Γενικευμένες συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων σε πανελλαδικό επίπεδο, με στόχο να προκύψει πλεόνασμα 8.500 εκπαιδευτικών τη νέα σχολική χρονιά.
«Οπου είναι δυνατόν σπάμε τμήματα και διορίζουμε επιπλέον αναπληρωτές», δήλωσε ο γ.γ. του ΥΠΑΙΘ κ. Κοπτσής στην ΕΡΤ στις 20 Αυγούστου. Στην πράξη, όμως, φαίνεται πως η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ σκοπεύει να αντιμετωπίσει την πανδημία από τον Σεπτέμβρη με συγχώνευση τμημάτων στα σχολεία ενώ υπάρχει σχεδιασμός για το 2022 για συγχωνεύσεις και σχολικών μονάδων.
Οι συγχωνεύσεις τμημάτων και η επιμονή στα υπερφορτωμένα τμήματα με κριτήριο τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους για την περικοπή των κενών με σαφή στόχο τις μειωμένες προσλήψεις αναπληρωτών, επιβεβαιώνεται από μια σειρά ενεργειών του ΥΠΑΙΘ μέσα στο καλοκαίρι.
Η αρχή έγινε στις αρχές του καλοκαιριού με την προσπάθεια να επιβάλουν
πλαστή μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καταργώντας εκατοντάδες τμήματα πανελλαδικά με αντίστοιχη διόγκωση όσων λειτουργήσουν. Ενώ μέχρι τώρα η ολοκλήρωση των διαδικασιών σχετικά με τις μετεγγραφές των μαθητών, τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη και τμήμα, τις επιλογές των κατευθύνσεων και τον χαρακτηρισμό των ολιγομελών τμημάτων πραγματοποιείται τον Σεπτέμβριο.
Οπως σημειώνει η καθηγήτρια του 39ου ΓΕΛ Αθήνας Ντίνα Γκαρανέ (όπου έχει εκφραστεί η διάθεση Διεύθυνσης Εκπαίδευσης να κόψει 6 τμήματα), εκκρεμεί ακόμη η Υπουργική Απόφαση για την έγκριση των λεγόμενων «ολιγομελών» τμημάτων γενικής παιδείας, τομέων και ειδικοτήτων των ΕΠΑΛ, καθώς και ομάδων προσανατολισμού και κατευθύνσεων στα ΓΕΛ, όπως επίσης και ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί οι εγγραφές και οι μετεγγραφές στα σχολεία. H πρακτική αυτή έχει ρημάξει τις ειδικότητες των ΕΠΑΛ και τις ομάδες προσανατολισμού (στα ΓΕΛ), κοκκινίζοντας τμήματα στο σύστημα, που σημαίνει ότι δεν δίνεται η δυνατότητα εγγραφής σε δεύτερη φάση, ενώ υπάρχουν μαθητές που δεν έχουν γραφεί.
Ακολούθησε η προφορική οδηγία του ΥΠΑΙΘ προς τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης οι οποίες καλούνται να δηλώσουν τα κενά σε παράλληλες στηρίξεις, ΕΒΠ και σχολικούς νοσηλευτές, με πλαφόν μέχρι δύο (2) ανά σχολική μονάδα! Σύμφωνα με ανακοινώσεις ΕΛΜΕ και Συλλόγων Εκπαιδευτικών Π.Ε. με τον τρόπο αυτό χάνονται εκατοντάδες τμήματα παράλληλης στήριξης μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και βέβαια περικόπτονται δραστικά οι προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Ενδεικτικά μόνο σε 2 περιοχές της Αττικής (Α’ Αθήνας και Ανατολικής Αττικής) περικόπτονται περίπου 280 τμήματα που έχουν παιδιά με έγκριση παράλληλης στήριξης.
Στη συνέχεια ακολουθεί μέσα στον Αύγουστο η Εγκύκλιος (100252/E2/12-8-2021) με την οποία το ΥΠΑΙΘ ζητά από τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης να ολοκληρώσουν όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές μέχρι την Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021. Ουσιαστικά, επιδιώκεται, με κλειστά σχολεία να γίνουν οι διαδικασίες από τις διευθύνσεις εκπαίδευσης, ώστε να μην αποτυπωθούν τα πραγματικά κενά.
Αν ο κίνδυνος εξαφάνισης δεκάδων πανεπιστημιακών τμημάτων είναι πλέον ορατός διά γυμνού οφθαλμού, είναι πλέον φανερό ότι ελλοχεύει ένας άλλος κίνδυνος, ακόμη μεγαλύτερος, καθώς το υπουργείο Παιδείας με μεθοδικότητα προχωρά σε μαζικές συγχωνεύσεις τμημάτων ενώ προετοιμάζει τις μαζικές συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων σε όλη τη χώρα.
Σε τηλεδιάσκεψη στελεχών της εκπαίδευσης από τη Δυτική Ελλάδα και την Ηπειρο, που έγινε την Πέμπτη 3 Ιουνίου, ο γ.γ. του υπουργείου Παιδείας κ. Κοπτσής ανήγγειλε γενικευμένες συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων σε πανελλαδικό επίπεδο, με στόχο να προκύψει πλεόνασμα 8.500 εκπαιδευτικών τη νέα σχολική χρονιά.
Ο σχεδιασμός αυτός, που θα αλλάξει δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο, υπήρχε από το τέλος του 2020 αλλά, από τη μία οι σοβαρές αντιστάσεις των εκπαιδευτικών, από την άλλη τα «Λιγναδιακά» και τα προβλήματα της κυβέρνησης με τους χειρισμούς της πανδημίας και των πυρκαγιών, αναγκάστηκε το ΥΠΑΙΘ να τον κρατάει στο «μούσκιο».
Αναφερόμαστε στις «προτάσεις» της Εκθεσης Πισσαρίδη για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (που αποτελεί ένα από τα βασικά manual της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας) που προωθούν, μετά την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, τις συγχωνεύσεις σχολείων και την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών!
Η Εκθεση Πισσαρίδη «ανακαλύπτει» ότι το κόστος ανά ώρα επαφής εκπαιδευτικού και μαθητή στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα πάντα με τους «ειδικούς» της Εκθεσης, (α) στο μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και (β) στον σχετικά χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους.
Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής-διάγνωσης, που, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των υπουργών Παιδείας της τελευταίας 10ετίας (από τη Διαμαντοπούλου έως τον Αρβανιτόπουλο και από τον Λοβέρδο έως την Κεραμέως), έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας:
«Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών - εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας και των ωρολογίων προγραμμάτων των σχολείων, καθώς και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη). Επιπλέον είναι απαραίτητη η προώθηση συγχωνεύσεων σχολείων και η δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων».
Τι ισχυρίζονται ο ΟΟΣΑ και η Εκθεση Πισσαρίδη: «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης». Και αφού καταλήγουν στη διάγνωση, μετά προτείνουν και τη «θεραπευτική αγωγή»: «Εξορθολογισμός» του σχολικού δικτύου, κοντολογίς, εξαφάνιση από το εκπαιδευτικό τοπίο του 15-20% των σχολικών μονάδων.
Οι σκοπιμότητες αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα καθώς η επιχειρηματολογία και τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα, ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας καθώς, βέβαια, και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εκπαίδευσης της χώρας μας με τα πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου