Σε μελέτη
του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) [1] αναφέρονται τα εξής
ενδιαφέροντα στοιχεία:
Η αξιολόγηση του επίπεδου εκπαίδευσης στην Ελλάδα, των υποδομών γνώσης και του εθνικού συστήματος καινοτομίας, και η σύγκριση με άλλα κράτη είναι εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία και ξεφεύγει από τους στόχους του άρθρου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ[2], η Ελλάδα κατατάσσεται 32η ανάμεσα στα 37 κράτη που εξετάζονται αναφορικά με τις άμεσες κρατικές ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις για έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) και τα φορολογικά κίνητρα για Ε&Α (για το έτος 2013). Επιπροσθέτως, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία, ανάμεσα σε 37 εξεταζόμενες χώρες, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για Ε&Α στις επιχειρήσεις (33,3% των ακαθάριστων εγχώριων δαπανών για Ε&Α, ενώ για 27 χώρες το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 50%) (OECD, 2015a).
Αναφορικά με το επίπεδο εκπαίδευσης στην Ελλάδα, είναι αξιοσημείωτο ότι παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ (OECD, 2016), το 47% του πληθυσμού ηλικίας 18 ετών φοιτούσε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το έτος 2014, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Νότια Κορέα ανάμεσα στα 33 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ για τα οποία υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία (ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 18%). Το αντίστοιχο ποσοστό για την ηλικία των 19 ετών είναι 54% (μέσος όρος ΟΟΣΑ 33%), το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Νότια Κορέα και την Ιρλανδία, ενώ για την ηλικία των 20 ετών είναι 55% (μέσος όρος ΟΟΣΑ 39%), το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Νότια Κορέα, την Ιρλανδία και τη Σλοβενία.Επιπροσθέτως, το 26% των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προέρχεται από τα πεδία των φυσικών επιστημών και της μηχανικής, στοιχείο που κατατάσσει την Ελλάδα 6η ανάμεσα στις 40 εξεταζόμενες χώρες (OECD, 2015a). Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα αντιστοιχούν 5,8 κάτοχοι διδακτορικού τίτλου σπουδών ανά 1.000 άτομα ηλικίας 25-64, στοιχείο που κατατάσσει την Ελλάδα 21η ανάμεσα στις 34 χώρες που συμμετέχουν στη μελέτη (OECD, 2015a)[3].
Μία συνοπτική εικόνα αναφορικά με την ύπαρξη ταλαντούχου και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα παρουσιάζεται μέσα από τα στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ (OECD, 2015a). Στην Ελλάδα αντιστοιχούν 7,49 ερευνητές[4] ανά 1.000 εργαζόμενους για το έτος 2013 (21η ανάμεσα σε 36 χώρες) και συνολικά 10,84 απασχολούμενοι σε έργα έρευνας και ανάπτυξης (ερευνητές και τεχνικό και υποστηρικτικό προσωπικό) ανά 1.000 εργαζόμενους (24η ανάμεσα σε 34χώρες).
Μόλις το 13,9% των ερευνητών απασχολείται σε επιχειρήσεις (το μικρότερο ποσοστό μεταξύ των 36 χωρών που περιλαμβάνονται στην έρευνα), ενώ σε 30 από τις 36 υπό εξέταση χώρες το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο από 30%. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ερευνητών απασχολείται στην ανώτατη εκπαίδευση 65,2%, ενώ το 19,9% απασχολείται στην κυβέρνηση.
Σχόλιο: Γονείς που πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλα τους για να σπουδάσουν τα παιδιά τους έχουμε, ανθρώπους μορφωμένους έχουμε, κυβερνώντες ελεεινούς έχουμε, επιχειρηματίες σαλταδόρους και κρατικοδίαιτους έχουμε, μνημόνια έχουμε, εξαγωγή μορφωμένου εργατικού-επιστημονικού δυναμικού έχουμε, εξαγωγές ακατέργαστων υλών έχουμε, μνημόνια έχουμε, δημόσιες επενδύσεις με φιλολαϊκό σχεδιασμό και προσανατολισμό δεν έχουμε, και φυσικά, μέλλον δεν έχουμε. Αυτή η κοινωνία από όλους της τους πόρους κραυγάζει: Ανατροπή των σχεδιασμών τους, ανατροπή των επιλογών τους, ανατροπή των δεδομένων, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ παντού ο λαός, για τον λαό κυρίαρχο, για να κυριαρχήσουμε στο μέλλον μας.
Σχόλιο: Αλέξανδρος Καπακτσής
[1] Συμμετοχή και δυνατότητες της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας Θεόδωρος Τσέκερης Γεωργία Σκίντζη Ερευνητές του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)
[2].
[3] Τα στοιχεία για την Ελλάδα αφορούν το έτος 2013 και όσους έλαβαν διδακτορικό τίτλο σπουδών από το 1990 και μετά.
[4] Ως ερευνητές ορίζονται οι επαγγελματίες που δημιουργούν νέα γνώση, προϊόντα, υπηρεσίες, διαδικασίες, μεθόδους και συστήματα, και απασχολούνται άμεσα σε έργα έρευνας και ανάπτυξης.
Η αξιολόγηση του επίπεδου εκπαίδευσης στην Ελλάδα, των υποδομών γνώσης και του εθνικού συστήματος καινοτομίας, και η σύγκριση με άλλα κράτη είναι εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία και ξεφεύγει από τους στόχους του άρθρου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ[2], η Ελλάδα κατατάσσεται 32η ανάμεσα στα 37 κράτη που εξετάζονται αναφορικά με τις άμεσες κρατικές ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις για έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) και τα φορολογικά κίνητρα για Ε&Α (για το έτος 2013). Επιπροσθέτως, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία, ανάμεσα σε 37 εξεταζόμενες χώρες, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για Ε&Α στις επιχειρήσεις (33,3% των ακαθάριστων εγχώριων δαπανών για Ε&Α, ενώ για 27 χώρες το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 50%) (OECD, 2015a).
Αναφορικά με το επίπεδο εκπαίδευσης στην Ελλάδα, είναι αξιοσημείωτο ότι παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ (OECD, 2016), το 47% του πληθυσμού ηλικίας 18 ετών φοιτούσε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το έτος 2014, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Νότια Κορέα ανάμεσα στα 33 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ για τα οποία υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία (ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 18%). Το αντίστοιχο ποσοστό για την ηλικία των 19 ετών είναι 54% (μέσος όρος ΟΟΣΑ 33%), το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Νότια Κορέα και την Ιρλανδία, ενώ για την ηλικία των 20 ετών είναι 55% (μέσος όρος ΟΟΣΑ 39%), το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Νότια Κορέα, την Ιρλανδία και τη Σλοβενία.Επιπροσθέτως, το 26% των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προέρχεται από τα πεδία των φυσικών επιστημών και της μηχανικής, στοιχείο που κατατάσσει την Ελλάδα 6η ανάμεσα στις 40 εξεταζόμενες χώρες (OECD, 2015a). Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα αντιστοιχούν 5,8 κάτοχοι διδακτορικού τίτλου σπουδών ανά 1.000 άτομα ηλικίας 25-64, στοιχείο που κατατάσσει την Ελλάδα 21η ανάμεσα στις 34 χώρες που συμμετέχουν στη μελέτη (OECD, 2015a)[3].
Μία συνοπτική εικόνα αναφορικά με την ύπαρξη ταλαντούχου και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα παρουσιάζεται μέσα από τα στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ (OECD, 2015a). Στην Ελλάδα αντιστοιχούν 7,49 ερευνητές[4] ανά 1.000 εργαζόμενους για το έτος 2013 (21η ανάμεσα σε 36 χώρες) και συνολικά 10,84 απασχολούμενοι σε έργα έρευνας και ανάπτυξης (ερευνητές και τεχνικό και υποστηρικτικό προσωπικό) ανά 1.000 εργαζόμενους (24η ανάμεσα σε 34χώρες).
Μόλις το 13,9% των ερευνητών απασχολείται σε επιχειρήσεις (το μικρότερο ποσοστό μεταξύ των 36 χωρών που περιλαμβάνονται στην έρευνα), ενώ σε 30 από τις 36 υπό εξέταση χώρες το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο από 30%. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ερευνητών απασχολείται στην ανώτατη εκπαίδευση 65,2%, ενώ το 19,9% απασχολείται στην κυβέρνηση.
Σχόλιο: Γονείς που πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλα τους για να σπουδάσουν τα παιδιά τους έχουμε, ανθρώπους μορφωμένους έχουμε, κυβερνώντες ελεεινούς έχουμε, επιχειρηματίες σαλταδόρους και κρατικοδίαιτους έχουμε, μνημόνια έχουμε, εξαγωγή μορφωμένου εργατικού-επιστημονικού δυναμικού έχουμε, εξαγωγές ακατέργαστων υλών έχουμε, μνημόνια έχουμε, δημόσιες επενδύσεις με φιλολαϊκό σχεδιασμό και προσανατολισμό δεν έχουμε, και φυσικά, μέλλον δεν έχουμε. Αυτή η κοινωνία από όλους της τους πόρους κραυγάζει: Ανατροπή των σχεδιασμών τους, ανατροπή των επιλογών τους, ανατροπή των δεδομένων, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ παντού ο λαός, για τον λαό κυρίαρχο, για να κυριαρχήσουμε στο μέλλον μας.
Σχόλιο: Αλέξανδρος Καπακτσής
[1] Συμμετοχή και δυνατότητες της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας Θεόδωρος Τσέκερης Γεωργία Σκίντζη Ερευνητές του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)
[2]
[3] Τα στοιχεία για την Ελλάδα αφορούν το έτος 2013 και όσους έλαβαν διδακτορικό τίτλο σπουδών από το 1990 και μετά.
[4] Ως ερευνητές ορίζονται οι επαγγελματίες που δημιουργούν νέα γνώση, προϊόντα, υπηρεσίες, διαδικασίες, μεθόδους και συστήματα, και απασχολούνται άμεσα σε έργα έρευνας και ανάπτυξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου