Στο νησί της άγονης γραμμής του ΝΑ Αιγαίου δεν χτυπά κουδούνι στο σχολείο,
όμως υπάρχουν δύο θρανία, δύο μαθητές και μία δασκάλα.
Το καράβι δένει και η μπουκαπόρτα ανοίγει. Δέκα άνθρωποι στο λιμάνι χαιρετιούνται μεταξύ τους. Οι πέντε ανεβαίνουν στο πλοίο, τα βλέμματά μας διασταυρώνονται καθώς εμείς κατεβαίνουμε και μας εύχονται «καλή δουλειά». Είναι το συνεργείο ενός γερμανικού καναλιού που επισκέφτηκε τους Αρκιούς για να καταγράψει την καθημερινότητα του ακριτικού νησιού με τους λιγοστούς κατοίκους και το Δημοτικό Σχολείο με τους δύο μαθητές.
Στο λιμάνι μάς υποδέχεται η δασκάλα, Σύλια Δημητρακοπούλου. Μιλήσαμε μέρες πριν στο τηλέφωνο, να συνεννοηθούμε για το ταξίδι μας. Στην τελευταία μας επικοινωνία ρώτησε εάν ερχόμαστε με αυτοκίνητο. Της απαντώ αρνητικά και σχεδόν ανακουφισμένη λέει: «Ευτυχώς, γιατί ξέχασα να σας πω ότι εδώ δεν χρειάζεται αυτοκίνητο».
Περπατάμε για εφτά με οχτώ λεπτά από το λιμάνι προς την πλατεία, ενώ ο «Τρύπας» μάς προσπερνά με το τρίκυκλο, στο οποίο έχει ήδη φορτώσει τις αποσκευές μας. Στο τέρμα του δρόμου ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα δεύτερο λιλιπούτειο λιμάνι με λιγοστά καΐκια και ελάχιστα σπίτια τριγύρω. Ο ήλιος έχει χαθεί και χρειαζόμαστε επειγόντως έναν καφέ για να ζεσταθούμε. Η αλήθεια είναι πως όλοι χρειαζόμασταν αυτόν τον καφέ για έναν ακόμη λόγο: να σπάσει ο πάγος. Μία ώρα μετά, φαίνεται να το έχουμε καταφέρει, αφού ο καφές είχε δώσει τη θέση του στη ρακή και στο τραγανό χταπόδι που μας σέρβιρε ο «Τρύπας», ο ιδιοκτήτης της μοναδικής ταβέρνας που μένει ανοιχτή σχεδόν όλο τον χρόνο. Το ταξίδι μας είχε ξεκινήσει το μεσημέρι από το «Ελ. Βενιζέλος» με προορισμό τη Σάμο και από εκεί με καράβι για Αρκιούς. Τι κι αν έχει μπει η άνοιξη, ο Μάρτης είχε χειμωνιάτικη διάθεση εκείνο το βράδυ, με την υγρασία να μην αστειεύεται.
Ένα σχολείο χωρίς καθόλου φασαρία
Ένα από τα πρώτα πράγματα που προκαλούν το ενδιαφέρον είναι τα ψευδώνυμα με τα οποία ο ένας αποκαλεί τον άλλον. Το πρώτο βράδυ λοιπόν το περνάμε με τη «δασκάλα» (κανένας δεν την αποκαλεί με το όνομά της), τον «Τρύπα», την Κατρίνα, τον Τεό, και όχι μόνο, που μας κάνουν πολύ γρήγορα να νιώσουμε οικεία. Η τελευταία απογραφή έγινε το 2011 και ο αριθμός των κατοίκων έφτανε τους 44. Τους χειμερινούς μήνες βέβαια είναι αισθητά λιγότεροι. Η ώρα περνά γλυκά με ρακή και ιστορίες, όμως το πρωί πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς, οπότε λέμε «καληνύχτα».
Το επόμενο πρωινό μάς βρίσκει στο Δημοτικό Σχολείο των Αρκιών, ένα πολύ μικρό αλλά χαρούμενο, σαν κουκλόσπιτο, κτίριο. Λείπει όμως κάτι. Λείπει η φασαρία από τις παιδικές φωνές. Και αυτό γιατί οι μαθητές είναι μόλις δύο, ο Χρήστος και ο Παναγιώτης. Τα δύο αδέλφια είναι τα μοναδικά παιδιά που ζουν με την οικογένειά τους στο νησί και πηγαίνουν στο σχολείο. Ο Χρήστος είναι μαθητής της Β΄ τάξης του Δημοτικού, ενώ ο Παναγιώτης κανονικά φέτος θα πήγαινε στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου – καθώς όμως το νησί δεν έχει Γυμνάσιο, καλύπτει με τη βοήθεια της δασκάλας τα κενά από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, ευελπιστώντας την επόμενη χρονιά να τον στείλουν οι γονείς του στο Γυμνάσιο της Πάτμου.
«Η ησυχία ήταν το πρώτο πράγμα που έπρεπε να αντιμετωπίσω ερχόμενη στο νησί», μας λέει η δασκάλα. Παρ’ όλα αυτά, δεν το βάζει κάτω. Τα Χριστούγεννα στολίζουν δέντρο, ντύνονται τις Απόκριες και γιορτάζουν τα γενέθλιά τους μαζί. Στην ερώτησή μας ποιος έρχεται στις γιορτές που διοργανώνουν η απάντησή της είναι αφοπλιστική: «Εμείς οι τρεις».
Τα πιο μακρινά ταξίδια του Παναγιώτη και του Χρήστου είναι έως τη Λέρο και την Πάτμο. Ο πρώτος θέλει να γίνει υδραυλικός και ο δεύτερος δάσκαλος. Επιθυμία της δασκάλας τους είναι να πάνε εκδρομή και να δουν από κοντά όσα βλέπουν στις εικόνες των βιβλίων. Λεωφόρους, φανάρια και μια παιδική παράσταση. «Συχνά έρχομαι αντιμέτωπη με το εξής δίλημμα, να τους μάθω ποια ρήματα γράφονται με -αι ή να τους εξηγήσω γιατί χρειάζεται ένα φανάρι στους δρόμους...» Εκείνο όμως που την απασχολεί περισσότερο είναι η κοινωνικοποίηση των παιδιών, να παίξουν με συνομηλίκους τους, να αναπτύξουν τους δικούς τους κώδικες. Το σχολείο αποτελεί τη μοναδική παρουσία του ελληνικού Δημοσίου στο νησί. Η κ. Δημητρακοπούλου μάς εξηγεί πως ακόμα και για το γνήσιο της υπογραφής απευθύνονται σε εκείνη.
Κατά τ’ άλλα, η ζωή στο νησί κυλά ήρεμα και ο επισκέπτης δύσκολα καταλαβαίνει εάν πρόκειται για επιλογή ή για μονόδρομο. Στους Αρκιούς έρχεται καράβι κάθε μέρα από τα τριγύρω νησιά (Πάτμο, Λέρο, Λειψούς) εκτός από την Τρίτη. Οπως μας εξηγούν, θα προτιμούσαν να μην έχουν τόσα καράβια κάποιες μέρες, αλλά να έχουν ένα καράβι και την Τρίτη. «Το νησί δεν έχει γιατρό κι αν συμβεί κάτι αυτή την ημέρα και δεν έχει καράβι, τι θα κάνουμε;» ρωτούν με έκδηλη ανησυχία. Ξέρουν πως είναι πολυτέλεια να υπάρχει μόνιμος γιατρός. Ευελπιστούν όμως πως το ήδη υπάρχον ιατρείο θα ανακατασκευαστεί ώστε να μπορει ένας γιατρός να έρχεται μια φορά την εβδομάδα και να τους εξετάζει εκεί αντί στην ταβέρνα. Αυτό που ισχύει τώρα είναι ότι τους επισκέπτεται ένας στρατιωτικός γιατρός από τη Λέρο μια φορά το μήνα.
Για τις προμήθειές τους περιμένουν το κάθε καράβι που ίσως έχει φέρει την παραγγελία τους. Από τους Λειψούς παραγγέλνουν λαχανικά, από την Πάτμο κρέας και από τη Λέρο ψωμί, αυτό δηλαδή που οι περισσότεροι αποκαλούμε σούπερ μάρκετ.
Όπως στα περισσότερα ελληνικά νησιά, έτσι και στους Αρκιούς τα ξωκλήσια είναι διάσπαρτα, όμως δεν υπάρχει παπάς να τα λειτουργήσει. Ούτε καν αγιασμό δεν κάνουν την πρώτη μέρα στο σχολείο. Εκείνο όμως που μοιράζονται οι άνθρωποι μαζί μας είναι η επιθυμία τους να αποκτήσουν έστω ένα νεκροταφείο.
Η εικόνα το καλοκαίρι είναι διαφορετική. Όχι ότι ανοίγουν μαγαζιά και μπαράκια ή στήνονται ξαπλώστρες και πάρτι, αλλά έχει περισσότερη παρέα. Δεν είναι λίγοι οι Έλληνες και οι ξένοι που επιλέγουν να περάσουν τις διακοπές τους εκεί. Το δεύτερο και τελευταίο βράδυ μάς βρίσκει πάλι στην ταβέρνα του «Τρύπα», με τον Θοδωρή (κάτοικο του νησιού) να μας προσκαλεί να επιστρέψουμε το καλοκαίρι, καθώς τότε, όπως λέει, είναι ωραία.
Στις 11 το πρωί το καράβι φτάνει στο λιμάνι και πριν επιβιβαστούμε αποχαιρετιόμαστε με την υπόσχεση να βρεθούμε ξανά. Προορισμός μας η Σάμος. Μέσα στο πλοίο συναντάμε τα ίδια πρόσωπα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που είχαμε συναντήσει ερχόμενοι στους Αρκιούς, να κάθονται στις ίδιες θέσεις. Καθόμαστε κι εμείς στο ίδιο τραπεζάκι που καθόμασταν δύο μέρες πριν. Σουβενίρ για να πάρουμε από τους Αρκιούς δεν έχει, όμως μέσα σε 48 ώρες γνωρίσαμε ανθρώπους και μάθαμε λίγα πράγματα ο ένας για τη ζωή του άλλου. Κανένας δεν μίλησε για μνημόνια ή εκλογές. Θετικό ή αρνητικό, θα δείξει. Ισως και τα δύο.
Το καράβι δένει και η μπουκαπόρτα ανοίγει. Δέκα άνθρωποι στο λιμάνι χαιρετιούνται μεταξύ τους. Οι πέντε ανεβαίνουν στο πλοίο, τα βλέμματά μας διασταυρώνονται καθώς εμείς κατεβαίνουμε και μας εύχονται «καλή δουλειά». Είναι το συνεργείο ενός γερμανικού καναλιού που επισκέφτηκε τους Αρκιούς για να καταγράψει την καθημερινότητα του ακριτικού νησιού με τους λιγοστούς κατοίκους και το Δημοτικό Σχολείο με τους δύο μαθητές.
Στο λιμάνι μάς υποδέχεται η δασκάλα, Σύλια Δημητρακοπούλου. Μιλήσαμε μέρες πριν στο τηλέφωνο, να συνεννοηθούμε για το ταξίδι μας. Στην τελευταία μας επικοινωνία ρώτησε εάν ερχόμαστε με αυτοκίνητο. Της απαντώ αρνητικά και σχεδόν ανακουφισμένη λέει: «Ευτυχώς, γιατί ξέχασα να σας πω ότι εδώ δεν χρειάζεται αυτοκίνητο».
Περπατάμε για εφτά με οχτώ λεπτά από το λιμάνι προς την πλατεία, ενώ ο «Τρύπας» μάς προσπερνά με το τρίκυκλο, στο οποίο έχει ήδη φορτώσει τις αποσκευές μας. Στο τέρμα του δρόμου ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα δεύτερο λιλιπούτειο λιμάνι με λιγοστά καΐκια και ελάχιστα σπίτια τριγύρω. Ο ήλιος έχει χαθεί και χρειαζόμαστε επειγόντως έναν καφέ για να ζεσταθούμε. Η αλήθεια είναι πως όλοι χρειαζόμασταν αυτόν τον καφέ για έναν ακόμη λόγο: να σπάσει ο πάγος. Μία ώρα μετά, φαίνεται να το έχουμε καταφέρει, αφού ο καφές είχε δώσει τη θέση του στη ρακή και στο τραγανό χταπόδι που μας σέρβιρε ο «Τρύπας», ο ιδιοκτήτης της μοναδικής ταβέρνας που μένει ανοιχτή σχεδόν όλο τον χρόνο. Το ταξίδι μας είχε ξεκινήσει το μεσημέρι από το «Ελ. Βενιζέλος» με προορισμό τη Σάμο και από εκεί με καράβι για Αρκιούς. Τι κι αν έχει μπει η άνοιξη, ο Μάρτης είχε χειμωνιάτικη διάθεση εκείνο το βράδυ, με την υγρασία να μην αστειεύεται.
Ένα σχολείο χωρίς καθόλου φασαρία
Ένα από τα πρώτα πράγματα που προκαλούν το ενδιαφέρον είναι τα ψευδώνυμα με τα οποία ο ένας αποκαλεί τον άλλον. Το πρώτο βράδυ λοιπόν το περνάμε με τη «δασκάλα» (κανένας δεν την αποκαλεί με το όνομά της), τον «Τρύπα», την Κατρίνα, τον Τεό, και όχι μόνο, που μας κάνουν πολύ γρήγορα να νιώσουμε οικεία. Η τελευταία απογραφή έγινε το 2011 και ο αριθμός των κατοίκων έφτανε τους 44. Τους χειμερινούς μήνες βέβαια είναι αισθητά λιγότεροι. Η ώρα περνά γλυκά με ρακή και ιστορίες, όμως το πρωί πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς, οπότε λέμε «καληνύχτα».
Το επόμενο πρωινό μάς βρίσκει στο Δημοτικό Σχολείο των Αρκιών, ένα πολύ μικρό αλλά χαρούμενο, σαν κουκλόσπιτο, κτίριο. Λείπει όμως κάτι. Λείπει η φασαρία από τις παιδικές φωνές. Και αυτό γιατί οι μαθητές είναι μόλις δύο, ο Χρήστος και ο Παναγιώτης. Τα δύο αδέλφια είναι τα μοναδικά παιδιά που ζουν με την οικογένειά τους στο νησί και πηγαίνουν στο σχολείο. Ο Χρήστος είναι μαθητής της Β΄ τάξης του Δημοτικού, ενώ ο Παναγιώτης κανονικά φέτος θα πήγαινε στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου – καθώς όμως το νησί δεν έχει Γυμνάσιο, καλύπτει με τη βοήθεια της δασκάλας τα κενά από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, ευελπιστώντας την επόμενη χρονιά να τον στείλουν οι γονείς του στο Γυμνάσιο της Πάτμου.
«Η ησυχία ήταν το πρώτο πράγμα που έπρεπε να αντιμετωπίσω ερχόμενη στο νησί», μας λέει η δασκάλα. Παρ’ όλα αυτά, δεν το βάζει κάτω. Τα Χριστούγεννα στολίζουν δέντρο, ντύνονται τις Απόκριες και γιορτάζουν τα γενέθλιά τους μαζί. Στην ερώτησή μας ποιος έρχεται στις γιορτές που διοργανώνουν η απάντησή της είναι αφοπλιστική: «Εμείς οι τρεις».
Τα πιο μακρινά ταξίδια του Παναγιώτη και του Χρήστου είναι έως τη Λέρο και την Πάτμο. Ο πρώτος θέλει να γίνει υδραυλικός και ο δεύτερος δάσκαλος. Επιθυμία της δασκάλας τους είναι να πάνε εκδρομή και να δουν από κοντά όσα βλέπουν στις εικόνες των βιβλίων. Λεωφόρους, φανάρια και μια παιδική παράσταση. «Συχνά έρχομαι αντιμέτωπη με το εξής δίλημμα, να τους μάθω ποια ρήματα γράφονται με -αι ή να τους εξηγήσω γιατί χρειάζεται ένα φανάρι στους δρόμους...» Εκείνο όμως που την απασχολεί περισσότερο είναι η κοινωνικοποίηση των παιδιών, να παίξουν με συνομηλίκους τους, να αναπτύξουν τους δικούς τους κώδικες. Το σχολείο αποτελεί τη μοναδική παρουσία του ελληνικού Δημοσίου στο νησί. Η κ. Δημητρακοπούλου μάς εξηγεί πως ακόμα και για το γνήσιο της υπογραφής απευθύνονται σε εκείνη.
Κατά τ’ άλλα, η ζωή στο νησί κυλά ήρεμα και ο επισκέπτης δύσκολα καταλαβαίνει εάν πρόκειται για επιλογή ή για μονόδρομο. Στους Αρκιούς έρχεται καράβι κάθε μέρα από τα τριγύρω νησιά (Πάτμο, Λέρο, Λειψούς) εκτός από την Τρίτη. Οπως μας εξηγούν, θα προτιμούσαν να μην έχουν τόσα καράβια κάποιες μέρες, αλλά να έχουν ένα καράβι και την Τρίτη. «Το νησί δεν έχει γιατρό κι αν συμβεί κάτι αυτή την ημέρα και δεν έχει καράβι, τι θα κάνουμε;» ρωτούν με έκδηλη ανησυχία. Ξέρουν πως είναι πολυτέλεια να υπάρχει μόνιμος γιατρός. Ευελπιστούν όμως πως το ήδη υπάρχον ιατρείο θα ανακατασκευαστεί ώστε να μπορει ένας γιατρός να έρχεται μια φορά την εβδομάδα και να τους εξετάζει εκεί αντί στην ταβέρνα. Αυτό που ισχύει τώρα είναι ότι τους επισκέπτεται ένας στρατιωτικός γιατρός από τη Λέρο μια φορά το μήνα.
Για τις προμήθειές τους περιμένουν το κάθε καράβι που ίσως έχει φέρει την παραγγελία τους. Από τους Λειψούς παραγγέλνουν λαχανικά, από την Πάτμο κρέας και από τη Λέρο ψωμί, αυτό δηλαδή που οι περισσότεροι αποκαλούμε σούπερ μάρκετ.
Όπως στα περισσότερα ελληνικά νησιά, έτσι και στους Αρκιούς τα ξωκλήσια είναι διάσπαρτα, όμως δεν υπάρχει παπάς να τα λειτουργήσει. Ούτε καν αγιασμό δεν κάνουν την πρώτη μέρα στο σχολείο. Εκείνο όμως που μοιράζονται οι άνθρωποι μαζί μας είναι η επιθυμία τους να αποκτήσουν έστω ένα νεκροταφείο.
Η εικόνα το καλοκαίρι είναι διαφορετική. Όχι ότι ανοίγουν μαγαζιά και μπαράκια ή στήνονται ξαπλώστρες και πάρτι, αλλά έχει περισσότερη παρέα. Δεν είναι λίγοι οι Έλληνες και οι ξένοι που επιλέγουν να περάσουν τις διακοπές τους εκεί. Το δεύτερο και τελευταίο βράδυ μάς βρίσκει πάλι στην ταβέρνα του «Τρύπα», με τον Θοδωρή (κάτοικο του νησιού) να μας προσκαλεί να επιστρέψουμε το καλοκαίρι, καθώς τότε, όπως λέει, είναι ωραία.
Στις 11 το πρωί το καράβι φτάνει στο λιμάνι και πριν επιβιβαστούμε αποχαιρετιόμαστε με την υπόσχεση να βρεθούμε ξανά. Προορισμός μας η Σάμος. Μέσα στο πλοίο συναντάμε τα ίδια πρόσωπα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που είχαμε συναντήσει ερχόμενοι στους Αρκιούς, να κάθονται στις ίδιες θέσεις. Καθόμαστε κι εμείς στο ίδιο τραπεζάκι που καθόμασταν δύο μέρες πριν. Σουβενίρ για να πάρουμε από τους Αρκιούς δεν έχει, όμως μέσα σε 48 ώρες γνωρίσαμε ανθρώπους και μάθαμε λίγα πράγματα ο ένας για τη ζωή του άλλου. Κανένας δεν μίλησε για μνημόνια ή εκλογές. Θετικό ή αρνητικό, θα δείξει. Ισως και τα δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου