Εισήγηση που παρουσιάστηκε στην ημερίδα που διοργάνωσαν για την αξιολόγηση οι Παρεμβάσεις – Κινήσεις – Συσπειρώσεις Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης στις 23 – 2 – 2014 στο Μαράσλειο Διδασκαλείο
Η εισήγηση μου χωρίζεται σε δύο μέρη. Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή για την αξιολόγηση γενικά στη σημερινή συγκυρία και με βάση αυτό το γενικό πλαίσιο θα επικεντρωθώ στο Π. Δ. για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Η επιλογή αυτή παρουσίασης προκύπτει από την ίδια τη εκπαιδευτική συγκυρία που βιώνουμε.
Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι το Π.Δ. για την ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού σε καμιά περίπτωση δεν εξαντλεί το ζήτημα της αξιολόγησης στην εκπαίδευση, συνολικά, από την άποψη της κυβερνητικής πολιτικής. Αποτελεί επιμέρους ψηφίδα σε ένα ευρύτερο δίκτυο αξιολογικών μηχανισμών και ρυθμίσεων, όπως η γενίκευση της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και η καθιέρωση κεντρικών αξιολογικών μηχανισμών και αναφέρομαι ειδικότερα στη θεσμοθέτηση της περιβόητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ).
Κατά συνέπεια, υπάρχει ήδη ένα ευρύ νομοθετικό πλαίσιο που στοχεύει στη διαμόρφωση ενός πολυεπίπεδου και αλληλοτροφοδοτούμενου μηχανισμού κρατικού ελέγχου των υποκειμένων και των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δεν πρόκειται ασφαλώς για μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Σύμφωνα με το δίκτυο Ευρυδίκη της Ε.Ε. η κοινή τάση όλων των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων είναι η ομογενοποίηση και τυποποίηση των εκπαιδευτικών διαδικασιών γύρω από ένα σύνολο κοινών αξιολογικών κριτηρίων και η αντίστοιχη ανάπτυξη ενός μεγάλου αριθμού θεσμικών φορέων και διοικητικών κέντρων που είναι υπεύθυνα για τον έλεγχο του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών – πολύ- ανταποδοτικότητα (multi-accountability) είναι ο όρος της ευρωενωσιακής εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας, εμείς μπορούμε αντίστοιχα να μιλάμε για ολοκληρωτική αξιολόγηση με βάση την ανάλυση Μαυρογιώργου. Αντίστοιχες θυμίζω είναι και οι προτάσεις του ΟΟΣΑ το 2011, για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Το πρώτο που μπορούμε να πούμε, εισαγωγικά, είναι ότι δεν είναι πρώτη φορά που ερχόμαστε ως εκπαιδευτικό κίνημα αντιμέτωποι με την πολιτική της αξιολόγησης. Με την κατάργηση του επιθεωρητισμού, κάτω από την πίεση και τους αγώνες του εκπαιδευτικού και του ευρύτερου λαϊκού κινήματος την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, ξεκίνησε, αμέσως σχεδόν, από τη μεριά της αστικής τάξης, η συζήτηση για τον έλεγχο των εκπαιδευτικών και την αναγκαιότητα διασφάλισης αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου των εκπαιδευτικών πρακτικών. Ο εκδημοκρατισμός, επομένως, του σχολείου που επέβαλλε το λαϊκό κίνημα έπρεπε, εξαρχής, να εξισορροπηθεί, να περιοριστεί και τελικά να ακυρωθεί μέσα στο πλαίσιο των δεδομένων αστικών επιλογών για το σχολείο.
Η σημαντική αλλαγή θα έρθει ωστόσο τη δεκαετία του 90. Η συζήτηση για την αξιολόγηση θα τεθεί μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και της προσπάθειας καπιταλιστικής ανασυγκρότησης των εκπαιδευτικών συστημάτων, σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, με βάση τις αρχές της αγοράς και της επιχειρηματικότητας. Οι εκθέσεις της Ε.Ε., της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ θα αποτελέσουν από εδώ και στο εξής το μοναδικό οδικό μεταρρυθμιστικό χάρτη για όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα, ενώ η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά ,θα φέρει στο προσκήνιο την αναγκαιότητα εναρμόνισης των εκπαιδευτικών συστημάτων, γύρω από ένα σύνολο κοινών εκπαιδευτικών προτάσεων: ελεύθερη επιλογή σχολείου, ταξική διαφοροποίηση σχολικών μονάδων, ανταγωνιστικές μορφές χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης και αντίστοιχα σε επίπεδο περιεχομένου και ιδεολογίας την επιστροφή στα λεγόμενα “βασικά”, την προώθηση της εργασιακής ευελιξίας και την εμπέδωση μιας “ευρωπαϊκής συνείδησης”, η οποία φιλτράρεται επιλεκτικά, με βάση τις αναγκαιότητες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η αξιολόγηση και οι σύστοιχες έννοιες της αποτελεσματικότητας- αποδοτικότητας που τη συνοδεύουν, θα γίνουν κεντρικές, αφενός γιατί προωθούν τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και αφετέρου γιατί διασφαλίζουν τον αποφασιστικό κρατικό έλεγχο στο πεδίο της γνώσης και της κουλτούρας. Η συζήτηση και η πολιτική για την αξιολόγηση, η υιοθέτηση του εκπαιδευτικού management και οι ατελείωτες αξιολογικές λίστες, κριτήρια και δείκτες, συνδέονταν παντού τις δύο τελευταίες δεκαετίες, με τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την εγκατάλειψη του κρατικού ενδιαφέροντος για τις κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες. (Αιμιλία)
Άρα οι σημερινές κρατικές πρωτοβουλίες για την αξιολόγηση, αξιοποιώντας την καπιταλιστική κρίση προσπαθούν να φέρουν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, έστω και ετεροχρονισμένα, ένα σύνολο γνωστών νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών ρυθμίσεων για το σχολείο που εφαρμόζονται εδώ και δύο δεκαετίες με διαφορετική ένταση και μέσα στο πλαίσιο της εθνικής ιδιαιτερότητας κάθε εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος, στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Αν θέλουμε τώρα να προσδιορίσουμε κάποια ιδιαίτερα στοιχεία στη σημερινή εκπαιδευτική συγκυρία μπορούμε να επικεντρωθούμε συνοπτικά σε τρία σημεία :
1. Η πολιτική για την αξιολόγηση υλοποιείται πάνω στο έδαφος της μεγαλύτερης καπιταλιστικής κρίσης των τελευταίων 80 χρόνων και της πρωτοφανούς, στην Ελλάδα, έντασης της επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας.
2. Η έννοια της αξιολόγησης σχετίζεται, όχι μόνο με το δημόσιο σχολείο, αλλά με τη συνολική καπιταλιστική ανασυγκρότηση των δημόσιων υπηρεσιών, στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός δημόσιου τομέα που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά, επιχειρηματικά κριτήρια και εργασιακές σχέσεις ολοκληρωτικής υποταγής και υπερεκμετάλλευσης. Η λεγόμενη κουλτούρα της αξιολόγησης που διαπερνά πλέον όλο τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο (παραδείγματα), επιχειρεί να νομιμοποιήσει τη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και την ελαστικοποίηση της εργασίας μέσω φαινομενικά ουδέτερων ποσοτικών στόχων και αξιολογικών κριτηρίων. Το πόρισμα της ομάδας Ματσαγγούρα που προετοίμασε ιδεολογικά το Π.Δ. ήταν πολύ συγκεκριμένο ως προς αυτή τη διάσταση, καθώς σημείωνε, με έμφαση, ότι «το ενδιαφέρον για την αξιολόγηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και του έργου των εκπαιδευτικών, καθώς και η θεσμοθέτηση ενός συστήματος αξιολόγησης στην Εκπαίδευση συνδέονται με τη συνολικότερη προσπάθεια αναμόρφωσης των λειτουργιών του ελληνικού κράτους(..)προκειμένου να επιτευχθεί, σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια και με ό, τι αυτό συνεπάγεται στο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, η δημοσιονομική προσαρμογή και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας». Νομίζω ότι δεν μπορούν να υπάρχουν αυταπάτες.
3. Τρίτον, η σημερινή επίθεση στον εκπαιδευτικό και το δημόσιο σχολείο, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 90 και τις αρχές του 21ου αιώνα, δε συνοδεύεται από κάποια συγκροτημένη αστική προγραμματική πρόταση για το σχολείο και την κοινωνία. Δεν υπάρχει πλέον κάποια μεγάλη εκπαιδευτική ή κοινωνική ιδέα που προωθεί η αξιολόγηση για παράδειγμα “κοινωνία της γνώσης”, διαθεματικότητα κτλ., που κυριαρχούσαν πριν δέκα χρόνια . Μολονότι, επομένως, δηλώνεται ότι ο σκοπός της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού τους έργου, προς όφελος της κοινωνίας και των μαθητών, πουθενά δεν μας παρέχεται ένας συνεκτικός ορισμός της «ποιοτικής εκπαίδευσης». Ποιο περιεχόμενο, ποιους εκπαιδευτικούς στόχους και σε τελική ανάλυση, ποια κοινωνία, υπηρετεί η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των εκπαιδευτικών;
Η απουσία των παραπάνω ορισμών δεν οφείλεται ασφαλώς σε κάποια μεθοδολογική αδυναμία ή αμέλεια. Ο ορισμός του μορφωτικού και πολιτικού περιεχομένου της «ποιοτικής εκπαίδευσης» θα μετατόπιζε αναπόφευκτα τη συζήτηση από τον ατομικό εκπαιδευτικό στην κυβερνητική πολιτική, ενώ είναι αδύνατον ο συγκεκριμένος ορισμός να είναι ταξικά ουδέτερος και ανεξάρτητος από τη σκληρή πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης και των πολιτικών όρων διαχείρισής της. Πίσω, λοιπόν, από τις αλληλεπάλληλες αξιολογικές ιεραρχίες και τις γενικόλογες αναφορές στην «ποιότητα» θα πρέπει να δούμε την προσπάθεια σταθεροποίησης, διαμέσου της αξιολόγησης, του αναπαραγωγικού ρόλου του αστικού σχολείου.
Β. Με βάση όλα τα προηγούμενα που φωτίζουν μακροδομικά το Π. Δ. για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού θα επικεντρωθώ τώρα πιο συγκεκριμένα στο ίδιο το Π. Δ.
Θα μπορούσαν ασφαλώς να ειπωθούν πάρα πολλά, λόγω της πίεσης του χρόνου, θα επικεντρωθώ σε δύο διαστάσεις. Στην συζήτηση στο τέλος μπορούν να αναδειχθούν πολλά περισσότερα :
α. στη γενική πολιτική του λογική β. Στην παιδαγωγική του συγκρότηση και στους περιγραφικούς ορισμούς του εξαιρετικού/ αποτελεσματικού εκπαιδευτικού που επιχειρεί να θεμελιώσει και να νομιμοποιήσει .
Σε σχέση με την πρώτη διάσταση (γενική πολιτική λογική) το Π. Δ. συγκροτεί ένα αυστηρά ιεραρχημένο πλαίσιο γραφειοκρατικού ελέγχου, με σκοπό τη διαπίστωση του βαθμού εμπέδωσης της κρατικής εξουσίας στο πεδίο της άμεσης εκπαιδευτικής πρακτικής. Κάθε ανώτερη διοικητική κλίμακα ελέγχου αξιολογείται και κρίνεται από την ικανότητά της να ελέγχει τις κατώτερες, να διασφαλίζει τη λειτουργικότητα του συστήματος και την απρόσκοπτη εφαρμογή της κρατικής πολιτικής, προλαμβάνοντας, μάλιστα, πιθανές αντιθέσεις που μπορεί να δημιουργεί η κρατική πολιτική στην εκπαίδευση. Η διασφάλιση της πειθαρχίας και η σταθεροποίηση της κρατικής εξουσίας είναι το κύριο ενδιαφέρον, διαμέσου της διαμόρφωσης ενός ενιαίου, συγκεντρωτικού ιεραρχικά δομημένου μηχανισμού επόπτευσης.
Φέρνω ένα μόνο παράδειγμα για να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα. Επιλέγω τους διευθυντές των σχολικών μονάδων : πολύ καλός είναι αυτός που «ενημερώνει τα μέλη του συλλόγου διδασκόντων για κάθε θεσμική αλλαγή, παρέχει ανάλογες διευκρινίσεις και παρακολουθεί την ορθή εφαρμογή των εγκυκλίων..» ενώ εξαιρετικός «όταν εισηγείται καινοτομικές και άλλες προσεγγίσεις που θεωρεί ότι μπορεί να βελτιώσουν την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου και την καλύτερη εφαρμογή των εγκυκλίων».
Από αυτό το σύντομο παράδειγμα μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι ιδιότητες που αμείβονται είναι η ικανότητα να υλοποιείται, από κάθε ιεραρχική κλίμακα, η όποια κρατική πολιτική.
Στα πλαίσια, επομένως, του διοικητισμού και της γραφειοκρατικοποίησης των ρόλων και των αρμοδιοτήτων που καθιερώνει το Π.Δ., δεν μπορεί να υπάρξει καμιά μορφή δημοκρατικού ελέγχου και κίνησης από τα κάτω προς τα πάνω. Όπου οι ιεραρχικά κατώτεροι έχουν λόγο, αυτός συνίσταται στην παροχή ενημέρωσης στο κέντρο εξουσίας για την αποδοτικότερη λειτουργία του συνολικού συστήματος. Διαμορφώνεται από τις αλλεπάλληλες αξιολογικές κλίμακες μια πολιτική τεχνολογία κρατικού ελέγχου που στοχεύει στη δέσμευση κάθε διοικητικής βαθμίδας στην υλοποίηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής για το σχολείο, μετατοπίζοντας διαρκώς την πίεση προς τα κάτω με τελικό αποδέκτη τον εκπαιδευτικό. Οι λέξεις δημοκρατία, παιδαγωγική αυτονομία, αντιπαράθεση, κριτική στην κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική είναι έννοιες άγνωστες και εχθρικές στο γραφειοκρατικό σύμπαν που συγκροτεί το Π.Δ. Το γενικό σύνθημα κάπως απλοϊκά είναι πειθάρχηση και συμμόρφωση.
Μια άλλη σημαντική πολιτική διάσταση του Π.Δ. είναι η εξατομίκευση των ευθυνών για την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου. Η “ποιότητα” έχει μια μόνο σημαντική μεταβλητή: τον ατομικό εκπαιδευτικό. Με βάση το Π.Δ. άμεση προτεραιότητα δεν είναι η εξέταση των αναλυτικών προγραμμάτων, των εκπαιδευτικών στόχων, της χρηματοδότησης του σχολείου και της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος, πόσο μάλλον της επίδρασης της κοινωνικοοικονομικής ανισότητας στα σχολικά αποτελέσματα, αλλά σε ποιο βαθμό η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική πραγματώνεται από τον ατομικό εκπαιδευτικό σε επιθυμητά αποτελέσματα.
Ο μεθοδολογικός ατομικισμός του Π.Δ. είναι, συνεπώς, πολιτικά ιδιαίτερα παραγωγικός, καθώς αθωώνει την κυβερνητική πολιτική για το σχολείο μετατοπίζοντας την ευθύνη για τη σχολική αποτυχία στις ατομικές ανεπάρκειες των εκπαιδευτικών. Παράλληλα, αναδεικνύει ότι πίσω από τον τεχνοκρατικό λόγο του υπουργείου που παρουσιάζεται με ένα εκσυγχρονιστικό μανδύα υπάρχει ένας βαθύς συντηρητισμός. Το Π.Δ. προωθεί μια πολιτική παθολογικοποίησης των κοινωνικών προβλημάτων, σύμφωνα με την οποία τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να αναχθούν στις προσωπικές «ανεπάρκειες-παθογένειες» συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων ή ατόμων (οι «συντεχνίες», οι τεμπέληδες εκπαιδευτικοί, οι «μετανάστες», οι οροθετικές γυναίκες του Λοβέρδου, υπάρχει μια ατελείωτη λίστα ανάλογα με τη συγκυρία).
Αυτός ακραίος συντηρητισμός, που μας πηγαίνει πολλές δεκαετίες πίσω, συχνά μας διαφεύγει, λόγω και της δικής μας αποκλειστικής επικέντρωσης στον τεχνοκρατισμό των επιχειρούμενων αλλαγών και την επιχειρηματική αγοραία λογική τους. Παντού ωστόσο οι νεοσυντηρητικοί υποστήριξαν την τεχνολογία του δημόσιου μάνατζμεντ παρά τις φαινομενικές εντάσεις που ενυπάρχουν, καθώς διαμέσου του μάνατζμεντ μπόρεσαν να ενισχύσουν όλους τους παραδοσιακούς μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, δαιμονοποιώντας παράλληλα τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους . Σήμερα δεν μιλάνε ανοικτά για την εθνική απειλή των κομμουνιστών δασκάλων και των μαλλιαρών που απειλούν τη μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, οι ανεπάρκειες ωστόσο των ατομικού εκπαιδευτικού και η υπερπολιτικοποίηση του κλάδου των εκπαιδευτικών ασφαλώς και απειλούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, δηλαδή την απρόσκοπτη εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής.
Η αυταρχική αυτή όψη του Π.Δ., σε συνδυασμό με το νέο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, τις ρυθμίσεις Μανιτάκη κτλ. θα πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο. Δεν είναι απλά και μόνο το εύκολο πρόσχημα των απολύσεων. Αυτή είναι μια υπαρκτή και πολύ σημαντική διάσταση. Δηλώνει όμως και κάτι πολύ ευρύτερο: Να μπει ένα τέλος στη ριζοσπαστική πολιτική παρακαταθήκη της Μεταπολίτευσης, δηλαδή στη μερική ικανότητα των κοινωνικών κινημάτων να επιβάλλουν τους όρους τους στην πολιτική εξουσία Και εμείς γνωρίζουμε ότι το εκπαιδευτικό κίνημα στο σύνολο του, παρά τις όποιες ανεπάρκειες του, έχει σφραγίσει αποφασιστικά τη συγκεκριμένη περίοδο. Η πειθάρχηση του εκπαιδευτικού επομένως έχει ευρύτερες πολιτικές στοχεύσεις σε σχέση με τον κοινωνικό συσχετισμό κεφαλαίου-εργασίας.
Σε σχέση τώρα με τη παιδαγωγική συγκρότηση και τους περιγραφικούς χαρακτηρισμούς που επιχειρεί να καθιερώσει το Π.Δ., εισερχόμαστε δηλαδή στο πεδίο που προσεγγίσει πιο άμεσα το πεδίο της παιδαγωγικής μας καθημερινότητας.
Το Π.Δ. καθιερώνει τη διπλή αξιολόγηση του εκπαιδευτικού: διοικητική που διενεργείται από το διευθυντή της σχολικής μονάδας και εκπαιδευτική που υλοποιείται από τους σχολικούς συμβούλους. Για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών χρησιμοποιείται τετράβαθμη περιγραφική κλίμακα. Η ένταξη του αξιολογούμενου σε κάθε βαθμίδα της περιγραφικής κλίμακας συνεπάγεται τον ποιοτικό του χαρακτηρισμό: ελλιπής, επαρκής, πολύ καλός και εξαιρετικός. Οι ποιοτικοί χαρακτηρισμοί αντιστοιχίζονται με μια βαθμολογική κλίμακα 0 εώς100 ( ελλιπής 0-30, επαρκής 31-60, πολύ καλός 61-80 και εξαιρετικός 81-100). Στη βάση αυτής της διπλής αξιολόγησης και της τετράβαθμης περιγραφικής κλίμακας, το Π.Δ. προχωράει στη διαίρεση του εκπαιδευτικού και υπαλληλικού έργου σε πέντε διακριτά αξιολογικά πεδία που τα ίδια διαιρούνται σε επιμέρους υποκατηγορίες αξιολογικών κριτηρίων. Πρόκειται για μια μεθοδολογική προσέγγιση που εφαρμόζεται και στην περίπτωση της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, εκεί έχουμε τομείς που εξειδικεύονται σε δείκτες και κάθε δείκτης αποτιμάται σε επιμέρους κριτήρια.
Το Π. Δ. για την αξιολόγηση, όπως και το πρόγραμμα για την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας βασίζονται, επομένως, σε μια πολύ συγκεκριμένη προσέγγιση του εκπαιδευτικού έργου και σε μια σύστοιχη παιδαγωγική θεωρία που και μεγάλη ιστορία έχουν στην εκπαίδευση και κάθε άλλο παρά αθώες και ταξικά ουδέτερες είναι. Η διαίρεση του εκπαιδευτικού έργου σε επιμέρους κατηγορίες και λίστες αξιολογικών κριτηρίων, ο σαφής προσδιορισμός επιθυμητών ιδιοτήτων και συμπεριφορών σε κάθε επιμέρους αξιολογικό κριτήριο, στη βάση προκαθορισμένων εκπαιδευτικών στόχων και η δυνατότητα ακριβούς μέτρησης των επιθυμητών αποτελεσμάτων, κατάγονται από την τεχνοκρατική θετικιστική εκπαιδευτική παράδοση που επικράτησε, αρχικά, τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου, στις Η.Π.Α., στο σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων. Ο Γιώργος Γρόλλιος έχει αναλύσει λεπτομερώς αυτή την εκπαιδευτική παράδοση που κατάγεται στη λογική του τεϋλορισμού για την οργάνωση της εργασίας στη μεγάλη βιομηχανία. Βιομηχανοποιείται ή όπως τονίζει ο Μ. Apple ήδη από τη δεκαετία του ’80, προλεταριοποιείται η εργασία μας.
Εν ολίγοις, το Π.Δ. αναπαράγει μια μακρά παράδοση εισαγωγής στην εκπαίδευση των πρακτικών του επιχειρηματικού μάνατζμεντ που συνοδεύονται από τη θετικιστική εμμονή στην τυποποίηση και ποσοτικοποίηση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών πρακτικών. Στη βάση των παραπάνω τεχνοκρατικών προσεγγίσεων βρίσκεται και μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τον ίδιο τον εκπαιδευτικό και το ρόλο του. Σε αυτό το μοντέλο εκπαίδευσης (παιδαγωγική του μάνατζμεντ σύμφωνα με το Ζιρού) ο εκπαιδευτικός παρουσιάζεται ως ένας υπάκουος δημόσιος υπάλληλος ο οποίος απλά εκτελεί τις προσταγές των άλλων.
Ευρύτερα ο στόχος του κράτους είναι η αποπολιτικοποίηση των εκπαιδευτικών πρακτικών και η απόσπαση των εκπαιδευτικών από κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το τι θεωρείται γνώση, τι αξίζει να διδάσκεται, πώς κρίνει κανείς το σκοπό της διδασκαλίας και πώς βλέπει κανείς το ρόλο του σχολείου σε μια κοινωνία ταξικά διαιρεμένη.
Τελευταίο αν και όχι λιγότερο σημαντικό. Μια βασική αδυναμία του Π. Δ. είναι η αδυναμία του να υπηρετήσει, με επιστημονική συνέπεια του, τους περιγραφικούς χαρακτηρισμούς που το ίδιο δημιουργεί. Η αδυναμία να υπηρετηθούν, με επιστημονική συνέπεια, οι αξιολογικές κατηγορίες του Π.Δ. έχει μεγάλη σημασία, όχι μόνο διότι αρκετοί εκπαιδευτικοί θα ταλαιπωρηθούν και θα στιγματιστούν, αλλά και γιατί μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη βαθύτερη πολιτική στόχευση του Π.Δ., που μικρή σχέση έχει με τη βελτίωση της «ποιότητας» της δημόσιας εκπαίδευσης.
Για να χρησιμοποιήσουμε λίγο την ανάλυση και του Χ. Αθανασιάδη, ο αριθμός των κριτηρίων αυξάνεται και η αυστηρότητα της διαδικασίας εντείνεται καθώς κατερχόμαστε από την κορυφή στην βάση της πυραμίδας, πράγμα που είναι πρωτοφανές αλλά συμβατό με τον πειθαρχικό έλεγχο που θέλει να επιβάλει το Π.Δ. Ένα παράδειγμα: Η περιγραφή των κριτηρίων και των διαδικασιών της αξιολόγησης των σχολικών συμβούλων καλύπτει 5 σελίδες , των εκπαιδευτικών 20 σελίδες. Έτσι για παράδειγμα ο εξαιρετικός εκπαιδευτικός της τάξης θα πρέπει να έχει περισσότερα προσόντα, ουσιαστικά και από τον περιφερειακό διευθυντή αλλά και από το σχολικό σύμβουλο. Με απλά λόγια ο εξαιρετικός σχολικός σύμβουλος ή περιφερειακός διευθυντής δεν πληρούν, κατ' ανάγκη, τα κριτήρια του εξαιρετικού εκπαιδευτικού. Ο εξαιρετικός Έλληνας / -νίδα εκπαιδευτικός πρέπει: «Να έχει εκδώσει ένα (1), τουλάχιστον, βιβλίο με ISBN, ή έχει συμμετάσχει σε δύο τουλάχιστον, συλλογικούς τόμους και να έχει δημοσιεύσει ένα (1), τουλάχιστον, άρθρο σε περιοδικό με κριτές». Δηλαδή πρέπει να έχει προσόντα που αντιστοιχούν σε ένα υποψήφιο λέκτορα του πανεπιστήμιου για να μπορεί χωρίς φόβο να εργάζεται στο δημόσιο σχολείο.
Η συγκεκριμένη επιλογή δεν είναι τυχαία, ασφαλώς, πέρα από τον ανεκδοτολογικό της χαρακτήρα, επιδιώκει να δημιουργήσει ένα καθεστώς “μόνιμης ανεπάρκειας” για κάθε εκπαιδευτικό. Διαβάζοντας το Π.Δ. και την σκόπιμα περίτεχνη γλώσσα του ο κάθε εκπαιδευτικός πρέπει να νιώθει ανασφαλής, προκειμένου να γενικευτεί ο φόβος και άρα να εξασφαλιστεί η πειθαρχία. Τα αξιολογικά κριτήρια του Π.Δ. μπορούν να καθηλώσουν οιονδήποτε δάσκαλο/-α σε χαμηλό βαθμό και συνακόλουθα σε χαμηλό μισθό, χωρίς αυτός να μπορεί αποτελεσματικά να διαμαρτυρηθεί, εφόσον η όποια ένστασή του θα προσκρούει πάντοτε σε κάποιο χωρίο του Προεδρικού Διατάγματος.
Ένα δεύτερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, όποιον μελετήσει λίγο πιο προσεκτικά τους ποιοτικούς χαρακτηρισμούς των εκπαιδευτικών στα διάφορα επιμέρους αξιολογικά κριτήρια, είναι ότι οι διαφοροποιήσεις μεταξύ του «επαρκούς», «πολύ καλού» και «εξαιρετικού» εκπαιδευτικού είναι αρκετές φορές μάλλον φραστικές, παρά ουσιαστικές. Αν μάλιστα κάποιος λάβει υπόψη του και τη βαθμολογική κλίμακα που ξεκινάει από το 31 και φτάνει στο 100 (για τους τρεις συγκεκριμένους ποιοτικούς χαρακτηρισμούς), είναι προφανής η αδυναμία διαμόρφωσης ασφαλών κριτηρίων για την ταξινόμηση των εκπαιδευτικών, πόσο μάλλον για τη βαθμολογική ιεράρχησή τους. Άρα το στοιχείο της αυθαιρεσίας είναι κομβικό για την ανάλυση του Π.Δ.
Λόγω χρόνου ένα μόνο πάλι παράδειγμα. Στο κριτήριο των στόχων και περιεχομένου, κατά τον προγραμματισμό και την προετοιμασία της διδασκαλίας, ο επαρκής εκπαιδευτικός «διαμορφώνει και διατυπώνει με σαφήνεια διδακτικούς στόχους και αντίστοιχες δραστηριότητες κατάλληλες για την τάξη του και στηρίζεται για την προετοιμασία του περιεχομένου της διδασκαλίας στο πρόγραμμα σπουδών» , αντίθετα ο εξαιρετικός «επιλέγει, κατά τον μακρο – προγραμματισμό, κεντρικές έννοιες, ιδέες, οπτικές και δεξιότητες που θα διατρέχουν ευρύτερες ενότητες του μαθήματος και διατυπώνει, κατά τον μικρο – προγραμματισμό, στόχους που προωθούν τη μεταγνωστική ανάπτυξη και την επιστημολογική και την κοινωνική κριτική των πρακτικών παραγωγής και εφαρμογής των γνώσεων και δεξιοτήτων, προσαρμοσμένων πάντοτε στην ηλικία των μαθητών».
Για το σκοτεινό λόγο του Π.Δ. και την αγωνία του ο σκοτεινός λόγος του να νομιμοποιήσει κάποια επιστημοσύνη έχουμε ήδη αναφερθεί. Φαινομενικά, ωστόσο ένα μεγάλο χάσμα φαίνεται να χωρίζει τους δύο ποιοτικούς χαρακτηρισμούς στο συγκεκριμένο αξιολογικό κριτήριο. Αυτό που φαίνεται, ωστόσο, να ξεχνάνε οι συντάκτες του Π.Δ. είναι ότι το πρόγραμμα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο «επαρκής» εκπαιδευτικός είναι το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και τα αντίστοιχα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ) που περιλαμβάνουν την οργάνωση της ύλης γύρω από κεντρικές διαθεματικές έννοιες που διατρέχουν –θεωρητικά τουλάχιστον- ευρύτερες ενότητες μαθημάτων, ενώ η μεταγνωστική ικανότητα αποτελεί κεντρική στην παρουσίαση κάθε επιμέρους ενότητας. Άρα, εάν ο επαρκής εκπαιδευτικός τηρεί πράγματι το πρόγραμμα σπουδών υλοποιεί, στην πράξη, ό, τι και ο εξαιρετικός εκπαιδευτικός ή διαφορετικά διατυπωμένο, ο εξαιρετικός εκπαιδευτικός είναι ο επαρκής εκπαιδευτικός του ΔΕΠΠΣ και των ΑΠΣ.
Πέρα από το συγκεκριμένο παράδειγμα, συχνά, το Π.Δ. προβάλλει αντιφατικά μεταξύ τους παιδαγωγικά κριτήρια που εύκολα μπορούν να αυτοαναιρεθούν, πόσο μάλλον όταν η εκτίμησή τους, κρίνεται από ένα μόνο πρόσωπο το σχολικό σύμβουλο, μετά παρακολούθηση δύο διδασκαλιών. Για παράδειγμα, αλλού τονίζεται η εφαρμογή του αναλυτικού και ωρολόγιου προγράμματος και η πιστή χρήση του σχολικού βιβλίου, αλλού υμνείται η πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού να προσαρμόσει τη μαθησιακή διαδικασία στις ανάγκες των μαθητών του, αλλού απαγορεύεται ο διδακτισμός σε αξιακά ζητήματα και αλλού υπάρχει η προτροπή ανάδειξης των επιστημονικών και επιστημολογικών αντιπαραθέσεων επί του διδακτέου θέματος και οι κοινωνικο-ηθικές προεκτάσεις τους. Φτάνει να αναλογιστούμε το μάθημα της ιστορίας (για παράδειγμα την αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο στην Στ΄ Δημοτικού) για να δούμε πόσο αντιφατική είναι η τελευταία θέση και πόσο εύκολα η παράθεση των επιστημολογικών αντιπαραθέσεων και των κοινωνικο-ηθικών τους προεκτάσεων μπορεί να εκληφθεί ως ηθικός διδακτισμός και πρόθεση πολιτικής καθοδήγησης των μαθητών.
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, κάλλιστα, ένας σχολικός σύμβουλος μπορεί να αξιολογήσει θετικά έναν εκπαιδευτικό που παραμένει πιστός στα όρια του αναλυτικού προγράμματος και των απαιτήσεων του, με τις όποιες προσαρμογές απαιτούνται, με βάση την κοινωνική σύνθεση των μαθητών του, ενώ κάποιος άλλος -θεωρητικά τουλάχιστον- να εκτιμήσει στην πολιτικοποίηση, σχετικοποίηση ή και στην ανοικτή αμφισβήτηση της σχολικής γνώσης, την προσπάθεια ανάδειξης, από τη μεριά του εκπαιδευτικού, των σύνθετων σχέσεων γνώσης και εξουσίας που διαπερνούν, όχι μόνο την εκπαίδευση, αλλά και το ίδιο το πεδίο της επιστήμης.
Συμπερασματικά, οι αξιολογικές διακρίσεις του Π.Δ. είναι αφηρημένες και δε βασίζονται σε κάποια συνεκτική παιδαγωγική θεωρία για τον εκπαιδευτικό, το σχολείο και την κοινωνία. Ο παιδαγωγισμός και ο γενικόλογος φιλελεύθερος ανθρωπισμός του Π.Δ. αποτελούν απλώς το ιδεολογικό προκάλυμμα του πειθαρχικού ελέγχου και της τυποποίησης των εκπαιδευτικών πρακτικών, ενώ η τετράβαθμη περιγραφική κλίμακα υπηρετεί τις ποσοστώσεις του ενιαίου μισθολογίου.
Τους το επιστρέφουμε επομένως. Η φετινή εμπειρία από τη μάχη για την αυτοαξιολόγηση μας διδάσκει ότι ο κόσμος της εκπαίδευσης, παρά το φόβο που υπάρχει, μπορεί να υψώσει το ανάστημά του. Οι επιθεωρητές δεν έγραψαν ποτέ την ιστορία του ελληνικού σχολείου, θα ηττηθούν γιατί υπηρετούν το παρελθόν της εκμετάλλευσης και του μορφωτικού αποκλεισμού. Το μέλλον διαρκεί πολύ και θα το σφραγίσει ο κόσμος της μαχόμενης εκπαίδευσης.
*Ο Γ. Καλημερίδης είναι Δάσκαλος – Πρόεδρος του Δ. Σ. του Συλλόγου Εκπ/κών Π. Ε. Σύρου – Τήνου – Μυκόνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου