Με τα πλούσια άσπρα μαλλιά, τα ακατάστατα γένια, το λαμπερό βλέμμα και την αιώνια κιθάρα στα χέρια — έτσι θα τον θυμόμαστε τον τροβαδούρο Ζωρζ Μουστακί.
Ένα παιδί της Αλεξάνδρειας ήταν κι αυτός σαν τόσα άλλα και τόσο διαφορετικά στην ιδιοσυστασία, σπουδαία παιδιά που έβγαλε αυτή η πόλη των Πτολεμαίων, από τον Κωνσταντίνο Καβάφη μέχρι τον Μιχάλη Ράπτη. Κι άμα γεννιέσαι σε μια τέτοια πόλη, όπου κι πας, όσο μακριά κι αν ταξιδέψεις, παραμένεις Αλεξανδρινός, δηλαδή κοσμοπολίτης από κούνια, με το ταξίδι μέσα σου ήδη, καμωμένο εξαρχής.
Ένα παιδί της Μεσογείου ήταν ο Μουστακί γι αυτό και την τραγούδησε με τόσο πάθος αυτή τη μικρή θάλασσα με τους μεγάλους ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες.
Οι γονείς του ήταν έλληνες σεφαραδίτες εβραίοι από την Κέρκυρα με ρίζες από τη Μικρά Ασία, τη Ζάκυνθο, τα Γιάννενα — και με τόσες σκόρπιες εστίες καταλαβαίνει κανείς πως όπου και να σταθείς όπου και να ριζώσεις παραμένεις μέτοικος και νοσταλγός. Ο Μουστακί μεγάλωσε στο βιβλιοπωλείο των γονιών του και όπως ήταν επόμενο στο πολύγλωσσο παζάρι της προπολεμικής Αλεξάνδρειας συναναστράφηκε με άνεση και ευαισθησία πολλές κουλτούρες. Πήγε σε γαλλικό σχολείο, στο δρόμο άκουγε εγγλέζικα κι αραβικά ενώ στο σπίτι μιλούσαν ιταλικά. Κάπως έτσι, και στην περίπτωσή του ως παιδικό βίωμα, αρχίζει να αναπτύσσεται εκείνη «η ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» για την οποία μιλάει ο Καβάφης. Μια δράση που όσο πιο εσωτερικά και μυστικά συντελείται τόσο περισσότερο σε κάνει να απλώνεσαι σε μια οικουμενική εξωστρέφεια.
Καλοσυνάτη θλίψη
Στη Γαλλία όπου έμελλε να ζήσει ο Μουστακί πήγε το 1951, μικρός, δεκαεπτάχρονος, και αμέσως μαγεύτηκε από τον λεπταίσθητο τραγουδοποιό Ζωρζ Μπρασένς, χάριν του οποίου άλλαξε και τ’ όνομά του από Γιουσέφ σε Ζωρζ.
Γρήγορα άρχισε να γράφει τα δικά του τραγούδια, όμορφα κι απλά τραγούδια, με λυρισμό και βαθύτητα που σ΄ αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά. Και με τη δική του φωνή αλλά και με τις φωνές της Εντίθ Πιάφ, της Δαλιδά, της Μίλβα και τόσων άλλων αστέρων της εποχής, αυτά τα τραγούδια, η Μεσόγειος, το Milord και ο Μέτοικος, γυρίζουν την ψυχή του Μουστακί στην Ελλάδα και συνάμα αρχίζουν το ταξίδι τους στα πέρατα του κόσμου. Είχε πίσω και δίπλα του ο Ζωρζ Μουστακί μια σπουδαία γενιά τροβαδούρων και ποιητών, τον Λεό Φερέ, τον Ζακ Μπρελ και βέβαια τον Ζωρζ Μπρασένς. Απ αυτούς πήρε την τεχνική του πεζοτράγουδου, το καθημερινό σχόλιο στην εφημερίδα της τρέχουσας ζωής, τον κουβεντιαστό τόνο, την κυματιστή γραμμή της μελωδίας.
Ο Μουστακί όμως ένα απόθεμα βόρειας μελαγχολίας, κι έναν πότε-πότε άγριο κι απελπισμένο σκεπτικισμό που σιγοκαίει σ’ αυτούς τους δημιουργούς, τα διαχειρίστηκε με το δικό του τρόπο. Τα προίκισε με μια νωπότητα φλεγματική σχεδόν, τους προσέδωσε μιαν εντελώς δική του ήπια, καλοσυνάτη θλίψη, μια εγκαρτέρηση μεσογειακή, λουσμένη σε φως εξαγνιστικό και σε χρώματα απομεσήμερου. Αυτή η στοχαστική διάφανη και υγρή ματιά έφερε το δικό του προσωπικό στίγμα. Το στίγμα ενός ξεριζωμένου με βαθιές ρίζες, ενός μέτοικου στις πολιτείες του κόσμου, ενός πλάνητα κι ενός αθεράπευτου νοσταλγού της αθωότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου