Σεισμικές αλλαγές βασισμένες στο υπόδειγμα ανάλυσης του νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη, για την ισορροπία στην αγορά εργασίας και τη δημιουργία κινήτρων τόσο για ανέργους όσο και για επιχειρήσεις, αναμένεται να προκαλέσουν οι προτάσεις του στην έκθεση της ομώνυμης επιτροπής που δόθηκαν στη δημοσιότητα με τις νέες επεξεργασίες.
Πέρα από όσα έχουν γίνει ήδη γνωστά από τον περασμένο Ιούλιο για τις αλλαγές που προτείνει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με τη μερική ιδιωτικοποίηση, στην τελική εκδοχή της προτείνονται αλλαγές που διαπερνούν οριζόντια με παρεμβάσεις όλο το φάσμα της κοινωνικής πολιτικής, των επιδομάτων, της κατάρτισης και των εργασιακών σχέσεων.
Με την ανάγνωση του κειμένου μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι δεν μπορούν να υποστηριχθούν από το υφιστάμενο δυναμικό της κυβέρνησης Μητσοτάκη που στην πλειονότητά του συντηρεί τις πελατειακές σχέσεις με τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων και συνεχίζει να αξιοποιεί την επιδοματική πολιτική ως μέσο για τη διατήρησή του στον αφρό της επικαιρότητας, ακόμη κι αν η έκθεση, όπως αναφέρεται στον πρόλογο, «υιοθετεί μια μεσοπρόθεσμη οπτική». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός προχθές μάλλον προσπάθησε να απαλύνει τις αναμενόμενες εσωτερικές και εξωτερικές αντιδράσεις, υποβιβάζοντας την έκθεση στη γενικότητα ενός «οδικού χάρτη».
Πάντως, η «ισορροπία» των προτάσεων παραβιάζεται στα περισσότερα σημεία μέσα από τη μίξη λιγότερο ή περισσότερο νεοφιλελεύθερων συνταγών δοκιμασμένων σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία.
Ας δούμε όμως ποιες είναι οι σημαντικότερες προτάσεις πολιτικής, οι οποίες σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης «εάν εφαρμοστούν, τα ποσοστά ανεργίας μπορεί να πέσουν στο 6-7% για το σύνολο των εργαζομένων και στο 15% για τους νέους». Αν και, όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, επικαλούμενοι το σχέδιο Schröder-Hartz στη Γερμανία, «χρειάζεται περίπου μια 5ετία από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας για να μειωθεί η ανεργία σε αυτά τα επίπεδα».
- Ολα τα επιδόματα στη συσκευασία του ενός. Ενοποίηση όλων των επιδομάτων σε ένα, εκτός του επιδόματος ανεργίας, αναπηρίας και του στεγαστικού. Το ενοποιημένο επίδομα θα πρέπει να δίδεται σε ανθρώπους με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα, ακόμη κι αν εργάζονται, με ιδιαίτερη στόχευση τις μονογονεϊκές οικογένειες. Η διαχείρισή του θα γίνεται από τις φορολογικές αρχές και ο καθορισμός του σε σχέση και με το οικογενειακό επίδομα θα γίνεται από ειδική επιτροπή που θα έχει πρόσβαση σε ατομικά δεδομένα, όπως οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί. Η εκταμίευση θα γίνεται μηνιαία, αυτόματα, χωρίς αίτηση και χωρίς την παρέμβαση του υπ. Εργασίας. Στην εξέταση των τεκμηρίων δεν θα αποκλείεται η ρευστοποίηση ακίνητης περιουσίας που δεν βελτιώνει την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού(!)
- Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και επίδομα εργασίας. Η έκθεση Πισσαρίδη επισημαίνει ότι το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ) λειτουργεί ως αντικίνητρο για την εύρεση εργασίας γιατί διακόπτεται απότομα όταν το εισόδημα ξεπεράσει το όριο. Γι’ αυτόν το λόγο προτείνει τη σταδιακή μείωσή του, εφόσον ο άνεργος αυξάνει το εισόδημα από εργασία, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, όπου λειτουργεί αρνητική φορολογία για τους χαμηλούς μισθούς. Αυτήν τη χαμηλή φορολογική επιδότηση, η οποία αυξάνεται όταν αυξάνεται το εισόδημα αποκαλεί η έκθεση Επίδομα Εργασίας (ΕΕΡΓ). Αύξηση του εισοδήματος πάνω από ένα επίπεδο -που δεν προσδιορίζεται- θα οδηγεί στη σταδιακή μείωση έως και κατάργηση του επιδόματος.
Το επίδομα εργασίας, το οποίο θα συνδυάζεται με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για ένα χρονικό διάστημα, θα ισχύει μόνο για μισθωτή εργασία, θα εξαρτάται από τις αποδοχές και των δύο γονέων και θα αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών. Το κόστος του θα αναπληρωθεί «από τον εξορθολογισμό των άλλων επιδομάτων». - Αυξομειούμενο επίδομα ανεργίας. Προτείνεται το επίδομα ανεργίας να μην είναι σταθερό για 12 μήνες και συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό όπως είναι σήμερα, αλλά για μεν τους πρώτους 6 μήνες να ορίζεται στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού που είχε ο άνεργος στα προηγούμενα 3 έτη και με ανώτατο πλαφόν επιδόματος τα 1.200 ευρώ. Το ποσόν αυτό αντιστοιχεί σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ στον μέσο μηνιαίο μισθό των πλήρως απασχολουμένων. Αν ο άνεργος, μετά τους 6 μήνες δεν έχει βρει δουλειά θα λαμβάνει επίδομα ανεργίας για άλλους 6 μήνες στο ύψος που είναι σήμερα, δηλαδή στο 55% του κατώτατου μισθού. Η χρηματοδότηση του επιδόματος «θα μπορούσε να προέλθει από τα αποθεματικά του ΟΑΕΔ», αν φυσικά δεν εξανεμιστούν από τις συνεχείς μειώσεις των εισφορών.
- Στο κράτος ο λογαριασμός. Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει να επιβαρυνθεί το κράτος το κόστος των επιχειρήσεων τόσο για την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση όσο και την άδεια μητρότητας (τοκετού και λοχείας, ειδική εξάμηνη άδεια μετά τον τοκετό, άδεια φροντίδας παιδιού) αλλά να μην έχει λόγο για το πότε θα ξεκινήσει και θα λήξει η άδεια τοκετού. Επίσης, προτείνει επέκταση της άδειας πατρότητας και στον δημόσιο τομέα, καθώς και εξίσωση των παροχών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
- Υπερήλικες, και ιδιωτικές ασφαλιστικές. Μια νέα υποχρεωτική εισφορά από όλον τον πληθυσμό προτείνεται να καλύψει τη «βασική αλλά μακροχρόνια περίθαλψη σε κατάλληλο ίδρυμα» για τους υπερήλικες. Το πρόγραμμα μπορεί να συμπληρώνεται και από ιδιωτική συμμετοχή σε κέντρο επιλογής. «Τα ασφάλιστρα θα εισπράττονται μαζί με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και θα κατατίθενται σε ένα trust fund που θα τα επενδύει, κατανέμοντάς τα μεταξύ πολλών διαχειριστών ιδιωτικών κεφαλαίων, μαζί με τα κεφάλαια του κεφαλαιοποιητικού τμήματος των συντάξεων». Το σύστημα θα ισχύσει μόνο για όσους έχουν δηλωμένη εργασία.
- Κατώτατος μισθός χωρίς συμφωνία εργαζομένων-εργοδοτών. Κατά την πρόταση της έκθεσης Πισσαρίδη ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αποφασίζεται από ένα Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία (ώστε να μη συμπίπτει απαραίτητα με τον πολιτικό κύκλο μιας κυβέρνησης). Τα μέλη του Συμβουλίου θα πρέπει να είναι διαπρεπείς προσωπικότητες από τον πανεπιστημιακό χώρο και δεν θα πρέπει να εκπροσωπούν ομάδες συμφερόντων. Η πρότασή τους θα είναι δεσμευτική για την κυβέρνηση. «Θα μπορεί όμως να διατηρεί τη δυνατότητα να θέσει τον κατώτατο μισθό σε άλλο επίπεδο, δημοσιεύοντας μια επαρκή αιτιολόγηση για την απόκλιση από την πρόταση του Συμβουλίου».
- Πόσο πιο ελεύθερες απολύσεις;
Υπάρχει πάντα ένας εκλεπτυσμένος τρόπος να προτείνεις απελευθέρωση των απολύσεων. Η έκθεση Πισσαρίδη το διατυπώνει κομψά ως εξής: «Περιορισμοί στη δυνατότητα μιας επιχείρησης να μεταβάλει τον αριθμό των απασχολούμενων αποθαρρύνουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εμποδίζουν την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού προς επιτυχημένους και αναπτυσσόμενους τομείς και επιχειρήσεις»
Επίσης, προτείνεται και πάλι «ο εξορθολογισμός της χρήσης και του κόστους υπερωριών» και η κατάργηση της «εκ των προτέρων ενημέρωσης από τις επιχειρήσεις της υπερωριακής απασχόλησης για την κάλυψη έκτακτων αναγκών».
Τι αποκαλύπτει έρευνα του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»
Ανασφάλεια και αγωνία για το μέλλον
Την άλλη όψη, αυτήν της «επισφαλειοποίησης» της εργασίας, αποτυπώνει έρευνα που διεξήγαγε στις αρχές του μήνα το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς» σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών ProRata, με τίτλο «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα: Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας».
Еνδεικτική για την κατάσταση στην αγορά εργασίας εν μέσω πανδημίας η μη τήρηση των όρων εργασίας και της νομιμότητας από τους εργοδότες, όπως αποτυπώνεται στις απαντήσεις της έρευνας:
■ στο 35,1% των περιπτώσεων δεν τηρείται το συμφωνηθέν ωράριο εργασίας,
■ στο 24,1% δεν τηρείται η συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής του μισθού,
■ στο 14,9% δεν τηρείται το συμφωνηθέν ύψος του μισθού.
Επίσης, στο πεδίο του συλλογικού εργατικού δικαίου το 18,2% ανέφερε ότι ο εργοδότης δεν σεβάστηκε το δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία και το 12,5% το δικαίωμα στον συνδικαλισμό. Τέλος, το 27,7% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι ο εργοδότης τους παραβίασε τους κανόνες της εργασιακής ηθικής και συμπεριφοράς.
Η έρευνα του ινστιτούτου δίνει μια πρώτη εικόνα για το πώς αποτιμούν οι εργαζόμενοι την εμπειρία της τηλεργασίας. Αρνητικά σε ποσοστό 36,0% αποφαίνονται οι γυναίκες, έναντι 24,2% των ανδρών. Αντίθετα, οι άνδρες αποτίμησαν κυρίως θετικά (37,9%) ή ουδέτερα (36,8%) αυτήν την εμπειρία. «Προφανώς, το φαινόμενο αυτό σχετίζεται με την αυξημένη δυσκολία που παρουσίασε για τις εργαζόμενες γυναίκες -και ιδίως τις μητέρες- η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, όταν και οι δύο διαδραματίζονται στον χώρο του σπιτιού» εκτιμούν οι ερευνητές.
Από τις απαντήσεις όσων παρέχουν εξαρτημένη εργασία στον ιδιωτικό τομέα (μισθωτοί και απασχολούμενοι με «μπλοκάκι») όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες εργάστηκαν/εργάζονται από το σπίτι, προκύπτει ότι το 52,3% εργάστηκε περισσότερες ώρες χωρίς να πληρωθεί υπερωρίες, ενώ μόνο το 5,4% εργάστηκε παραπάνω ώρες και πληρώθηκε για αυτό.
Ταυτόχρονα, μόνο στο 34,2% των εργαζομένων δόθηκε ο κατάλληλος εξοπλισμός από τους εργοδότες τους, ενώ το 63,1% αναγκάστηκε είτε να προμηθευτεί με δική του πρωτοβουλία και δαπάνες ό,τι χρειαζόταν είτε να δουλέψει χωρίς το σύνολο του αναγκαίου εξοπλισμού. Στο 4,5% των εργαζομένων ο εργοδότης απαίτησε να έχουν ανοιχτή την κάμερα στον υπολογιστή τους, ώστε να μπορεί να ελέγχει την πορεία της εργασίας τους. Τέλος, στο 31,7% ο εργοδότης απαίτησε να παραμένουν στη διαθεσιμότητά του μετά το πέρας του ωραρίου τους, ακόμα και αν αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο.
Οπως αναφέρουν οι ερευνητές, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία Cisco σε 10.000 άτομα σε 12 αγορές της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Μέσης Ανατολής και δημοσίευσε το Reuters στις 14 Οκτωβρίου, 9 στους 10 εργαζομένους θα ήθελαν να συνεχίσουν και μετά την πανδημία να εργάζονται από το σπίτι μέσω τηλεργασίας.
«Σε αντίθετη κατεύθυνση κινούνται τα αποτελέσματα της έρευνάς μας. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος έχει ήδη εργαστεί ή εργάζεται με τηλεργασία, το 53,4% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η ενδεχόμενη γενίκευση του φαινομένου της τηλεργασίας στο μέλλον αποτελεί μια αρνητική εξέλιξη, έναντι του 37,7% που πιστεύει ότι αποτελεί μια θετική εξέλιξη».
Υψηλός παραμένει και ο βαθμός ανασφάλειας, καθώς ένας στους τρεις (32,7%) απασχολούμενους με οποιοδήποτε καθεστώς θεωρεί «πολύ» ή «αρκετά πιθανό» να χάσει τη δουλειά του ή να κλείσει η επιχείρηση.
Περισσότερο ανασφαλείς εμφανίζονται οι εργαζόμενοι με «μπλοκάκι», αφού περισσότεροι από τους μισούς (52,7%) θεωρούν «πολύ» ή «αρκετά πιθανό» να χάσουν την τρέχουσα εργασία τους, ακολουθούμενοι από τους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό (40,9%) και τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (38,8%) και τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό (33,4%). Αντίθετα, πολύ περισσότερο ασφαλείς αισθάνονται οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει και εκεί ένα σημαντικό ποσοστό (16,3%) που θεωρεί ότι κινδυνεύει να χάσει την εργασία του τους επόμενους 12 μήνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου