητα και επέμεινε να επιβάλει υψηλή φορολογία στις τράπεζες. Ίσως να μην υπάρχει μεγαλύτερο ανοσιούργημα από αυτά τα δύο σήμερα. Εκτός βέβαια από το να αρνηθείς να πληρώσεις το καταχρηστικό χρέος με βάση το οποίο λεηλατείται η χώρα και τσακίζεται ο λαός σου. Φανταστείτε λοιπόν τι περίμενε αυτούς τους βέβηλους. Όλα πλέον ήταν ανοιχτά. Οι αγορές θα έδιναν ένα μάθημα στην Ουγγαρία και στους Ούγγρους, που θα τους έκαναν παράδειγμα αποτροπής για όποιον λαό και χώρα θα σκεφτόταν από εδώ και πέρα να σηκώσουν το κεφάλι τους ή θα τολμούσαν έστω να ξεστομίσουν την απαγορευμένη λέξη.
Εκβιαστικές...προβλέψεις
Οι μαύρες προβλέψεις των ειδικών έπεσαν βροχή. Η Moody’s και η Fitch ανακοίνωσαν ότι σκέφτονται να υποβιβάσουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ουγγαρίας στο επίπεδο που είναι ήδη η Ελλάδα. «Η Ουγγαρία βρέθηκε χθες σε δυσχερή θέση, καθώς άντλησε –με μεγάλη δυσκολία– 10 δισ. φιορίνια λιγότερα από όσα ζητούσε στην έκδοση τρίμηνων εντόκων γραμματίων, μία μέρα μετά την απομάκρυνση από τη στήριξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)», μας πληροφορούσε το Bloomberg στις 21/7. Ενώ την επομένη έκανε τον γύρο του κόσμου η εκτίμηση της Ιαπωνικής τράπεζας Nomura ότι «η Ουγγαρία δεν θα έχει πρόσβαση στις αγορές αν δεν κατορθώσει να συμφωνήσει ξανά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ό,τι αφορά τους όρους του δανείου της.»
Με άλλα λόγια, η Ουγγαρία, αν δεν ξαναγυρίσει στο μαντρί και δεν φορέσει το κολάρο της υποτέλειας, δεν πρόκειται να δει άσπρη μέρα, δεν πρόκειται να βρει χρήματα για την οικονομία της και το νόμισμά της, το φόριντ, θα καταλήξει στα τάρταρα. Είναι δύσκολο κανείς να διακρίνει αν όλα αυτά είναι όντως εκτιμήσεις, απειλές, ή μύχιες επιθυμίες.
Ας αφήσουμε τα σκοτεινά χαιρέκακα αισθήματα όλων εκείνων που προτιμούν να δουν μια χώρα και έναν λαό να υπομένει τον όλεθρο παρά να θιγούν αγορές και τράπεζες, και ας μπούμε στο ψητό. Τι έγινε αλήθεια στην Ουγγαρία;
Στις τελευταίες εκλογές το κεντροδεξιό κόμμα Fidesz, του οποίου ηγείται ο Βίκτορ Όρμπαν, πέτυχε σαρωτική νίκη έναντι του πρώην «κυβερνώντος» κόμματος των σοσιαλιστών, καταλαμβάνοντας τα δύο τρίτα των εδρών στη Βουλή. Βάζουμε εισαγωγικά στο πρώην «κυβερνών» σοσιαλιστικό κόμμα, διότι αυτοί που κυβερνούσαν στ’ αλήθεια τη χώρα ήταν οι εγκάθετοι του ΔΝΤ και της ΕΕ. Η συντριπτική αυτή νίκη οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υπόσχεση που έδωσε ο Όρμπαν στον Ουγγρικό λαό ότι θα σταματήσει τη λιτότητα και τις περικοπές, θα φορολογήσει τις τράπεζες και τις μεγάλες περιουσίες και θα επαναφέρει μισθούς, συντάξεις και δικαιώματα στην προ του ΔΝΤ εποχή.
Λαϊκή οργή
Το μίσος και η εκτεταμένη δυσαρέσκεια που είχε πυροδοτήσει στον πληθυσμό η εφαρμογή των προγραμμάτων χημειοθεραπείας του ΔΝΤ και της ΕΕ ήταν τέτοια, που και μόνο τα προεκλογικά επαινετικά σχόλια του Στρος-Καν προς την ηγεσία του σοσιαλιστικού κόμματος για το πόσο καλά «συνεργάστηκε» λειτούργησαν καταλυτικά στην εκλογική καταβαράθρωση των «κυβερνώντων».
Αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια εισέπραξε ο δεξιός Όρμπαν, αλλά και το Jobbik, η εθνικιστική και ανοιχτά φασιστική δεξιά, η οποία εισέπραξε το 17% των ψήφων. Το κεντρικό ζήτημα που κυριάρχησε στις εκλογές, πέρα από τις τραγικές συνέπειες των εφαρμοζόμενων πολιτικών, ήταν το πρόβλημα της αυτοτέλειας και της κυριαρχίας της χώρας, κυρίως μέσα από τη σχέση της με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Τα δεξιά κόμματα έκαναν σημαία την ανάγκη να ανακτήσει η χώρα την εθνική της κυριαρχία, πράγμα που μίλησε στο νου και την καρδιά του Ουγγρικού λαού, που βλέπει εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες να ισοπεδώνεται κυριολεκτικά η χώρα του και ο ίδιος από τα δυτικά αφεντικά.
Μόνο που, ως δεξιά κόμματα, έδωσαν μια έντονη εθνικιστική χροιά στο αίτημα της εθνικής κυριαρχίας, αναφερόμενα στις «ιστορικές αδικίες» εναντίον των Ούγγρων, όπως η συνθήκη του Τριανόν το 1920, που απέσπασε πολλές εθνικές περιοχές από τη «μητέρα πατρίδα», η καταπίεση των «ομογενών» στις όμορες χώρες, κοκ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην προεκλογική του εκστρατεία ο Όρμπαν μιλούσε στο όνομα του «Ουγγρισμού».
Με ανύπαρκτες τις όποιες αληθινά δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις, οι οποίες μπορούν να σηκώσουν ψηλά το αίτημα της εθνικής κυριαρχίας και να του δώσουν ένα αυθεντικά λαϊκό και δημοκρατικό περιεχόμενο, είναι μοιραίο να μετατρέπεται σε πρόσχημα για κάθε είδους σοβινιστική, ακόμη και φασιστική, ερμηνεία.
Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της εθνικής κυριαρχίας δεν παύει να αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα της πολιτικής διαπάλης σήμερα στην Ουγγαρία. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, πάνω από το 80% του Ουγγρικού λαού αναπολεί την εποχή του Γιάνος Κάνταρ, δηλαδή την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, όταν η χώρα έχαιρε οικονομικής και λαϊκής ευημερίας και, προπαντός, εθνικής αξιοπρέπειας. Τουλάχιστον έτσι νιώθουν οι Ούγγροι μετά από δύο δεκαετίες καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ούγγρων νιώθουν επίσης ότι το βασικό πρόβλημα με τον υπαρκτό σοσιαλισμό ήταν η υποταγή τους στους Ρώσους. Όταν η Die Welt (26/7) ρώτησε «πώς γίνεται αυτός [ο κομμουνιστής δικτάτορας Γιάνος Κάνταρ] περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις – να είναι, για μια Ουγγαρία που αγαπά την ελευθερία, ο συμπαθέστερος πολιτικός του 20ου αιώνα;», έφερε τον Όρμπαν σε πολύ δύσκολη θέση, οπότε για να ξεφύγει απάντησε παραπλανητικά: «Οι νεκροί έχουν πάντα ένα πλεονέκτημα έναντι των ζωντανών. Τους αντιμετωπίζει κανείς πιο ήπια και τείνει να τους εξωραΐζει. Ο θάνατος βελτιώνει την ετυμηγορία της αιωνιότητας. Αυτό συμβαίνει με όλους τους πολιτικούς, αυτό ίσως να συμβεί και με εμένα.»
Η αλήθεια είναι ότι ο Ουγγρικός λαός δεν αντέχει άλλο. Δεν αντέχει τη διαρκή λιτότητα, τα μεροκάματα πείνας, το ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος, τη διάλυση της χώρας του, το ξεπούλημα των πάντων, την περιθωριοποίηση μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού, την καταστροφή της υπαίθρου, την εκπόρνευση μεγάλου μέρους του γυναικείου πληθυσμού προκειμένου να τα βγάλει πέρα, την μετατροπή του εργαζόμενου σε κούλη των εργοδοτών, των επενδυτών και κυρίως των πολυεθνικών που αναζητούν κερδοφόρες τοποθετήσεις στη χώρα. Αυτό το «φτάνει πια», που βγαίνει από τα κατάβαθα της Ουγγρικής ψυχής, απηχεί η στάση της κυβέρνησης Όρμπαν.
Και τι έγινε; Ο ανταποκριτής των Times (25/7) εξηγεί: «Ο Βίκτορ Όρμπαν, ο πρωθυπουργός, απέκρουσε τα αιτήματα του ΔΝΤ και της ΕΕ για μεγαλύτερες περικοπές στον προϋπολογισμό και περισσότερα μέτρα λιτότητας. Οι χρηματοκράτες πήγαν σπίτι τους μουρμουρίζοντας για καταρρεύσεις νομισμάτων και δημοσιονομική ανευθυνότητα. Σε όλα αυτά, η ένδοξη απάντηση της Βουδαπέστης ήταν “καλό κατευόδιο”. Το φόριντ, το Ουγγρικό νόμισμα, έπεσε, ανέκαμψε, ξανάπεσε, αλλά η χώρα παραμένει σταθερή.» Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το μυστικό: όσο πιο σταθερή και αποφασισμένη είναι μια χώρα και ένας λαός στην πορεία που έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν, τόσο λιγότερες συνέπειες θα έχουν από τις πιέσεις των αγορών.
Αν κάποιος υπήρξε θύμα της κυρίαρχης προπαγάνδας, θα νόμιζε ότι μια τέτοια ενέργεια της Ουγγαρίας θα οδηγούσε το νόμισμά της να στροβιλίζεται σε μια καθοδική διψήφια πτώση. Κάθε άλλο παρά αυτό έγινε. Το φόριντ υποτιμήθηκε αυτή την περίοδο όχι περισσότερο από 4-5% και παραμένει σε πολύ καλύτερη ισοτιμία με το ευρώ από αυτήν με την οποία προσχώρησε η ελληνική δραχμή στην ευρωζώνη. Η ισοτιμία του ευρώ με το φόριντ είναι 1 ευρώ: 281,83, φόριντ (3.8.2010), παρά το γεγονός ότι η Ουγγαρία διαθέτει μόλις το 39% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Τις τελευταίες μάλιστα ημέρες παρατηρείται μια ανοδική τάση στο φόριντ έναντι του ευρώ, λόγω κυρίως δύο εντελώς αντιφατικών προσδοκιών της διεθνούς αγοράς. Από τη μια, υπάρχει η εκτίμηση σε κύκλους της αγοράς ότι τον Σεπτέμβρη η κυβέρνηση της Ουγγαρίας θα επανέλθει στον «ίσιο δρόμο» υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ και της ΕΕ. Από την άλλη, σε άλλους κύκλους της αγοράς, διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση της Ουγγαρίας θα αναγκαστεί να φτάσει την κόντρα της με το ΔΝΤ και την ΕΕ έως το τέλος και έτσι, ενισχύοντας την οικονομία της, το φόριντ μπορεί να αποτελέσει ένα από τα καταφύγια ευκαιρίας που αναζητούν οι διεθνείς επενδυτές έναντι του παραπαίοντος ευρώ. Έτσι, έχει δημιουργηθεί μια συγκυρία που εξυπηρετεί την άνοδο του φόριντ.
Αυτό τι αποδεικνύει; Δύο κυρίως πράγματα:
Πρώτο, ότι όλοι αυτοί που προδικάζουν «ενιαιομετωπικές» κινήσεις της αγοράς, που φαντάζονται ότι η αγορά κινείται σαν μια συμπαγής μάζα προς μια κατεύθυνση, στην καλύτερη περίπτωση δεν ξέρουν για τι μιλάνε. Οι αγορές, ιδίως σήμερα που υπάρχουν τεράστιες ποσότητες λιμναζόντων κεφαλαίων, δεν λειτουργούν σε μια ενιαία κατεύθυνση, αλλά σε συγκυριακές κατευθύνσεις αντίθετων και αλληλοσυγκρουόμενων προσδοκιών, στρατηγικών και τακτικών κινήσεων κάθε είδους επενδυτικού κεφαλαίου.
Δεύτερο, ότι όλοι αυτοί που θεωρούν αυτονόητη μια μεγάλη διψήφια υποτίμηση στην περίπτωση που η Ελλάδα απαλλαγεί από το ευρώ και υιοθετήσει δικό της εθνικό νόμισμα, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το πώς κινούνται οι αγορές. Αν μια χώρα, μια οικονομία, εμφανιστεί αποφασισμένη να στηρίξει το νόμισμά της με πολιτικές παραγωγικής ανασυγκρότησης και εσωτερικής συσσώρευσης, ακόμη και οι όποιες αρνητικές αντιδράσεις της διεθνούς αγοράς είναι σίγουρο ότι γρήγορα θα καμφθούν και θα προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Ουγγαρίας. Η κυβέρνηση Όρμπαν δεν σταμάτησε μόνο στη διαφωνία της με τα κλιμάκια του ΔΝΤ και της ΕΕ, αλλά προχώρησε άμεσα και στην επιβολή ειδικού φόρου στις τράπεζες, παρά τις οργισμένες αντιδράσεις από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Μάλιστα, ο φόρος αυτός επιβλήθηκε στο κεφάλαιο των τραπεζών και όχι στα κέρδη τους. Πρόκειται για ένα είδος έκτακτου φόρου που στην οικονομική φιλολογία αποκαλείται «εισφορά κεφαλαίου» (capital levy) και αποτελεί μια από τις πιο άμεσες και δραστικές παρεμβάσεις του κράτους στην κεφαλαιακή συγκρότηση των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλει αυτόν τον φόρο. Η εισφορά αυτή απέδωσε άμεσα πάνω από 200 δις φόριντ, αρκετά για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι περιορισμού του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού δίχως νέες περικοπές και νέα μέτρα λιτότητας.
Οι τράπεζες ζήτησαν εναγωνίως την παρέμβαση του ΔΝΤ και της ΕΕ για να μην πληρώσουν την έκτακτη εισφορά, αλλά ματαίως. Παρά τις απειλές και τις προφητείες για ανήκουστες συνέπειες στο νόμισμα, η Ουγγρική κυβέρνηση προχώρησε και δεν συνέβη καμμιά καταστροφή στο φόριντ. Η αποφασιστικότητα και η συνέπεια νίκησαν τις κασσάνδρες της αγοράς, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα.
Η αγορά, παρά την τεράστια υπερτροφία της σήμερα, ή πιο σωστά λόγω κυρίως αυτής της υπερτροφίας, που έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή εσωτερική αστάθεια, μπορεί να πιέζει, να εκβιάζει και να απαιτεί μόνο εκεί που την παίρνει. Όσο υπάρχουν κυβερνήσεις, οικονομίες και χώρες που ξέρουν μόνο να υποτάσσονται σ’ αυτήν, που νιώθουν ότι δεν μπορούν να τα βάλουν μαζί της, που βιάζονται να υποχωρήσουν σε κάθε απαίτηση των αρπαχτικών της, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί και οι απαιτήσεις της αγοράς γίνονται όλο και πιο ασφυκτικές. Όταν μια κυβέρνηση, μια οικονομία, μια χώρα εμφανιστεί αρκετά αποφασισμένη να κρατήσει άλλη ρώτα από αυτήν που απαιτείται έξωθεν και άνωθεν, τότε η αγορά γρήγορα προσαρμόζεται στη νέα κατάσταση.
Η αγορά, ειδικά με τη σημερινή μορφή της, δεν είναι διατεθειμένη να κρατά «μανιάτικο», ούτε να διεξαγάγει βεντέτες με απώτερους στόχους. Δεν έχει την πολυτέλεια να το κάνει διότι τρέμει το κατρακύλισμα σ’ ένα νέο μεγάλο κραχ που μπορεί να πυροδοτηθεί ανά πάσα στιγμή και «δια ασήμαντον αφορμήν». Έτσι, βιάζεται πάντα να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και να ανακαλύψει άλλους τρόπους άλωσης του φρουρίου. Γι’ αυτό, και ενώ φάνηκε στην αρχή ότι η αγορά δεν πρόκειται να ανταποκριθεί στις εκδόσεις ομολόγων του Ουγγρικού κράτους, τελικά έφτασε να υπερκαλύπτει τις προσφερόμενες εκδόσεις του, κάνοντας το Bloomberg (3/8) να σχολιάσει με έκπληξη ότι «η Ουγγαρία αντλεί περισσότερα κεφάλαια απ’ ότι σχεδίαζε, με τα κόστη να πέφτουν.» Βάζοντας τέρμα στις παπαρολογίες ότι η Ουγγαρία θα αποκλειόταν από τις αγορές κεφαλαίου αφού τα έσπασε με το ΔΝΤ και την ΕΕ.
Δεν γνωρίζουμε μέχρι που θα φτάσει η κόντρα της Ουγγαρίας με το ΔΝΤ και την ΕΕ. Το σίγουρο είναι ότι ο Όρμπαν, αν και τυπικός δεξιός δημαγωγός, αποδείχτηκε πολύ πιο συνεπής για τη χώρα του από όλους μαζί τους σοσιαλιστές και τους κεντροαριστερούς που συνωστίζονται σήμερα στις κυβερνήσεις της ΕΕ. Όπως είναι σίγουρο ότι με τη στάση του αυτή άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Έθεσε εκ των πραγμάτων ένα ζήτημα πολύ ευρύτερο από τις όποιες πολιτικές σκοπιμότητες του ίδιου του Όρμπαν και το οποίο, σύμφωνα με τον ανταποκριτή των Times, είναι το εξής: «Η εθνική ανεξαρτησία, ειδικά των μικρότερων εθνών. Στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο και σε μια ευθυγραμμισμένη Ευρώπη, όπου οι Βρυξέλλες και το Στρασβούργο ασχολούνται συγκαλυμμένα με μια πρωτοφανή απαλλοτρίωση της πολιτικής και νομικής εξουσίας, η εθνική ανεξαρτησία έχει με κάποιο τρόπο μετατραπεί σε βρώμικη λέξη. Μπορεί η μοίρα μας να διαμορφώνεται όλο και πιο πολύ από τους παγκόσμιους χρηματιστές και τα πολυεθνικά ιδρύματα, αλλά δεν θυμάμαι κανέναν να έχει ψηφίσει γι’ αυτή τη διαδικασία, ή έστω να του δόθηκε αυτή η ευκαιρία.»
Δημήτρης Καζάκης Οικονομολόγος-αναλυτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου