Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, που ιδρύθηκε από τον τελευταίο στις 20 Ιούλη του 1890, ενώ από τις 3 Ιούνη του ιδίου έτους ο Καλλέργης εξέδωσε την εφημερίδα «Σοσιαλιστής».
Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος ήταν βεβαίως μια οργάνωση ουτοπικού σοσιαλιστικού προσανατολισμού, πράγμα καθόλου παράξενο για εκείνη την εποχή, αφού και το ελληνικό εργατικό κίνημα ήταν σε νηπιακή μορφή και η διάδοση του μαρξισμού απελπιστικά περιορισμένη. «Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος – γράφει ο Γιάννης Κορδάτος – ήταν, σα να πούμε η κεντρική διοίκηση των ομίλων και των τμημάτων. Πολλά από τα τμήματα και τους ομίλους είχαν διάφορες ονομασίες. Στην Αθήνα ο σοσιαλιστικός όμιλος λεγόταν ΚΟΣΜΟΣ. Αλλού τα τμήματα είχαν τον τίτλο της Λέσχης και της Αδελφότητας».
Την Πρωτομαγιά του 1891 ο Καλλέργης και 12 Σοσιαλιστές φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί και μ’ αυτή τη συμβολική χειρονομία θέλησαν να δείξουν τη συμμετοχή και την αλληλεγγύη τους στην παγκόσμια ημέρα των εργατών. Ενα χρόνο αργότερα, ο Καλλέργης και μια ομάδα συντρόφων του συγκεντρώθηκαν στο χώρο του Σταδίου και διαμαρτυρήθηκαν κατά του «πλουτοκρατικού Αθλίου συστήματος». Το 1893, όμως, ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς και μαζικός ήταν – αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος και το βαθμό ωριμότητας του ελληνικού προλεταριάτου – και αισθητός έγινε. Φυσικά, υπήρξε κατάλληλη προετοιμασία και η σοσιαλιστική κίνηση είχε αναπτυχθεί αρκετά σε σχέση με το παρελθόν.
Η απόφαση για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1893 πάρθηκε στη συνεδρίαση του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου στις 21 Φλεβάρη του ιδίου έτους. «Απεφασίσθη – αναφέρεται στο πρακτικό της συνεδρίασης – όπως εκλεγή επιτροπή και επιδοθή αποκλειστικώς διά της εορτής της 1ης Μαΐου, γενομένης δε μυστικής ψηφοφορίας εξελέγησαν ως εξής: Καλλέργης, Νάγος, Συνοδινός και Χριστόπουλος». Λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Μάρτη 1893, σε συνεδρίαση της Επιτροπής, ο Καλλέργης πρότεινε να εκδοθεί για την οικονομική ενίσχυση του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς ένα βιβλίο «το οποίον θα περιέχει την Σοσιαλιστικήν πολιτικήν … και θα τιμηθεί 25 λεπτά έκαστον». Πρόκειται για την γνωστότερη ίσως μπροσούρα του Σταύρου Καλλέργη που φέρει τον τίτλο «Εγκόλπιον Εργάτου».
Ετσι, από τα μέσα Απρίλη ο «Σοσιαλιστής» ενημέρωσε για την εκδήλωση, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα και το διεκδικητικό της πλαίσιο. Εγραφε, για παράδειγμα, στο φύλλο αρ. 23: «Δύο Μαΐου, ημέρα Κυριακή 5 μ.μ. εις το Αρχαίον Στάδιον όπισθεν του Ζαππείου, εις την γέφυραν όπου είνε απέναντι εις τα αγγλικά μνημεία με Κυπαρίσσια. Ολοι οι σοσιαλισταί και οι υπό μισθόν πάσχοντες θα συναθροισθώσι να υπογράψωσι ψήφισμα προς τη Βουλή, διά του οποίου θα ζητώσι πρώτον τας Κυριακάς όλα τα καταστήματα γενικώς να ήναι κλειστά προς ανάπαυσιν των πολιτών. β΄ τον περιορισμόν των εργάσιμων ωρών εις 8 καθ’ εκάστην κατ’ ανώτατον όριον και ολιγώτερον διά τας κοπιώδεις και ανθυγιεινάς εργασίας και διά τους παίδας και τας γυναίκας. γ΄ απονομήν συντάξεως εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των και εις τας οικογενείας των εν τη εργασία φονευομένων».
Οπως ακριβώς είχε καθοριστεί, στις 2 Μάη του 1893, ημέρα Κυριακή και ώρα 5μ.μ. οι Σοσιαλιστές της ομάδας Καλλέργη και εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο – και όχι στους στύλους του Ολυμπίου Διός που από λάθος, προφανώς, πληροφόρηση γράφει ο Κορδάτος – όπου και γιόρτασαν αγωνιστικά την παγκόσμια ημέρα της Εργατικής Τάξης. Οι πληροφορίες στον Τύπο της εποχής παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση αναφορικά με τον αριθμό των συγκεντρωμένων, οπότε και δεν είναι εύκολο να αποφανθεί κάποιος σήμερα με ακρίβεια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Ο «Σοσιαλιστής» του δευτέρου 15ήμερου του Μάη 1893 κάνει λόγο για πάνω από 2 χιλιάδες συγκεντρωμένους. Γράφει συγκεκριμένα: «Εις τας δύο Μαΐου ώρα 5 μ.μ. παρά το αρχαίον Στάδιον, τα μέλη του “Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου” και μέγα πλήθος εκ των πασχουσών εργατικών τάξεων των ευρισκομένων υπό τον ζυγόν του μισθού, ακολουθούντες τον διεθνή των πασχουσών τάξεων αγώνα, συνηθροίσθησαν προς διαμαρτύρησιν εναντίον του σημερινού αθλίου συστήματος, όπου δυστυχούν οι πολλοί κοπιωδώς εργαζόμενοι και ευτυχούν οι ολίγοι οκνηροί, πλούσιοι, μη εργαζόμενοι και απολαμβάνοντες τον ιδρώτα των πολλών εργαζομένων… συνήλθον πλέον των 2 χιλιάδων ατόμων…»
Ας δούμε όμως πώς γιορτάστηκε η δεύτερη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, ούτως ώστε να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα εκείνων των πρώτων βημάτων του ελληνικού προλεταριάτου προς την κατεύθυνση της αυτοσυνειδητοποίησής του.
Μετά τον επιτυχή γιορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1893 και τα όσα επακολούθησαν με την επίδοση του ψηφίσματος, τη σύλληψη και την καταδίκη του Καλλέργη, κυριάρχησε ενωτικό πνεύμα στις τάξεις των σοσιαλιστικών ομάδων της εποχής. Είτε από πολιτικό υπολογισμό, είτε γιατί ήταν πλέον φανερό πως ο αντίπαλος ήταν κοινός, οι ομάδες αυτές κινήθηκαν στην κατεύθυνση ενός ενωτικού γιορτασμού της παγκόσμιας μέρας της εργατικής τάξης, κάτι που – παρά τις διαφορές τους – κατάφεραν να φέρουν σε πέρας στις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις του 1894. «Η κίνηση που έγινε από τους σοσιαλιστικούς ομίλους για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς – γράφει ο Γιάννης Κορδάτος – έβαλε την αστυνομία και την εισαγγελία σε τρεχάματα». Οντως έτσι είχαν τα πράγματα κι αυτό φάνηκε ιδιαίτερα τη μέρα του γιορτασμού, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις βρέθηκαν σε κινητοποίηση.
Στη συγκέντρωση μίλησε ο Πλάτωνας Δρακούλης πάνω στο ιστορικό της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Στ. Καλλέργης, του οποίου η ομιλία ήταν σε πολεμικό τόνο και γεμάτη «μίσος κατά της πλουτοκρατίας» και, τέλος, το λόγο έλαβαν ο φοιτητής νομικής Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος και ο Δ. Γραμματικός.
Μετά το 1894 – και για αρκετό χρονικό διάστημα – δε φαίνεται να υπήρξαν γιορτασμοί της Εργατικής Πρωτομαγιάς με συγκεντρώσεις. Τα πολιτικά γεγονότα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η χώρα παράδερνε στη δίνη μιας οξύτατης κοινωνικοπολιτικής κρίσης (ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η κρίση του αστικοτσιφλικάδικου καθεστώτος, η ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού και ο αστικός εθνικισμός με το Μακεδονικό, το κίνημα στο Γουδί και όσα επακολούθησαν), σε συνδυασμό με την καθυστέρηση του εργατικού κινήματος, που και στα πιο πρωτοπόρα τμήματά του έμενε πολύ πίσω από το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, μακριά από τον επιστημονικό σοσιαλισμό και χωρίς να είναι σε θέση να ξεφύγει από το πλαίσιο του ουτοπικού σοσιαλισμού, εξηγούν το φαινόμενο.
Η πρώτη οργανωμένη και μαζική εργατική Πρωτομαγιά γιορτάστηκε το 1919. Μάλιστα, όχι την 1η Μαϊου, αλλά στις 18 Απριλίου, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο κι όχι το παλιό, που ίσχυε ακόμη στη χώρα. Η καινοτομία προκάλεσε κακεντρεχή σχόλια…
Ο εορτασμός του 1919 οργανώθηκε από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, που είχαν ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο (Οκτώβριος – Νοέμβριος 1918).
Την περίοδο που ετοιμάζεται ο εορτασμός στην Ελλάδα ισχύει ακόμη ο στρατιωτικός νόμος, η κυβέρνηση Βενιζέλου συμμετέχει με στρατεύματα στη διεθνή επέμβαση για κατάπνιξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, ενώ διεξάγονται συνομιλίες για τη συνθήκη τερματισμού του Α Παγκοσμίου Πολέμου στο Παρίσι. Η Ελλάδα ετοιμάζεται για τη μικρασιατική εκστρατεία και εκείνες τις μέρες παίρνει το «πράσινο φως» για την απόβαση στη Σμύρνη (Μάιος 1919).
Οι διαφορετικές απόψεις για τα μεγάλα θέματα της χώρας διαπερνούν και τη νεοσύστατη ΓΣΕΕ. Η διοίκηση, που αναδείχτηκε στο καταστατικό της συνέδριο (250 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 65.000 εργάτες), ελέγχεται από τη βενιζελική παράταξη. Μειοψηφούν οι σοσιαλιστές, που ανήκουν στο ΣΕΚΕ.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ε. Μαχαίρας (φανατικός βενιζελικός) επιδιώκει να μην εορταστεί η Πρωτομαγιά «ένεκα των εξαιρετικών εθνικών περιστάσεων».
Αντίθετη γνώμη έχει η μειοψηφία (5 από τους 11 της διοίκησης), η οποία με βάση την απόφαση του Α Πανεργατικού Συνεδρίου προχωρά στην εξαγγελία και την προετοιμασία του εορτασμού.
Δεν έχει μόνο τη νομιμότητα με το μέρος της, αλλά και τον επαναστατικό άνεμο που φυσάει εκείνη την εποχή στην Ευρώπη. Επειτα από χρόνια κυριαρχίας του εθνικισμού και παύσης των διεκδικητικών και ταξικών αγώνων, λόγω του πολέμου, η 1η Μάη επιστρέφει στις ρίζες του 1889-1890, όταν ορίστηκε ως διεθνής μέρα της εργατιάς.
Παρά τις απαγορεύσεις και την παρουσία στρατού έξω από το εργοστάσιο Ηλεκτρισμού, τα σωματεία και τα γραφεία του ΣΕΚΕ ο εορτασμός θα σημειώσει πρωτοφανή επιτυχία. Θα γίνει με υποδειγματική τάξη, χάρη στα μέτρα που πήραν τα σωματεία και η «εργατική αστυνομία».
Ομιλητές ήταν ο Αχ. Χατζημιχάλης και ο Γ. Παπανικολάου εκ μέρους της ΓΣΣΕ, ο Στ. Κόκκινος από το ΣΕΚΕ. Στιγμάτισαν «την αθλιότητα των συνθηκών υπό τας οποίας ζουν οι εργάται, υφαίνοντες τα μεταξωτά των πλουσίων για να γυρίζουν αυτοί γυμνοί, κτίζοντες τα μέγαρα εκείνων για να κατοικούν αυτοί στας τρώγλας». Εκείνος, όμως, που θα ξεσηκώσει τους συγκεντρωμένους, με την ομιλία του, είναι ο Α. Μπεναρόγια. Ο Θεσσαλονικιός εργατικός ηγέτης ήταν από τους ιδρυτές του οργανωμένου σοσιαλιστικού κινήματος και πολύ γνωστός για τους αγώνες του. Σε φίλους και ταξικούς εχθρούς…
«Είμεθα άπειροι, αλλά…»
«Αι πιέσεις, τα εμπόδια δεν μας απελπίζουν. Είμεθα ακόμη άπειροι, είμεθα αρχάριοι. Η Πρωτομαγιά όλων των εργατών του κόσμου είναι αρχή της αναγεννήσεως. Αναγεννόμεθα, οργανούμεθα. Μια νέα ζωή ήδη αρχίζει για μας, μια νέα ελπίδα μας ενθαρρύνει… Στην τιμία Ελλάδα απομένει να βάλη και εδώ τα θεμέλια του νέου κόσμου, που οικοδομείται…»
Πρωτομαγιά στην Ελλάδα σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης (1936 – Δικτατορία Μεταξά)
Ήταν 1η Μαΐου του 1936 όταν οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα και η απεργία είναι πλέον πανεργατική.
Ο Ι. Μεταξάς σε επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη είναι απόλυτος: οι Αρχές πρέπει να χτυπήσουν τους διαδηλωτές στο ψαχνό.
Η απεργία συνεχίζεται και στις 9 του Μάη στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου από τις σφαίρες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης.
Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια ιδιότυπη «λιτανεία» καταγγελίας, διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες τους 300.
Στο σημείο της συμπλοκής θα στηθεί αργότερα το Μνημείο του Καπνεργάτη.
Η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση, που πληροφορήθηκε τα γεγονότα, τρέχει, πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της και μοιρολογεί. Αυτή η Εικόνα ενέπνευσε αργότερα τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου