Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Ποιο χρέος πρέπει να αναγνωρίσουμε και ποιο να αρνηθούμε

.
Του Ν.Α. Σούμπλη, Αριστερού ριζοσπάστη

Το τελευταίο διάστημα έγινε κοινός τόπος για πολλούς ξένους και ντόπιους έγκυρους οικονομικούς αναλυτές, μεταξύ των οποίων και το ΔΝΤ, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της, καθόσον αυτό είναι αυτοτροφοδοτούμενο και εξαρτάται κύρια από το ύψος δανεισμού και δευτερευόντως από τα επιτόκια δανεισμού. Ακόμη και με 1% επιτόκιο δανεισμού, πάλι δεν μπορούμε να το εξυπηρετήσουμε. Προτάθηκε μάλιστα και διαγραφή του χρέους κατά 70%.

Βέβαια η κυβέρνηση και η Ε.Ε. επιμένουν να ομιλούν για συνεχή εξυπηρέτηση όλου του χρέους, το οποίο οι ίδιοι ομολογούν ότι θα φθάσει περί το 2013 στο 149% του ΑΕΠ.
Σπεύδουν δε στη συνέχεια να πουν ότι μετά θα αρχίσει να μειώνεται με την πολιτική της άγριας λιτότητας και των περικοπών των εισοδημάτων των εργαζομένων, δηλαδή με εισπρακτικά μέτρα.

Στην ουσία όμως όλοι γνωρίζουν – και γι’ αυτό άρχισαν να το συζητούν – ότι χωρίς ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας και εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, υπό τη μορφή καταρχάς των εκχωρήσεων εκμεταλλεύσεων διαφόρων οικονομικών αντικειμένων, το χρέος δεν πρόκειται να μειωθεί. Αυτό εξάλλου ζήτησε και η Ά. Μέρκελ όταν ζητούσε μετοχές δημοσίων επιχειρήσεων (βλ. ΔΕΗ) ως εγγυήσεις για την είσπραξη των χρημάτων που θα μας δάνειζε.

Σ’ αυτά ακόμη τα ξεπουλήματα (αποκρατικοποιήσεις) και τις εκχωρήσεις ουσιαστικά αναφέρονται και όταν ομιλούν για ανάπτυξη, διότι γνωρίζουν πως τα τελευταία 10 χρόνια, από τον συνολικό όγκο των επενδύσεων στις χώρες της ευρωζώνης, στην Ελλάδα κατευθύνθηκε μόλις το 0,3% αυτών, ενώ η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 2,68% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Έτσι πιστεύει η κυβέρνηση ότι θα αποκτήσει η χώρα την αξιοπιστία της στις αγορές (διάβαζε διεθνές κεφάλαιο), ισχυριζόμενη ταυτόχρονα, όπως και ο ΣΕΒ, ότι με τις αποκρατικοποιήσεις και τις αναδιαρθρώσεις θα φτηνύνουν και τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης στην ελληνική αγορά. Η πείρα όμως διδάσκει ότι όπου έγινε αυτό οι τιμές πολλαπλασιάστηκαν.

Κατά τα άλλα, συνεχίζουν με λίγα λόγια το ίδιο τροπάριο της προσέλκυσης ληστρικών επενδύσεων, όπου ο επιχειρηματικός όμιλος χρηματοδοτεί το αντικείμενο κατά 30% μέσω δανειακών συμβάσεων, το ελληνικό Δημόσιο κατά 70% και με την αποπεράτωση, ή και νωρίτερα, ο επιχειρηματίας εξοφλεί τις δανειακές του υποχρεώσεις σε 3 χρόνια συνεχίζοντας να εισπράττει μεγάλα κέρδη κατά τα επόμενα 20 και πλέον χρόνια.

Μεγάλος χαμένος βέβαια είναι το ελληνικό Δημόσιο, που επιτυγχάνει την απόσβεση της χρηματοδότησης, που συνεισέφερε σε τριπλάσιο χρόνο απ’ ό,τι στις χώρες της ευρωζώνης, και βασικά ο ελληνικός λαός, που πληρώνει το κόστος χρήσης εσαεί. Αυτές είναι οι περίφημες δήθεν Αυτοχρηματοδοτήσεις, Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) κ.λπ., που δεν υποστηρίζονται ποτέ από εναλλακτικές οικονομοτεχνικές μελέτες, ούτε για τα μεγάλα αντικείμενα, και φυσικά δεν γίνεται ποτέ τελικός απολογισμός της εκτέλεσης των συμβάσεων.

Χαρακτηριστικό εδώ είναι το έλλειμμα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, όπου αθροιστικά για 8 χρόνια (Πίνακας Ι) έχουμε 71,898 δισ. ευρώ δαπάνες και έσοδα 27,237 δισ. ευρώ μόνο. Δηλαδή ούτε το 25% των δαπανών δεν αποσβέστηκε. Με καταγγελία και επαναδιαπραγμάτευση των μεγάλων συμβάσεων τα έσοδα μπορούν να αυξηθούν σημαντικά.

Έχουμε ήδη πληρώσει!

Το φαινόμενο της υπερχρέωσης των χωρών, ιδιαίτερα της Νοτίου Ευρώπης, αφ’ ενός μεν είναι αποτέλεσμα του νόμου της ασύμμετρης οικονομικής ανάπτυξης λόγω της μη πολιτικής ενοποίησης ή ομοσπονδιοποίησης της Ευρώπης και της μη ύπαρξης, σε συνθήκες ενιαίου νομίσματος, προϋπολογισμού αναδιανομής και εξισορρόπησης της ανάπτυξης, αλλά, αφ’ ετέρου, είναι και το αποτέλεσμα του σύγχρονου και ολοκληρωμένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που ονομάζεται και νεοφιλελεύθερος.

Βέβαια παρόμοιες μέθοδοι χρησιμοποιούνταν από το διεθνές κεφάλαιο και στο παρελθόν, αλλά με τη σημερινή πλήρη απελευθέρωση των αγορών και την παγκοσμιοποίηση έχουμε πάρα πολύ έντονα φαινόμενα, που ταυτόχρονα στοιχειοθετούν και την πιο μεγάλη και παγκόσμια οικονομική κρίση, που συνεπάγεται και την πολιτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.

Η λεγόμενη απορρύθμιση των αγορών και οι διεθνείς κερδοσκόποι είναι προϊόν του συστήματος και η προσπάθεια της δήθεν ρύθμισης των αγορών, με αποφάσεις των κυβερνήσεων των μητροπόλεων του καπιταλισμού, μόνο προσωρινή αναστολή μέσω πυροσβεστικών μέτρων μπορεί να αποδώσει, επειδή η λειτουργία των κερδοσκόπων έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του συστήματος και την ανάγκη του κεφαλαίου να κερδίζει και χωρίς να επενδύει στην πραγματική οικονομία. Έχει άλλωστε αποκομίσει τεράστια κεφάλαια που δεν μπορεί να τα αφήσει να λιμνάζουν αναξιοποίητα.

Με δεδομένο το πραγματικό αυτό πλαίσιο, πρέπει να εξετάσουμε τώρα ποιο τμήμα από αυτό το χρέος του ελληνικού Δημοσίου καρπώθηκε ο ελληνικός λαός. Αυτό το τμήμα είναι της τάξης του 15% μετά βίας του αναμενόμενου χρέους 325,6 δισ. ευρώ της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας στο τέλος του 2010, ήτοι 50 δισ. ευρώ, και αυτό μπορεί να αναγνωριστεί.

Αφορά την πραγματική αξία των χρηματοδοτήσεων δημοσίων επενδύσεων και ένα τμήμα των εξοπλιστικών δαπανών της χώρας, που αφορά τις καθαρές αμυντικές δαπάνες και όχι τις δαπάνες για τα όπλα του ΝΑΤΟ ώστε να παίζει η χώρα μας τον διεθνή χωροφύλακα στην Ερυθρά, στον Περσικό, στο Κόσοβο κ.α. Βάσει του Πίνακα Ι, το έλλειμμα των δημοσίων επενδύσεων για 8 χρόνια είναι αθροιστικά 44,662 δισ. ευρώ και των εξοπλιστικών προγραμμάτων ΥΕΘΑ 13,974 δισ. ευρώ, δηλαδή συνολικά 58,636 δισ. ευρώ. Με μικρό έλεγχο αυτών των συμβάσεων ή και ακύρωση κάποιων παραγγελιών προμηθειών, μπορεί άνετα να μειωθεί στα 50 δισ. ευρώ.

Αυτά τα 50 δισ. ευρώ, πλέον κάποιων θεμιτών τόκων (π.χ. τόκων καταθέσεων προθεσμιών – σημείο επαναδιαπραγμάτευσης), μπορεί να αναγνωρίσει ο ελληνικός λαός και να εγγυηθεί την αποπληρωμή τους, όταν ανασυγκροτηθεί παραγωγικά η χώρα, με έκδοση νέων ομολόγων ισόποσης αξίας, που θα αποδοθούν στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων (Ελλήνων και Ευρωπαίων) και στους μικροκαταθέτες, που βάσει των πρόσφατων στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος κατέχουν συνολικά το 15% των ελληνικών ομολόγων.

Το υπόλοιπο 85% του χρέους πρέπει να το αρνηθούμε και να μην το αποπληρώσουμε, επειδή πρέπει να διαγραφεί, καθόσον οι δήθεν δικαιούχοι του (τράπεζες, μεγαλοκεφαλαιούχοι, διεθνείς κερδοσκόποι, διεφθαρμένοι πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί κ.ά.) έχουν ήδη αποπληρωθεί με διάφορους τρόπους στο πολλαπλάσιο.

Χαρακτηριστικά, βάσει των εισηγητικών εκθέσεων των προϋπολογισμών του κράτους, τη δεκαετία 2000-2009 το Δημόσιο πλήρωσε 313,746 δισ. ευρώ τοκοχρεολύσια, χωρίς να περιλαμβάνονται οι πρόσθετες δαπάνες για την εξόφληση των βραχυπρόθεσμων τίτλων, που μόνο το 2009 ανήλθαν στο ποσό των 36,904 δισ. ευρώ και ένα μέρος αυτών θα αποπληρωθεί το 2010.

Το ένα τρίτο περίπου από το ποσό αυτό είναι τόκοι, ενώ το συνολικό χρέος στο τέλος του 1999 ήταν 122 δισ. ευρώ και στο σύνολο της δεκαετίας 2000-2009 η χώρα παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από τα 10 δισ. ευρώ.

Συμπερασματικά πρέπει να αρνηθούμε το 85% του χρέους και να επαναδιαπραγματευτούμε τους όρους του 15% που αναγνωρίζουμε. Η παύση πληρωμής όμως της εξυπηρέτησης όλου του χρέους πρέπει να γίνει άμεσα, αν θέλουμε να διασώσουμε τη χώρα και τον λαό μας. Αυτό σημαίνει επιστροφή στη δραχμή.

Περί συνολικής αποπληρωμής

Εδώ όμως διατυπώνεται η διαφορετική άποψη της ανάγκης εξυπηρέτησης όλου του χρέους. Δυστυχώς δε την άποψη αυτήν την υιοθετούν και αριστεροί. Άλλοι προτείνουν επαναδιαπραγμάτευση των επιτοκίων δανεισμού και χρονική αναδιάρθρωση του χρέους (να πάει πίσω) και με διμερείς συμβάσεις δανεισμού με χώρες εκτός ευρωζώνης κ.λπ. Όλες βέβαια αυτές οι προτάσεις αποβλέπουν στη συνολική εξυπηρέτηση όλου του χρέους και γι’ αυτό στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εκληφθούν ως διαχειριστικές. Ως προτάσεις δηλαδή της Αριστεράς του συστήματος, που βεβαίως και αυτές δεν γίνονται δεκτές από την Ε.Ε.

Ακόμη διατυπώνεται η άποψη ότι το χρέος πρέπει να το αποπληρώσουν αυτοί που το καρπώθηκαν στην Ελλάδα και όχι οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι. Κατ’ ουσίαν δηλαδή ζητά να πάρουμε τα χρήματα από την ντόπια οικονομική ολιγαρχία και να αποπληρώσουμε τους διεθνείς κερδοσκόπους. Αλλά και αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοβαρή αντικαπιταλιστική άποψη, πέραν του ότι αναβάλλει τη ρήξη για το μέλλον.

Αλλά μέχρι τότε τι γίνεται; Μόνο διαμαρτυρία με αίτημα να παρθούν τα μέτρα πίσω και να ανατραπεί η παρούσα κυβέρνηση; Για να τη διαδεχτεί ποια; Και τι θα γίνει όταν η χώρα έχει πλέον αφρικανοποιηθεί, οι εξαρτήσεις και η απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων έχουν επιβληθεί και ισχυροποιηθεί και η πλήρης εξαθλίωση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων μεσουρανήσει;

Η απάντηση σ’ όλα αυτά είναι η δημιουργία ενός λαϊκού κοινωνικού πατριωτικού μετώπου. Η δυνατότητα επιβίωσης και ανάπτυξης, με τα απαραίτητα συνοδευτικά μέτρα, θα αναπτυχθεί σε επόμενο άρθρο.

Πηγή: Το ποντίκι (δείτε αναλυτικούς πίνακες εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: