Σημαντικές εκπτώσεις στην ποιότητα της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης συνεπάγονται ορισμένα από τα κριτήρια που θέτει το υπουργείο Παιδείας για την επιλογή των σχολείων που θα καταργηθούν ή θα συγχωνευτούν.
Ενα μήνα μετά την εξαγγελία αυτών των κριτηρίων και εν αναμονή της λίστας με τα σχολεία που θα μείνουν έξω από τον αναδιαρθρωμένο σχολικό χάρτη, εκπαιδευτικοί και τοπικοί φορείς επισημαίνουν πως το υπουργείο λειτουργεί κόντρα σε ρυθμίσεις που είχαν προβλέψει οι νομοθέτες για τις προηγούμενες γενιές μαθητών.
Το εμφανέστερο όλων είναι ότι ουσιαστικά καταργείται ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών στη λήψη αποφάσεων για το ποια σχολεία καταργούνται ή ιδρύονται.
Ο ρόλος των νομαρχιακών και των δημοτικών επιτροπών παιδείας ήταν πάντα συμβουλευτικός, όπως θα είναι και αυτός των περιφερειακών που θα τις αντικαταστήσουν, σύμφωνα με τον «Καλλικράτη». Μόνο που οι τελευταίες δεν έχουν συσταθεί ακόμα, αφού δεν έχει καθοριστεί η σύνθεσή τους. Ετσι το υπουργείο προσπέρασε τις αναμενόμενες αντιδράσεις και αντικατέστηκε το ρόλο των τοπικών κοινωνιών με «τις απόψεις των εκπροσώπων των δήμων», δηλαδή των δημάρχων, οι οποίες υποτίθεται πως θα ληφθούν υπόψη.
Μιλώντας στους δημάρχους που προσήλθαν στη σχετική ενημέρωση του υπουργείου Παιδείας, η υπουργός Α. Διαμαντοπούλου είπε μεταξύ άλλων ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να στοιβαχθούν μαθητές σε τμήματα». Αμέσως μετά, βέβαια, πρόσθεσε ότι «δεν υπάρχει λόγος σε μια μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη να υπάρχουν δύο σχολεία σε ένα κτίριο με μέσο όρο μαθητών 12 και 13. Γιατί αυτό λειτουργεί σε βάρος και του σχολείου και πολλές φορές και των μαθητών».
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι μαθητές θα ωφεληθούν από τα πολυπληθέστερα τμήματα, αφού έτσι θα φτάνουν τα χρήματα για να έχουν εργαστήρια, καθηγητές κ.λπ. Ομως, αυτό προσκρούει στο γεγονός ότι κάποια σχολεία που ήδη έχουν εργαστήρια και σύγχρονες εγκαταστάσεις θα εκκενωθούν και οι μαθητές τους θα ταξιδεύουν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά για να συμπληρώσουν τα «κενά» στις τάξεις άλλων σχολείων. Κι όλα αυτά εξαγγέλλονται «χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική μελέτη», όπως τονίζει ο Φώτης Παπουτσής, πρόεδρος της ΕΛΜΕ Β' Αιτωλοακαρνανίας.
Στα σχέδια συγχωνεύσεων και υπερσυγκέντρωσης μαθητών στις τάξεις μέχρι να εξαντληθούν τα νόμιμα όρια, οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν, επίσης, την ανατροπή του μοντέλου σχολικών συγκροτημάτων που θεωρούσαμε μέχρι σήμερα αποδεκτό. Οπως επισημαίνει η Μαρία Δανιήλ, πρόεδρος της ΕΛΜΕ Νέας Σμύρνης - Καλλιθέας - Μοσχάτου, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων έχτιζε επί τόσα χρόνια συγκροτήματα 10-12 τμημάτων, που είναι προφανές ότι δεν αντιστοιχούν στα 15 που οραματίζεται η Α. Διαμαντοπούλου ως ιδανικά για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ειδική πρόβλεψη είχε γίνει επίσης το 1985 από το νομοθέτη σχετικά με το όριο των τμημάτων που μπορεί να έχει ένα γυμνάσιο: Επρεπε να είναι μέχρι 9, και αν γινόταν υπέρβαση θα έπρεπε να χτιστεί κι άλλο σχολείο. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνουν οι εκπαιδευτικοί, η δομή των σχολικών μονάδων πρέπει να αποθαρρύνει τη συγκρότηση τεράστιων και απρόσωπων σχολικών μονάδων, ειδικά στους ευαίσθητους μαθητικούς πληθυσμούς του γυμνασίου.
Ενα μήνα μετά την εξαγγελία αυτών των κριτηρίων και εν αναμονή της λίστας με τα σχολεία που θα μείνουν έξω από τον αναδιαρθρωμένο σχολικό χάρτη, εκπαιδευτικοί και τοπικοί φορείς επισημαίνουν πως το υπουργείο λειτουργεί κόντρα σε ρυθμίσεις που είχαν προβλέψει οι νομοθέτες για τις προηγούμενες γενιές μαθητών.
Το εμφανέστερο όλων είναι ότι ουσιαστικά καταργείται ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών στη λήψη αποφάσεων για το ποια σχολεία καταργούνται ή ιδρύονται.
Ο ρόλος των νομαρχιακών και των δημοτικών επιτροπών παιδείας ήταν πάντα συμβουλευτικός, όπως θα είναι και αυτός των περιφερειακών που θα τις αντικαταστήσουν, σύμφωνα με τον «Καλλικράτη». Μόνο που οι τελευταίες δεν έχουν συσταθεί ακόμα, αφού δεν έχει καθοριστεί η σύνθεσή τους. Ετσι το υπουργείο προσπέρασε τις αναμενόμενες αντιδράσεις και αντικατέστηκε το ρόλο των τοπικών κοινωνιών με «τις απόψεις των εκπροσώπων των δήμων», δηλαδή των δημάρχων, οι οποίες υποτίθεται πως θα ληφθούν υπόψη.
Μιλώντας στους δημάρχους που προσήλθαν στη σχετική ενημέρωση του υπουργείου Παιδείας, η υπουργός Α. Διαμαντοπούλου είπε μεταξύ άλλων ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να στοιβαχθούν μαθητές σε τμήματα». Αμέσως μετά, βέβαια, πρόσθεσε ότι «δεν υπάρχει λόγος σε μια μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη να υπάρχουν δύο σχολεία σε ένα κτίριο με μέσο όρο μαθητών 12 και 13. Γιατί αυτό λειτουργεί σε βάρος και του σχολείου και πολλές φορές και των μαθητών».
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι μαθητές θα ωφεληθούν από τα πολυπληθέστερα τμήματα, αφού έτσι θα φτάνουν τα χρήματα για να έχουν εργαστήρια, καθηγητές κ.λπ. Ομως, αυτό προσκρούει στο γεγονός ότι κάποια σχολεία που ήδη έχουν εργαστήρια και σύγχρονες εγκαταστάσεις θα εκκενωθούν και οι μαθητές τους θα ταξιδεύουν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά για να συμπληρώσουν τα «κενά» στις τάξεις άλλων σχολείων. Κι όλα αυτά εξαγγέλλονται «χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική μελέτη», όπως τονίζει ο Φώτης Παπουτσής, πρόεδρος της ΕΛΜΕ Β' Αιτωλοακαρνανίας.
Στα σχέδια συγχωνεύσεων και υπερσυγκέντρωσης μαθητών στις τάξεις μέχρι να εξαντληθούν τα νόμιμα όρια, οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν, επίσης, την ανατροπή του μοντέλου σχολικών συγκροτημάτων που θεωρούσαμε μέχρι σήμερα αποδεκτό. Οπως επισημαίνει η Μαρία Δανιήλ, πρόεδρος της ΕΛΜΕ Νέας Σμύρνης - Καλλιθέας - Μοσχάτου, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων έχτιζε επί τόσα χρόνια συγκροτήματα 10-12 τμημάτων, που είναι προφανές ότι δεν αντιστοιχούν στα 15 που οραματίζεται η Α. Διαμαντοπούλου ως ιδανικά για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ειδική πρόβλεψη είχε γίνει επίσης το 1985 από το νομοθέτη σχετικά με το όριο των τμημάτων που μπορεί να έχει ένα γυμνάσιο: Επρεπε να είναι μέχρι 9, και αν γινόταν υπέρβαση θα έπρεπε να χτιστεί κι άλλο σχολείο. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνουν οι εκπαιδευτικοί, η δομή των σχολικών μονάδων πρέπει να αποθαρρύνει τη συγκρότηση τεράστιων και απρόσωπων σχολικών μονάδων, ειδικά στους ευαίσθητους μαθητικούς πληθυσμούς του γυμνασίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου