Οι καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως και όλοι οι εργαζόμενοι στη χώρα, δέχονται ακόμη μία επίθεση από το Κράτος, με συμπαραστάτες τα ελεγχόμενα ή/και διαπλεκόμενα ΜΜΕ και κάθε λογής αφελή που αναπαράγει αβασάνιστα την επίσημη και απόλυτα αναμενόμενη «επιχειρηματολογία» τους.
Πέραν των συνεχών μειώσεων στους μισθούς τους (οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα έχουν τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρώπη) και την ολοένα και μεγαλύτερη μείωση των δαπανών για την Παιδεία (με στόχο να φτάσουν στο ιστορικό χαμηλό του 2,15% του ΑΕΠ το 2016), σήμερα αποφασίζουν την αύξηση των διδακτικών ωρών των εκπαιδευτικών ώστε να μειώσουν κατά τουλάχιστον 10.000 τις θέσεις εργασίας στην εκπαίδευση, απειλώντας με υποχρεωτικές μεταθέσεις και μετατάξεις σε υπηρεσίες άσχετες με το παιδαγωγικό έργο πιθανόν σε όμορους νομούς, αχρηστεύοντας έτσι εκπαιδευτικούς με κατάρτιση κι εκπαιδευτικό ζήλο.
Επόμενος στόχος είναι η συγχώνευση τμημάτων, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών σε κάθε τάξη. Σαν απάντηση, το συνδικαλιστικό όργανο των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αποφάσισε την κήρυξη 24ωρης απεργίας την πρώτη ημέρα των πανελλαδικών εξετάσεων στις 17 Μαΐου και πενθήμερη απεργιακή κινητοποίηση από Δευτέρα 20 Μαΐου έως Παρασκευή 24 Μαΐου.
Το υπουργείο Παιδείας, τα φιλικά προσκείμενα στην κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης και αρκετοί δημοσιογράφοι, πρόλαβαν φυσικά να θέσουν στο τραπέζι την απειλή της επιστράτευσης πριν καν ληφθεί η απόφαση για την απεργία, μεταθέτοντας την ένταση εντός της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας την λεγόμενη μέθοδο του «κοινωνικού αυτοματισμού».
Για ακόμα μια φορά το πολιτικό μετατράπηκε σε «συναισθηματικό», σε «ηθικό», σε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι τέλος πάντων, τυλίγοντας μέσα σ’ ένα απολίτικο τυπτογόνο ιστό τις άμεσα εμπλεκόμενες ομάδες και την υπόλοιπη κοινωνία. Κάνοντας τους, εν δυνάμει, απεργούς αντί να κληθούν να επιχειρηματολογήσουν, να πρέπει ν’ απολογηθούν για άλλα ζητήματα από τα ουσιαστικά και αλλού, τους μαθητές και τις οικογένειές τους να αισθανθούν μια κρυφή ικανοποίηση που δεν θα κληθούν να πάρουν θέση την κρίσιμη στιγμή, αιτιολογώντας κι αυτοί την στάση τους, τους υπόλοιπους επαγγελματικούς κλάδους να χασκογελάνε ή να χαζοθυμώνουν – αρκεί που δεν ενεπλάκησαν αυτοί, και όλους μαζί να αφήνονται διακριτικά χαρούμενοι στην όμορφη ιδέα του «έκανα ό,τι μπορούσα αλλά…τάδε ή τάδε».
Είναι δεδομένο πως κάθε απεργία είναι ένας μικρός ή μεγάλος εκβιασμός. Είτε με όχημα τους αγανακτισμένους οδηγούς στο δρόμο, είτε σταματώντας τις μηχανές των εργοστασίων, είτε μπλοκάροντας την μεταφορά των προϊόντων στα λιμάνια, ο εργαζόμενος προσπαθεί να εκβιάσει τον εργοδότη (είτε αυτός είναι ιδιώτης, είτε το Κράτος) διαμέσου της κοινωνικής πίεσης που προκαλείται.
Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως αυτός ο «εκβιασμός» έρχεται ως απάντηση ή ως αναγκαιότητα σε έναν διαρκή, αδηφάγο εκβιασμό που γίνεται από την εργοδοσία προς τους εργαζόμενους. Συνεπώς, κάθε απεργία, είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή νόμιμης άμυνας απέναντι στην λιγότερο εκλεπτυσμένη βία της εργοδοσίας. Βέβαια, κυρίως τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνήσεις βασίζονται, όπως προαναφέρθηκε, στον κοινωνικό αυτοματισμό, τη σύγκρουση δηλαδή μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, ώστε να αποδυναμώσουν επικοινωνιακά τους απεργούς και να δυσφημίσουν τον όποιο αγώνα τους. Πόσο σοφό θα ήταν, όμως, να στραφεί σήμερα η κοινωνία (για μια ακόμη φορά) εναντίον των εργαζομένων, και συγκεκριμένα ενάντια στους λειτουργούς της εκπαίδευσης;
Είναι δεδομένο πως το δημόσιο σχολείο νοσεί. Κι επίσης δεδομένο είναι πως ο εκπαιδευτικός δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Στην πλειοψηφία τους αποδέχθηκαν αδιαμαρτύρητα το status quo, το αναλυτικό αυτό πρόγραμμα που στοχεύει στην εκπαίδευση απολίτικων εργατών, την σχολική αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων, τις παρωχημένες “παιδευτικές” νοοτροπίες που χαρακτηρίζονται από δασκαλοκεντρισμό και αποστήθιση, που ναι μεν δεν υποστηρίζονται από τα αναλυτικά προγράμματα, αλλά είναι βαθιά ριζωμένα ως στερεότυπα των σχολικών διοικήσεων.
Αποδέχτηκαν ακόμα και την καλλιέργεια του ανταγωνισμού στην τάξη, συμβάλλοντας συνειδητά στη διαιώνιση της ανταγωνιστικής κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από αδηφαγία και πτυχιολαγνεία. Δεν αντέδρασαν στην κατ’ ουσίαν ιδιωτικοποίηση της παιδείας μέσω των φροντιστηρίων, στην εμπορευματοποίηση του έργου τους, στην απουσία κάθε δυνατότητας για έρευνα, ανακαλυπτική μάθηση, συνεργασία των μαθητών. Σημαίνουν όμως όλα αυτά πως πρέπει να κλοτσήσουμε τη δημόσια εκπαίδευση, και ν’ αφεθούμε στην άφιξη του μοντέλου «σχολείου-επιχείρησης», και «δασκάλου-manager» που έχει ήδη αποτύχει όπου εφαρμόζεται; Σημαίνουν όλα αυτά πως η κατάσταση μπορεί να διορθωθεί με χαμηλότερα αμειβόμενους, σκληρότερα εργαζόμενους, περισσότερο περιθωριοποιημένους εκπαιδευτικούς;
Είναι βέβαιο πως πολλά θα ακουστούν για τους εκπαιδευτικούς, τίποτε όμως για την ίδια την Παιδεία. Θα θρηνούνε οι βολεμένοι στα τηλεπαράθυρα για την «ομηρία των μαθητών και των οικογενειών τους» , πουθενά όμως δεν θ’ ακουστεί τίποτε για την απελπισία των μαθητών που ετοιμάζονται να εξεταστούν. Των μαθητών που δεν ελπίζουν σε τίποτε, βλέποντας τις σπουδές που πάντα ονειρεύονταν να μην είναι ικανές να τους προσφέρουν ούτε μία θέση εργασίας ή, ακόμη περισσότερο, τη δυνατότητα για μια κάπως πιο γλυκιά ζωή και τα πανεπιστήμια να παράγουν καθημερινούς επισκέπτες των γκισέ του ΟΑΕΔ. Των μαθητών που συμβιβάστηκαν με τ΄αποστειρωμένα σχολικά βιβλία, αποστήθισαν τις αποσυνδεδεμένες από κάθε πρακτική εφαρμογή γνώσεις και τώρα ετοιμάζονται να ανταγωνιστούν χιλιάδες συνομήλικους τους, μ’ εναν καθηγητή σε ρόλο ασφαλίτη πάνω απ’ το κεφάλι τους και με το άγχος να τους να σφίγγει τα πνευμόνια. Ο κάθε μαθητής, σε κάθε γωνιά της χώρας, αναρωτιέται αυτές τις μέρες: «αξίζει να κουραστεί κανείς γι’ αυτό το όνειρο»;
Τα όνειρα των μαθητών, τα όνειρα των εκπαιδευτικών, τα όνειρα των γονέων, δεν είναι από άλλο παραμύθι. Ο μαθητής έχει ανάγκη έναν δάσκαλο δημιουργικό, που μπαίνει στην τάξη χωρίς να δέχεται τις τρικλοποδιές του Κράτους. Ο δάσκαλος χρειάζεται τον μαθητή που θα είναι ελεύθερος να αλληλεπιδράσει με τη νέα γνώση, που θα συνδιαμορφώσει το σχολικό πρόγραμμα, που θ’ αναζητήσει την ικανοποίηση των ενδιαφερόντων του. Ο γονιός χρειάζεται ένα σχολείο που θα προσφέρει στο αναπτυσσόμενο παιδί, όλες τις αναγκαίες κοινωνικές, γνωστικές, συναισθηματικές δεξιότητες.
Αν λοιπόν κάθε απεργία απαξιώνεται στα μάτια ολόκληρης της κοινωνίας μέσα από την επικοινωνιακή διαδικασία που αναφέρθηκε παραπάνω ή καταστέλλεται εκ των προτέρων με προαναγγελία επιστράτευσης των μελλοντικών… απεργών, στερούμενη έτσι κάθε κλαδικής, κινηματικής αλλά και ουσιαστικής στοχοθεσίας, ίσως ήρθε η στιγμή να επιχειρήσουν οι εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί, σε συνεργασία με τους μαθητές, να επανατοποθετήσουν το πρόβλημα στην σωστή του βάση, επιστρέφοντας το μπαλάκι στην κυβέρνηση: η απεργία πρέπει να (απο)δείξει ότι δεν είναι μια κίνηση απελπισμένων επαιτών που βάζει ως ενδιάμεσους τους μαθητές, αλλά μια αναγκαία πρακτική που όχι μόνο θα μπορούσε να βελτιώσει κάποια από τα κακώς κείμενα της παιδείας, αλλά, πολύ περισσότερο, η μόνη εύλογη και πολιτικά-κοινωνικά-ηθικά δικαιωμένη επιλογή απέναντι στις απόλυτα αντικοινωνικές επιλογές της κυβέρνησης που θα αποβούν ζημιογόνες για όλη την κοινωνία.
Το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό, είναι ζήτημα της ίδιας της εκπαιδευτικής κοινότητας. Θα μπορούσε να προωθηθεί η ανακαλυπτική μάθηση; Θα μπορούσε η εκάστοτε τοπική κοινωνία να συμμετέχει στη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος, ώστε να συνδεθεί η παιδεία με την καθημερινή ζωή των μαθητών και τις ιδιαιτερότητες της κάθε κοινότητας; Θα ήταν δυνατόν να προωθηθεί η θεατρική αγωγή που θα συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων; Θα ήταν εφικτή η ανάπτυξη των σχέσεων του παιδιού με τη φύση, μέσω μίας αποτελεσματικής και ανοιχτής περιβαλλοντικής εκπαίδευσης; Μπορούν να επανεξεταστούν οι σχέσεις καθηγητή-μαθητή, καθώς και οι κτιριακές υποδομές που θυμίζουν πανομοιότυπες φυλακές; Θα μπορούσε μέσω ολιστικής αξιολόγησης κι όχι στείρας βαθμολογίας, που κάνει τους μαθητές δείκτες-πιόνια σε κλίμακα, να ανατροφοδοτούνται οι γνώσεις και να καλλιεργούνται οι δεξιότητες όλων των μαθητών; Θα μπορούσε να καταστεί άχρηστη για τους μαθητές η παραπαιδεία μέσω της κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων; Είναι δυνατή η προώθηση της ατομικότητας του κάθε μαθητή, είτε αυτός έχει ετερογενή μαθησιακά χαρακτηριστικά, είτε διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες, είτε διαφορετική μητρική γλώσσα, με διαφοροποιημένες κι αλληλέγγυες παιδαγωγικές στρατηγικές;
Αν έχουμε φτάσει στο σημείο μια απεργία να πρέπει ν’ αποδείξει στην «δια μέσω των ΜΜΕ κοινωνία» ότι είναι δίκαιη, λες και είναι η γυναίκα του Καίσαρα…., θα πρέπει οι άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς, να είναι σε θέση να στηρίξουν την επιλογή τους μέχρι τέλους (και πρώτα απ’ όλα μέσα τους), να αναζητήσουν συμμάχους εκεί που η κυβέρνηση κατασκεύασε εχθρούς, να καταφέρουν να επιβάλλουν τις θέσεις τους, τόσο επικοινωνιακά όσο και στην πράξη.
Ονειρευόμαστε μια απεργία που, όταν πάνε οι μπάτσοι να επιδώσουν τα φύλλα επιστράτευσης στους απεργούς καθηγητές, θα βρεθούν μπροστά σε απεργιακές επιτροπές στις οποίες θα συμμετέχουν και μαθητές. Μπορείτε; Μπορούν; Μπορούμε; Αν όχι, ας συνεχιστούν μέσα από τις οθόνες οι φιλολογικές τηλε-συζητήσεις και οι σικέ εικονομαχίες από πολιτικάντηδες, συνδικαλισταράδες, κομματάρχες, κλαίουσες μανάδες και κάθε άσχετο. Αν ναι, υπάρχει χρόνος για αυτοοργάνωση και αντεπίθεση.
Ζούμε όλοι μας υπό τις συνθήκες ενός προσωπικού πολέμου. Καιρός ν’ αντιληφθούμε πως ο πόλεμος αυτός είναι συλλογικός. Είτε θα νικήσουμε όλοι μαζί, είτε θα χάσουμε ο καθένας τον δικό του, μικρό ή μεγάλο, πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου