δεν έχω καμιά ελπίδα πως το γράμμα μου θα φτάσει σε σένα.
Είμαι πια μεγάλο παιδί και το παραμύθι για αναστημένους νεκρούς και επουράνιους παράδεισους είναι από χρόνια καταχωνιασμένο στο σεντούκι της παιδικής μου αφέλειας. Όχι πως έχω πάψει να είμαι αφελής. Δε θέλω να παρεξηγηθώ. Ίσα-ίσα μάλιστα και τώρα που σου γράφω από μιαν αφέλεια κρατιέμαι για να μην καταρρεύσω.
Δεν περιμένω όμως πως θα σε βρει κάπου ο ταχυδρόμος, πολύ περισσότερο στον παράδεισο. Οι παραδεισένιες θέσεις κοστίζουν χρυσάφι και απευθύνονται σ’ αυτούς που τις πληρώνουν μετρητοίς και τις καταχωρίζουν στο Ε9 με τη βοήθεια βατοπεδινών προσευχών. Κι έπειτα όλοι αυτοί οι καλοί και φερέγγυοι αγοραστές του παράδεισου έχουν τόσο ευτραφή καπούλια που πιάνουν πάνω από δυο θέσεις ο καθένας, με εξαίρεση τον Πάγκαλo, που, μαζί με τα 58 ακίνητα του στο μάταιο τούτο κόσμο, για το επέκεινα έχει κατοχυρώσει ολόκληρο τριθέσιο καναπέ στο πάνθεον των υποψήφιων αγγέλων.
Δεν περιμένω όμως πως θα σε βρει κάπου ο ταχυδρόμος, πολύ περισσότερο στον παράδεισο. Οι παραδεισένιες θέσεις κοστίζουν χρυσάφι και απευθύνονται σ’ αυτούς που τις πληρώνουν μετρητοίς και τις καταχωρίζουν στο Ε9 με τη βοήθεια βατοπεδινών προσευχών. Κι έπειτα όλοι αυτοί οι καλοί και φερέγγυοι αγοραστές του παράδεισου έχουν τόσο ευτραφή καπούλια που πιάνουν πάνω από δυο θέσεις ο καθένας, με εξαίρεση τον Πάγκαλo, που, μαζί με τα 58 ακίνητα του στο μάταιο τούτο κόσμο, για το επέκεινα έχει κατοχυρώσει ολόκληρο τριθέσιο καναπέ στο πάνθεον των υποψήφιων αγγέλων.
Το μόνο επουράνιο που έμεινε για όσους πορευόμαστε με δάνεια, είναι το γκρίζο πηκτό σύννεφο πάνω απ’ την Αθήνα, μια μαύρη τρύπα και λίγη χωμάτινη βροχή. Χωρίς να συνυπολογίσει βέβαια κανείς την κόλαση που ζούμε, η οποία όμως δεν είναι επουράνια, είναι απολύτως κατουράνια ή μάλλον εντελώς επίγεια.
Φοβάμαι λοιπόν πως κι αυτή η επιστολή μου θα επιστραφεί ως ανεπίδοτη, εκτός αν βρει παραλήπτες όσους κράτησαν την εικόνα σου στη συνωστισμένη, από απώλειες, μνήμη.
Με την ευκαιρία ήθελα να σου πω να μην παρεξηγηθείς αν αυτοί που σε θυμούνται, δεν είναι όσοι θα ‘πρεπε.
Σ’ αυτούς τους μεταμοντέρνους καιρούς που δεν πρόλαβες να ζήσεις, μας περνούν όλους τακτικά από το καθαρτήριο της μνήμης για να ξεχάσουμε ελπίδες, ιστορικούς παραλληλισμούς, ποιητές, τους χαμένους φίλους, το πανανθρώπινο όνειρο, το βουητό των δρόμων που σαλεύουν, τη γεύση της άγουρης προσδοκίας και της ώριμης απαίτησης, το σχήμα και τον ήχο του γέλιου, ακόμα και τα ίδια τα παιδιά μας.
Η θεραπεία είναι αρκετά αποτελεσματική! Αφού να φανταστείς, όταν βλέπουμε πια κάποιον να γελάει, ξέρουμε πως είναι βαριά αθεράπευτος και επιστρατεύουμε τις μάσκες που μας έμειναν από την πανδημία των χοίρων. Όσες φορές οι αποθεραπευμένοι αισθανόμαστε την ανάγκη του γέλιου, όπως στη διάρκεια της διακαναλικής του, τρόπος του λέγειν, πρωθυπουργού μας ή τώρα στις προεκλογικές ομιλίες των καλλικρατικών, σκάμε στα κλάματα.
Και στη λήθη που αφορά τα παιδιά μας έχουμε πολύ καλά αποτελέσματα. Να σκεφτείς μόνο πως ενώ μια ολόκληρη γενιά – τι λέω εγώ – και την επόμενη και την ακόμα πιο μετά, τις ρίχνουν στα σκουπίδια, εμείς κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Ούτε κι εσύ βέβαια καταλαβαίνεις τι σου λέω γιατί έμεινες στην εποχή που η Ελλάδα αντιμετώπιζε τάχα δημογραφικό πρόβλημα, Ε, λοιπόν σε πληροφορώ ότι και τα λίγα παιδιά που γεννήσαμε πρέπει τώρα να τα πετάξουμε στη χωματερή γιατί κοστίζουν στη σωτηρία της πατρίδας. Η τρόπος του λέγειν κυβέρνησή μας τους δίνει μια ακόμα ευκαιρία μέσα από τη συλλογική σύμβαση των 560 ευρώ, να επιβιώσουν τα 45 παραγωγικά χρόνια του βίου τους.
Τέλος πάντων, μη σε ζαλίζω με εντελώς ευτελή και βαρυστόμαχα πράγματα, που εμείς στο κάτω-κάτω τα έχουμε χωνέψει.
Πάντως, κοντά στις άλλες ψευδαισθήσεις που συνεχίζουν να με βασανίζουν, εγώ θα κάνω σαν να πρόκειται να πάρεις στα χέρια σου το γράμμα μου. Μάλιστα είναι σαν να σε βλέπω μπροστά μου, ολοζώντανο. Πριν αρχίσεις να διαβάζεις την παρούσα ασυνάρτητη επιστολή, καθαρίζεις με την άκρη της μπλούζας σου τα μεγάλα γυαλιά σου. Κι ας ξέρω πως έγιναν θρύψαλο όταν έπεσες στην άσφαλτο.
Και κοίτα τώρα πόσο ασυνάρτητη έχω πια γίνει, που κλαίω για ένα ζευγάρι σπασμένα γυαλιά.
Δεν ξέρω αν ως εδώ σου έδωσα λίγο να καταλάβεις πώς είναι η ζωή μας σήμερα, τριανταεφτά χρόνια από τότε που ‘φυγες. Έχουμε αλλάξει κι εντελώς τους κώδικες επικοινωνίας. Να, για παράδειγμα, όταν εσύ φώναζες ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, με το ψωμί τι εννοούσες ακριβώς;
Υποθέτω, να μην υπάρχουν άνθρωποι που το στερούνται. Ε, με χαρά σε πληροφορώ πως ένας στους έντεκα Έλληνες δικαιούται τουλάχιστον δύο φέτες ψωμί στα δημόσια συσσίτια, τρεις στους έντεκα το ζυμώνουν μόνοι τους γιατί έρχεται φτηνότερα, τέσσερεις στους έντεκα μπορούν ακόμα και αγοράζουν φρατζόλες διατίμησης, και δύο στους έντεκα δεν το τρώνε γιατί παχαίνει. Πιθανόν να σου προξενεί εντύπωση η ποσόστοση με βάση το έντεκα και η απουσία από το συνολικό άθροισμα του ενός. Αυτός ο ένας είναι μετανάστης, πρόσφυγας μπορεί και γύφτος, με λίγα λόγια ένας από αυτούς τους λαθρόβιους που μοιάζει σαν να το κάνουν επίτηδες να είναι κυνηγημένοι από τον πόλεμο ή τη φτώχεια, μόνο και μόνο για να σπάνε τα νεύρα του Άδωνη.
Και γι αυτούς όμως μετά το ξύλο, τις διαπομπεύσεις, τον εξευτελισμό πάντα βρίσκονται λίγα φιλεύσπλαχνα ψίχουλα στη χώρα που γέννησε τον ξένιο Ζευ.
Άρα, αγαπημένε μου Διομήδη, ως προς το ψωμί, ο αγώνας σου δικαιώθηκε.
Στο σκέλος της παιδείας τα πράγματα είναι ακόμη καλύτερα. Τώρα, ως και τα εξάχρονα έχουν τουλάχιστον δέκα ώρες παιδεία στα ολοήμερα ιδρύματα και αν συνυπολογίσει κανείς και τις ώρες μελέτης στο σπίτι, υπερβαίνουν τις δώδεκα. Έτσι, θα είναι έγκαιρα και απολύτως προσαρμοσμένα στο μετέπειτα δωδεκάωρο εργασιακό τους ωράριο. Τα μεγαλύτερα ξεπερνούν, όπως είναι φυσικό, τις δώδεκα ώρες σε άθροισμα παιδείας-παραπαιδείας, πράγμα λογικό και απαραίτητο στην εποχή της έκρηξης της γνώσης. Βέβαια αυτή η έκρηξη αποβαίνει πολλές φορές μοιραία. Οι δυσπροσάρμοστοι έφηβοί πάσχουν μαζικά από κατάθλιψη, ενώ τα εξάχρονα αποκτούν πρόωρα τικ παρότι προέβλεψαν γι αυτά την ηλεκτρονική αλάνα.
Η οπωσδήποτε σοσιαλιστική και τρόπος του λέγειν κυβέρνησή μας έχει μάλιστα καθιερώσει τη δια βίου μάθηση κι έχει ενισχυθεί, έτσι, η επιχειρηματικότητα. Είναι τόσο συγκινητικό να βλέπεις να τονώνεται η αγορά, να ανοίγουν νέα μαγαζιά εμπορίας γνώσεων, σε ποικίλες συσκευασίες (one size, transsexual, μιας χρήσης, για μεγάλα μεγέθη κλπ) διαψεύδοντας πανηγυρικά όσους αθεράπευτα αντικαθεστωτικούς μιλάνε για πανδημία λουκέτων.
Αν τώρα σε όλα αυτά προσθέσει κανείς την ευρύτερη παιδεία που προσλαμβάνει μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες ο πολίτης κάθε ηλικίας , από το τρυφερό βρέφος ως τον ώριμο ανασφαλή του ΙΚΑ, έχουμε ένα πλέγμα παιδείας από το οποίο δύσκολα ξεφεύγει κανείς
Άρα, αγαπημένε μου Διομήδη, ως προς το σκέλος πεδία, όχι παιδοία, συγνώμη πεδύα, τέλος πάντων παιδεία ήθελα να πω, δεν θα είχες σήμερα κανένα απολύτως παράπονο.
Στο τελευταίο μέρος του τρίπτυχου αιτήματος – την ελευθερία – η δικαίωση ξεπερνά κάθε φαντασία. Φτάνει να σου πω ότι δεν υπάρχει πια υπουργείο δημόσιας τάξης!
Ναι, ναι, ξέρω ότι δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις, παρ’ όλα αυτά είναι μια πραγματικότητα. Περιττεύει στις σημερινές συνθήκες ώριμης στάσης του πολίτη το υπουργείο που είχε ταυτιστεί με τη δίωξη του φρονήματος, τη λογοκρισία, το σάπισμα στο ξύλο κλπ κλπ.
Τώρα έχουμε υπουργείο προστασίας του πολίτη!
Μόνο αυτό σου λέω: όταν κάποιος παραμένει ασυγχώρητα ανώριμος, πέφτει μόνος του πάνω στις ζαρντινιέρες και μωλωπίζεται μέχρι να αισθανθεί ότι ωρίμασε. Δεν είναι συγκλονιστικό; Ένας σοφός συνδυασμός της πράσινης ανάπτυξης και της ωρίμανσης του πολίτη. Βέβαια η ζαρντινιέρα μετά γίνεται μια αηδία, αλλά όλα έχουν ένα κόστος. Όχι, χαρακίρι ακόμα δεν κάνουμε, φαντάζομαι όμως πως είναι θέμα χρόνου. Σε κάποιες (ευτυχώς σπάνιες) ακραίες περιπτώσεις, οι θεματοφύλακες της δημοκρατίας ψεκάζουν τους απείθαρχους με παρασιτοκτόνα, όπως έκανε η μάνα σου με την τριανταφυλλιά που είχε στο δίμετρο μπαλκόνι και που τελικά μαράθηκε γιατί δεν είχε πια κουράγιο ούτε να την ποτίσει από τότε που ‘φυγες.
Α, να μην το ξεχάσω! Θυμάσαι την ταλαιπωρία για μια φωτογραφία ταυτότητας στην εποχή σου της ισχνής τεχνολογίας; Ε λοιπόν άκου. Κάθε δέκα μέτρα τώρα μια υπερσύγχρονη κάμερα σου τραβάει δέκα φωτό το δευτερόλεπτο. Αυτό είναι λίγο αγχωτικό βέβαια. Πρέπει να προσέχεις συνέχεια την πόζα σου γιατί δεν είναι και ωραίο να βγαίνεις στην αναμνηστική σαν παρασάνταλο. Εγώ πάντως προσέχω. Περπατώ συνέχεια στητή, μ’ ένα ελαφρά αινιγματικό και συνάμα αδιόρατα σεξουαλικό χαμόγελο γιατί είναι η πόζα που μου πάει. Πάντα βέβαια υπάρχουν και οι κομπλεξικοί που επικρίνουν το μέτρο. Υποθέτω βάσιμα γιατί τους λείπει η φωτογένεια.
Και επιπλέον. Τώρα, με την ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας και του ΓΟΤΕ (Γερμανικός Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας) ναι, ναι του πάλαι ποτέ ΟΤΕ, το καθεστώς μάς έχει εφοδιάσει με εύκολης απομνημόνευσης τετραψήφια νούμερα στα οποία μπορεί ο υπεύθυνος πολίτης να αναφέρει όσους καπνίζουν, όσους γελάνε, όσους ελπίζουν. Διαβάζοντάς το, φαντάζομαι πόσο παλιομοδίτικη θα σου φανεί και σένα η μαύρη κουκούλα.
Αν όλα αυτά δεν αποδώσουν, τους - ευτυχώς ολοένα και λιγότερους - ταραξίες, το υπουργείο προστασίας του πολίτη τους παραπέμπει στο λαϊκό δικαστήριο των τηλεπαράθυρων, όπου εκεί πια διαπομπεύονται ολοκληρωτικά από τους ξεφωνημένα αντικειμενικούς δημοσιογράφους που τώρα ασκούν και το λειτούργημα των διαφωτιστών της νέας εποχής, σε συνεργασία βέβαια πάντα με τους πολιτικούς λειτουργούς. Ειδικά όσοι έχουν την τύχη να τους παραλάβει για διαφώτιση ο Καψής με την ευθύβολη κριτική του ή ο Πάγκαλος – μ’ εκείνη τη γουργουριστή από το υγροποιημένο λίπος φωνή του – τους σιχαίνεται και η μάνα τους. Τόσο ανώφελους και επιζήμιους τους παραδίδει η επιχειρηματολογία τους στην ώριμη κοινή γνώμη.
Η κατάκτηση της ελευθερίας είναι πλέον τόσο εμπεδωμένη ώστε - θα σου το πω και μη σκάσεις κι εσύ στα κλάματα - στη φετινή πορεία του πολυτεχνείου μπροστάρης θα είναι, ως παλαίμαχος της εξέγερσης, ο ίδιος ο υπουργός του υπουργείου προστασίας του πολίτη, μαζί με τον Ανδρουλάκη που η κατεύθυνση του λυκοπιάσματός του τον βοηθά να ατενίζει πάντα μπροστά, με αισιοδοξία προς το μέλλον, καθώς και μια τιμητική φρουρά τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ένστολων.
Δυστυχώς, σύμφωνα με βάσιμες αν και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, στην πορεία δε θα συμμετάσχει ο τρόπος του λέγειν πρωθυπουργός της τρόπος του λέγειν χώρας γιατί είναι κουρασμένος από το μαραθώνιο στον οποίο τον χτύπησαν τα καινούρια πορτοκαλί σκαρπίνια.
Με δικαιωμένο λοιπόν συνολικά το κύριο σύνθημα της εξέγερσής του Νοέμβρη, πιστεύω αγαπημένε μου Διομήδη, να αισθάνεσαι κι εσύ δικαιωμένος.
Έτσι αισθάνθηκαν και κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην ‘αυλή του φθινοπώρου’ και δικαιολογημένα εξαγόρασαν το αίμα μιας ολόκληρης γενιάς με μια θέση ευρωπαϊκού επιτρόπου, υπουργού, βουλευτή, γενικού γραμματέα και ούτω καθεξής.
Γι αυτό σου εξήγησα πώς έχει σήμερα η κατάσταση, για να μη βιαστείς να τους χαρακτηρίσεις ενεχυροδανειστές της ιστορίας ή παραχαράκτες ή πουλημένους ή γιαλαντζί επαναστάτες.
Ίσα-ίσα μάλιστα που και σήμερα δίνουν έναν αγώνα για τη σωτηρία της πατρίδας, η οποία παρέλειψα να σου πω ότι περνά δυσκολούτσικες ώρες.
Στο λέω έτσι χαϊδευτικά για να μη σε τρομάξω. Όχι τίποτα φοβερό, όχι. Μη βάζεις κακό με του νου σου. Απλώς έχουμε χρεοκοπήσει, ξαναγίναμε αποικία του κερατά, μετά τους Αμερικάνους οι Γερμανοί ξανάρχονται, οι μισθωτοί γίνανε σκλάβοι, οι μεροκαματιάρηδες κατατάσσονται στο μεγάλο στρατό της ανεργίας, οι συντάξεις εξαερώνονται, στα νοσοκομεία χειρουργούν χωρίς αναισθητικό, οι δανειολήπτες αυτοκτονούν, τα παιδιά μας τα ρίχνουμε στη χωματερή (αυτό στο είπα ήδη), οι γέροι ψάχνουν για παράταιρα παπούτσια και σάπια λάχανα στα σκουπίδια, η χώρα μοιράζεται σε δεκατρία καντόνια, ή πασαδιλίκια ή σατραπείες, ή περιφέρειες, ο δημόσιος πλούτος έχει ξεπουληθεί και όσος απέμεινε είναι στις μικρές αγγελίες της χρυσής ευκαιρίας, ο Γιωργάκης μας απειλεί με εκλογές, πέντε μέτρα πιο κάτω απ’ το πολυτεχνείο οι χρυσαυγίτες γίναν δημοτικοί σύμβουλοι, όλοι είμαστε πολύ χαρούμενοι και ανεβασμένοι και σκάμε από τα κλάματα κι εγώ παράλληλα φροντίζω να κρατώ αυτό το ελαφρά αινιγματικό και συνάμα αδιόρατα σεξουαλικό χαμόγελο μου.
Αγαπημένε μου Διομήδη,
σου έγραψα αυτό το γράμμα πριν ολοκληρωθεί η θεραπεία μου στο καθαρτήριο της μνήμης και σε ξεχάσω εντελώς.
Συγχώρεσέ μου τους δυσνόητους νεολογισμούς αλλά πρέπει να ξεφύγω από την ξύλινη γλώσσα, πρέπει να συμβαδίσω με την εποχή μου. Με πολύ κόπο, νομίζω ότι το έχω καταφέρει. Σου περιέγραψα με αδρές γραμμές τη χώρα που θα ζούσες αν δεν βιαζόσουν τόσο να φύγεις, χωρίς να αναφέρω ούτε μια φορά τη λέξη ιμπεριαλισμός, εκμετάλλευση, πλουτοκρατία. Δεν είπα καν μια φορά τη λέξη μαλακία. Πώς θα μπορούσα άλλωστε αφού η ζωή μας σήμερα δεν έχει πια σχέση με όλ’ αυτά.
Φίλα μου τον Ιάκωβο, τη Σταματίνα, το Νίκο, το Μιχάλη, τον Αλέξη και όσους έφυγαν πρόωρα από εξοστρακισμό, εκπυρσοκρότηση ή σιδηρολοστό. Πες το σε όλους να χαρούν, πως ο αγώνας επιτέλους δικαιώθηκε.
Δεν θα σου στείλω το γράμμα με κούριερ γιατί φοβάμαι μην το απενεργοποιήσουν.
Θα το βάλω σ’ ένα μπουκάλι και θα το αφήσω να αρμενίζει στη ρυπαρή θάλασσα, ελπίζοντας πως με τόσα εκατομμύρια ναυαγούς, κάποιος θα το βρει και θα στο επιδώσει.
Νίνα Γεωργιάδου
16 Νοέμβρη, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου