Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος δημοσιοποίησε, πριν από λίγες μέρες, σε συναδέλφους του βουλευτές τις σχολικές αργίες που θα καταργηθούν από την επόμενη χρονιά. Ο υπουργός Παιδείας σκοπεύει να καταργήσει την αργία της 7ης Ιανουαρίου (του Αγίου Ιωάννη) και των Τριών Ιεραρχών στις 30 Ιανουαρίου.
Υπάρχει ακόμα σκέψη να καταργηθούν οι τοπικές αργίες, όπως είναι για παράδειγμα αυτές των πολιούχων κάθε πόλης. Δεν αποκλείεται ακόμα να ξεκινούν τα μαθήματα από 1η Σεπτεμβρίου -και όχι μετά το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου- και να ολοκληρώνεται η σχολική χρονιά είτε στο τέλος Μαΐου είτε στις αρχές Ιουνίου.
Λίγες μέρες πριν από τη «διαρροή» της συζήτησης του υπουργού Παιδείας, ο ίδιος, σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα, δήλωσε ότι στη χώρα μας «περισσεύουν οι αργίες… γι’ αυτό χρειάζεται επιμήκυνση του σχολικού έτους. Τα Δημοτικά μας κάνουν μάθημα 170 ημέρες και τα Γυμνάσια και τα Λύκεια 150. Αλλωστε, ιδιαίτερα στο Λύκειο περισσότερες ημέρες στο σχολείο σημαίνει λιγότερες ώρες στο φροντιστήριο».
Η «λευκή εβδομάδα»
Ωστόσο, στα μέσα του προηγούμενου μήνα, το ίδιο το υπουργείο Παιδείας ετοιμαζόταν να εξαγγείλει μια συμφωνία με το υπουργείο Τουρισμού σύμφωνα με την οποία οι μαθητές θα «απολάμβαναν», με δικά τους έξοδα εννοείται, μια «λευκή εβδομάδα», εκεί γύρω στην Καθαρά Δευτέρα, προκειμένου μαζί με τις οικογένειές τους να κάνουν… χειμερινές διακοπές.
Η πρόταση προκάλεσε από την πρώτη στιγμή αντιδράσεις από γονείς και εκπαιδευτικούς για τη σπουδή με την οποία η κυβέρνηση ήθελε να προωθήσει στα σχολεία τις απαιτήσεις των επιχειρηματιών, για το υποκριτικό ενδιαφέρον που επιλέγει να εκφράζει το υπουργείο για τις «χαμένες» ώρες μόνο όταν αυτές προκύπτουν από κινητοποιήσεις, για την αδυναμία που έχει η λαϊκή οικογένεια να κάνει διακοπές.
Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται κατανοητό ότι η νέα φαεινή ιδέα του υπουργείου Παιδείας για επιμήκυνση του σχολικού έτους όχι μόνο δεν είναι προϊόν της αγωνίας του υπουργείου για την εκπαιδευτική διαδικασία, όχι μόνο δεν πατάει σε καμιά πραγματική ανάγκη όσων αναπνέουν την κιμωλία μέσα στην τάξη, αλλά παράλληλα προκαλεί πικρό γέλιο ο ισχυρισμός ότι «περισσότερες ημέρες στο σχολείο σημαίνει λιγότερες ώρες στο φροντιστήριο», όπως δήλωσε ο υπουργός Παιδείας.
Η επιχείρηση του υπουργείου Παιδείας για κατάργηση αργιών και αύξηση του σχολικού χρόνου στηρίζεται σε τρεις σκοπιμότητες: α. να απαντήσει στις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας για τη «λευκή εβδομάδα», β. να πείσει την κοινή γνώμη ότι επιτέλους μπαίνει τάξη στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς, γ. να υλοποιήσει στους σχολικούς χώρους την τροϊκανή λογική αύξησης των ωρών-ημερών εργασίας, που συνδέεται με ένα νήμα με τις περικοπές στην Παιδεία και την Υγεία.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πλευρά, εξόχως σημαντική για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Είναι φανερό ότι το υπουργείο Παιδείας, με τη «φυσική» συνδρομή των γνωστών δημοσιογράφων της αυλής, επιχειρεί, με τη σκόπιμη παραπληροφόρηση και την κατασυκοφάντηση των εκπαιδευτικών, να λιπάνει τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά, τις πιο καθυστερημένες συνειδήσεις στο επίπεδο της λεγόμενης κοινής γνώμης, που το ίδιο «κατασκευάζει» χρόνια και χρόνια. Κοντολογίς ξεσκονίζει τα γνωστά ρεφρέν του για τους καθηγητές που «στη χώρα μας εργάζονται ελάχιστα» και για τους μαθητές που «δεν πασχίζουν όσο πρέπει».
Εχει τους λόγους του το υπουργείο Παιδείας. Κάνει τα πάντα για να οργανώσει και να δυναμώσει τον κοινωνικό αυτοματισμό, έτσι ώστε να μπορεί, χωρίς προβλήματα, να βαθαίνει την πολιτική ξεθεμελιώματος του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της σχολικής εκπαίδευσης και παράλληλα να «ανατινάζει» ό,τι έχει απομείνει από τα εργασιακά δικαιώματα – εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών.
Και για να μη μένουμε στα λόγια, ας αποκαλύψουμε, με επίσημα στοιχεία, όλα όσα αφορούν τις διακοπές και τις αργίες στη σχολική εκπαίδευση της Ευρώπης. Στην Ελλάδα, λοιπόν, οι εργάσιμες εβδομάδες για τους εκπαιδευτικούς είναι 39, λίγο πάνω από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. Οπως αποδεικνύεται από τα επίσημα, κρατικά στοιχεία για την «Οργάνωση του σχολικού χρόνου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση της Ευρώπης» και το «Αριθμοί-κλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρώπη» (Δίκτυο Ευρυδίκη), είναι μύθος (που βεβαίως κρύβει σκοπιμότητες) ότι η Ελλάδα έχει περισσότερες διακοπές και αργίες.
Οκτώ (8) τουλάχιστον ευρωπαϊκές χώρες έχουν περισσότερες ημέρες διακοπών και αργιών ως σύνολο, ανάμεσά τους η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Λετονία, η Εσθονία, η Ελβετία. Περίπου τον ίδιο με την Ελλάδα αριθμό ημερών διακοπών και αργιών ως σύνολο έχουν η Φιλανδία, η Σουηδία, η Κύπρος, η Ουγγαρία.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει ο θεσμός των ολιγοήμερων ή εβδομαδιαίων διακοπών στο τέλος κάθε σχολικού τριμήνου, διακοπές για τις Απόκριες κ.ο.κ. Ετσι, π.χ., η Γερμανία, που έχει μόνο 6 εβδομάδες καλοκαιρινών διακοπών, έχει όμως 33 ημέρες διακοπών συνολικά για Χριστούγεννα – Πάσχα και άλλες 37 ημέρες διακοπών στο τέλος των τριμήνων και για τις Απόκριες.
Οι περισσότερες χώρες έχουν τις «διακοπές του φθινοπώρου», εκτός των Ελλάδας, Κύπρου, Ιταλίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Πολωνίας. Επίσης, αρκετές χώρες έχουν τις διακοπές «του χειμώνα – καρναβαλιού» και αρκετές χώρες διακοπές μετά το τέλος του τρίτου τριμήνου. Ο μέσος όρος των διακοπών κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι 4 εβδομάδες. Η Ελλάδα έχει 4 εβδομάδες διακοπές (Χριστούγεννα, Πάσχα) και είναι ακριβώς στον μέσο όρο της Ε.Ε. των 27.
Επίσης, όλες οι χώρες έχουν κάποιες ημέρες μεμονωμένων αργιών (εθνικές, τοπικές γιορτές, θρησκευτικές κ.ά.) που ο μέσος όρος τους είναι 10 ημέρες. Η Ελλάδα έχει 9 ημέρες αργιών.
Σχολικός χρόνος και μάθηση
Τα τελευταία χρόνια, τα ζητήματα που σχετίζονται με τον σχολικό χρόνο έχουν προωθηθεί στην επίσημη «ημερήσια διάταξη» του διαλόγου για την εκπαίδευση. Εδώ μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε «εκτιμήσεις» για τον «περιορισμένο χρόνο λειτουργίας των σχολείων», το «περιορισμένο εβδομαδιαίο ωράριο» και κάποιες άλλες αναλύσεις που πρόβαλαν το ζήτημα της «σπατάλης» και της «κακής διαχείρισης» του σχολικού χρόνου στο ελληνικό σχολείο.
Οπως, όμως, αποκαλύπτει ο παιδαγωγός Γιώργος Μαυρογιώργος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αυτού του είδους οι εκτιμήσεις προβάλλουν την αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο σχολικός χρόνος είναι ο «ένοχος» της υπόθεσης της εκπαιδευτικής κρίσης: «Η πολιτική της αριθμητικής του σχολικού χρόνου αντιμετωπίζει τα σχετικά ζητήματα μηχανιστικά, καθώς χρησιμοποιεί τον χρόνο ως ποσοτικό μέγεθος για να καταδείξει τον βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης. Περισσότερος σχολικός χρόνος δεν σχετίζεται μονοσήμαντα και γραμμικά με ποιοτική βελτίωση του επιπέδου μάθησης όλων των μαθητών. Ο χρόνος ως παράμετρος της εκπαιδευτικής πράξης δεν διαθέτει κάποιες “μεταφυσικές” ιδιότητες ούτε αποτελεί μάθηση αυτή καθαυτή. Είναι φανερό πως αυτού του είδους οι προσεγγίσεις μπορούν να αποδοθούν στην κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας και την προτεραιότητα των μεγεθών κόστους και αποτελέσματος, που από τον χώρο της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων μεταφέρθηκαν στη μελέτη της εκπαίδευσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου