Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Γιάννης Ρίτσος: Ένα ίνδαλμα των εφηβικών μας χρόνων Για τα 20 χρόνια απουσίας του

Γράφει ο Θοδωρής Σαρηγιάννης

Στο Καρλόβασι αντάμωσα ξανά τον Πυθαγόρα.
Δάσκαλε – του είπα – ποιος είναι ο αριθμός μου;
Κοίταξε τ’ άστρα. Εννέα - είπε.
Τρίστιχα 31.3.1982
Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι απόψε.
Είναι καλό το φεγγάρι. Δε θα φαίνεται
που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου.
Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η Σονάτα του σεληνόφωτος

Αληθινά βιβλική φυσιογνωμία. Επιβλητικός, αρχοντικός, «ωραίος ως Έλλην». Πάντοτε περιποιημένος, καλοντυμένος και κομψότατος, όπως άλλωστε και ο γραφικός του χαρακτήρας με τα εκπληκτικά Βυζαντινά του γράμματα («Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»).

Η κόρη του Έρη εξομολογείται: «Γενικά δεν ήθελε να μου επιβάλλει πράγματα. Είχε την άποψη πως “μεγαλώνοντας το παιδί θα ανακαλύψει αυτά που του χρειάζονται” έτσι δεν με πίεσε ποτέ να κάνω ή να διαβάσω κάτι».

Αγαπούσε τα παλιά έπιπλα σαν την παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα της «Σονάτας του σεληνόφωτος», όπου κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα.

Δήλωνε φίλος του ποδοσφαίρου. Δεν έχανε ποτέ ματς αγγλικού ποδοσφαίρου από την τηλεόραση. Πιο νέος έπαιξε ο ίδιος ποδόσφαιρο στον «Άτλαντα», στα Θυμαράκια, στη γειτονιά του Αγίου Νικολάου στην Αθήνα.

Τον θυμάμαι να μπαίνει στη θάλασσα για να κολυμπήσει με αγέρωχο ύφος και περήφανο βλέμμα στην παραλία κάτω από το Μεσαίο Καρλόβασι. Έβγαινε από τη θάλασσα, έκανε ηλιοθεραπεία και διάβαζε επί ώρες Όμηρο και Γαλλική Λογοτεχνία. Μερικές φορές, που τον είχα πλησιάσει, ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου, που ήμουν φοιτητής Φιλοσοφικής τότε. Διέθετε εύστοχο χιούμορ, σαρκασμό και σχολίαζε πολιτικές καταστάσεις και προσωπικότητες με χαμόγελο και ειρωνεία.

Τον είχα δει, πολλές φορές, στο ίδιο σημείο, αλλά και να κάθεται στο «θρόνο του Ρίτσου» το απόγευμα καθώς απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα. Την ώρα εκείνη της περισυλλογής δεν τολμούσα να τον ενοχλήσω ούτε με μια καλησπέρα. Το βλέμμα του χανόταν στον ορίζοντα, στο απέραντο γαλάζιο, κοιτάζοντας τη Χίο ή τη Μικρά Ασία, την Ιωνία…

Στην περιοχή Ποτάμι, πολλές φορές, τον έβλεπα μαζί με τη Γαρυφαλίτσα, την αξέχαστη σύντροφό του γιατρό με τα πλούσια ψυχικά της χαρίσματα και την κόρη τους Έρη να χαίρεται το μπάνιο του με ανείπωτη ευχαρίστηση και ευτυχία.

Μετά το μπάνιο μάζευε προσεκτικά τις πέτρες που θα ζωγράφιζε αργότερα, τέχνη που του δίδαξε η χαράκτρια Βάσω Κατράκη στη Γυάρο, στον «Κρανίου τόπο» της εξορίας.

Έπειτα από χρόνια, σε εκδρομή με τα παιδιά του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου Σάμου, επισκεφτήκαμε το εργαστήρι αγγειοπλαστικής του Βασίλη Κοντορούδα. Τα παιδιά θαύμασαν εκστατικά τη γωνιά με τα έργα του Γιάννη Ρίτσου.

Πολλές φορές, τον έβλεπα να απολαμβάνει τους ρομαντικούς περιπάτους του στο μόλο του Λιμανιού, στο Καρλόβασι μαζί με τη Γαρυφαλίτσα και την κόρη τους Έρη.

Εκείνες τις δεκαετίες γίνονταν αρκετές κεφάτες διασκεδάσεις σε Κέντρα, στο Λιμάνι. Ο Ρίτσος αγκαλιά με την κόρη του Έρη έξω από τα Κέντρα κοίταζε και θαύμαζε τους λαϊκούς χορευτές. Αισθανόταν ότι ταυτίζεται, ότι γίνεται ένα μ’ αυτούς τους γνήσιους και αυθεντικούς ανθρώπους.

Μια από τις συνήθεις διαδρομές του που τον γοήτευε ιδιαιτέρως ήταν το γραφικό Παλαιό Καρλόβασι και η εκπληκτική πανοραμική θέα από την Αγία Τριάδα.

Ένας άλλος αγαπημένος του περίπατος ήταν στην οδό του Αγίου Νικολάου ως τη θάλασσα με τα περίφημα νεοκλασικά αρχοντικά, που διατηρούν, ως σήμερα, ζωντανή την αισθητική τους ομορφιά. Συνέχιζε κατόπιν την πορεία του προς τα επιβλητικά κτίρια των Βυρσοδεψείων του Καρλοβάσου, που περιεργαζόταν επί ώρες. Έγραφε κι ο Ρίτσος μια άλλη «Ιστορία ενός δρόμου».

Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι του ποιήματος “Της Επαρχίας”:
Τα σύννεφα τρέχουν.
Τα πουλιά περνούν πάνω απ’ τις στέγες.
Μάζεψαν τα παιδιά∙ φτιάξαν μια χορωδία.
Τα βράδια
κάνουνε δοκιμές, με μιαν ασετυλίνη,
στα παλιά βυρσοδεψεία.
Απ’ τα σπασμένα τζάμια βγαίνει
το τραγούδι στο βρεγμένο δρόμο.
Πιο πέρα συναγμένα
τα σκυλιά της γειτονιάς, κρυφακούνε.
Έρχεται ο καβαλάρης∙ ξεπεζεύει∙
κατεβάζει ένα κοφίνι,
τ’ αφήνει ανάμεσα στους πάγκους.
Φεύγει. Σταματάει το τραγούδι.
Κόβουν τους σπάγκους∙ ανοίγουν το κοφίνι:
Μια κεφαλή γαϊδάρου
ωραία στεφανωμένη με χρυσόχαρτα
από πακέτα τσιγάρων.
Ύστερα βγαίνουν τα παιδιά στο δρόμο
λυπημένα και άγρια.

«Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα», Καρλόβασι 13.2.1969

Στιγμές ευτυχίας, χαλάρωσης, ανεμελιάς μαζί με την κορούλα του Έρη, αν εξαιρέσουμε κάποιες παρενθέσεις που λαχτάρησε από κάποιες αδιαθεσίες της, πέρασε ο Γιάννης Ρίτσος στα Πλατανάκια της Σάμου. Έμενε στο διώροφο του Γιώργου Διολέτη. Άλλοτε έμενε και έτρωγε στον «Παράδεισο» του Παναγιώτη Κατσούρη από το Καρλόβασι και μετά του Μιλτιάδη Φώλα. Μερικές φορές πάλι έτρωγε στην «Κόλαση» του Ξενοφώντα και της Ζαφειρώς Ζαφείρη. Το τοπίο τον γοήτευε. Έκανε κάποιους αξέχαστους περιπάτους στη μαγευτική περιοχή «Αηδόνια». Βάδιζε αρκετά στο δρόμο προς το ωραιότατο χωριό, το “μπαλκόνι” της Σάμου, τους Μανωλάτες.

Τις εμπειρίες του από τις ευτυχισμένες στιγμές στα Πλατανάκια αποτυπώνει ανάγλυφα στους στίχους του:

Τραγούδι για τη Χαρά
Αχ, αχ, χαρά – χρυσά νερά
αχ κι η χαρά φωνάζει το αχ -
χρυσά νερά τα χέρια τους,
άσπρα νερά τα μέτωπά τους -
. . .
μας πήρε ο γαλαξίας στο ρέμα του -
άσπρα νερά, χρυσά νερά, γλυκά νερά
και τα φουστάνια τους σταθήκανε
σαν άσπρα σύννεφα
πάνω απ’ της νύχτας τα νερά.
-----------------------------------------------
Γυμνά τα πόδια τους γυμνά,
γυμνά τα στήθια τους γυμνά,
γυμνή η κοιλιά -
χαρά, χαρά, χρυσά νερά
σκιερά νερά, κι ένα γαλάζιο τρίγωνο
καταμεσίς στην ερημιά.
Κάναμε το σταυρό μας και σταθήκαμε -
αχ, δύσκολα, βαθιά, μαύρα νερά,
- φόβος και πόνος η χαρά.

«Γενική Δοκιμή», Πλατανάκια Σάμου, Αύγουστος 1959

Στον Γιάννη Ρίτσο άρεσαν η φύση, τα λουλούδια, η θάλασσα, η Μονεμβασιά, το Γύθειο, το Καρλόβασι, τα Πλατανάκια. Ο Ρίτσος αγαπούσε με πάθος τη ζωή , την Ποίηση, την Τέχνη, την οικογένειά του, τα αδέλφια του, την αγαπημένη του Γαρυφαλίτσα, τη μονάκριβη κορούλα του Έρη.

Όμως στο Καρλόβασι παρέμεινε σε «κατ’ οίκον περιορισμό». Υπό επιτήρηση και στενή παρακολούθηση. Δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με κανέναν, ούτε από το νησί, ούτε από την Αθήνα ή το εξωτερικό.

Επομένως, τα όσα σημειώσαμε για κάποιες όμορφες στιγμές του ποιητή της «Ρωμιοσύνης» αποτελούν απλώς μια ευχάριστη παρένθεση στη ζωή του, η οποία, όπως είναι γνωστό, ήταν γεμάτη θυσίες, αντιξοότητες, ανυποχώρητο αγώνα, ταλαιπωρίες και δυσκολίες.

Από αυτή την ευχάριστη παρένθεση ο ποιητής προσπάθησε να αντλήσει δύναμη και αισιοδοξία για να μπορέσει να συνεχίσει τον πολυεπίπεδο αγώνα του.

Για μας πάντως, τους εφήβους της δεκαετίας του 1960, από το Καρλόβασι, ο Ρίτσος ήταν ένα πρότυπο, ένα υπόδειγμα ζωής, ένα ίνδαλμα, ένα σύμβολο πίστης σε ιδανικά.

Τον θαυμάζαμε, τον αγαπούσαμε, τον βλέπαμε με δέος και απεριόριστη εκτίμηση, εξαιτίας του πολύπτυχου λογοτεχνικού του έργου, που το χαρακτηρίζουν η επικαιρότητα και η διαχρονικότητα και έχει έντονα πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις αλλά και εξαιτίας των προοδευτικών θέσεων που εξέφραζε, οι οποίες είχαν πάντα ως κέντρο τον Άνθρωπο…

Δεν υπάρχουν σχόλια: