Σάββατο 9 Απριλίου 2011

ΔΙΘΕΣΙΑ, ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΠΟΥ ΔΟΥΛΕΥΑΜΕ

Του Δημήτρη Φυσεκίδη, 
δασκάλου στα μειονοτικά σχολεία

Όταν δούλευα στον Κίδαρι με ένα μαθητή, (το 1900 κόλα κάσμα που ’λεγε και ο πατέρας μου,) για φαγητό πήγαινα στη Μέδουσα -που από 200 παιδιά πριν από κάποια χρόνια τότε είχε καμιά εικοσαριά- και όταν είχα όρεξη για βόλτες πήγαινα στην Κοττάνη . Ένα πανέμορφο πομακοχώρι, στα όρια πομακόφωνου και τουρκόφωνου ορεινού χώρου,
 με πέτρινα σπίτια, αμφιθεατρικά χτισμένο σε μια στροφή που κάνει ο ποταμός των Θερμών που παρακάτω, συναντώντας τον ποταμό του Εχίνου, δημιουργεί τον Κομψάτο. Όποιος έχει όρεξη για μεγάλες, άγριες βόλτες, τελευταία άνοιξε μια πανέμορφη ταβέρνα εκεί, παραδοσιακή στην ουσία της και όχι στο φαίνεσθαι.

Μπήκα λοιπόν  μερικές φορές και στο, ερειπωμένο τότε πια, σχολειό της  για να πάρω εικόνες από μια σχολική ζωή που ’χε  σβήσει σε κείνο το χωριό και σε κείνο το διδακτήριο  πριν από 20-30 χρόνια. Πίσω από τη διδασκαλική  έδρα υπήρχε απλωμένη στον τοίχο η παλιά  ελληνική σημαία με το μεγάλο κυρίαρχο σταυρό στο κέντρο  αλλά μ’ ένα στοιχείο που μου τράβηξε το ενδιαφέρον, στο κέντρο του σταυρού της ήταν ραμμένο ένα πανάκι που κάλυπτε κάτι. Πλησίασα λοιπόν και το ανασήκωσα για να δω κρυμμένο από κάτω το στέμμα της βασιλικής δυναστείας των Ελλήνων, των Γκλύξμπουργκ της Δανίας.

Το σχολείο λοιπόν αυτό είχε ακούσει τελευταία παιδικές φωνές επί Κωνσταντίνου του Β΄  και λίγο μετά το πολιτειακό δημοψήφισμα της Χούντας (1973) ή του Καραμανλή  (1974) εξέπνευσε. Οπότε  οι δυο του δάσκαλοι πήραν δρόμο από κει και το ελληνικό δημόσιο γλύτωσε ένα σωρό λεφτά που του κόστιζε η συντήρηση όλου αυτού σε μια εσχατιά της χώρας. Γλύτωσε  κι άλλα τόσα όταν ήρθε η σειρά του Κίδαρι να κλείσει και πήγα στο Αιμόνιο. Το οποίο βέβαια και αυτό μετά από δέκα περίπου χρόνια έκλεισε. Εδώ βέβαια θα μπορούσαν να δημιουργηθούν κάποιοι συνειρμοί σχετικά με τη διδασκαλική μου καριέρα  αλλά τους αντεπεξέρχομαι γιατί, όταν πήγα στα Βαφέικα, το χριστιανικό έκλεισε και πήγαν τα παιδάκια στη Γενισέα και όχι το δικό μου.. 

Η ουσία είναι ότι όταν πήραμε δρόμο από το Αιμόνιο και γω και ο συνάδελφος ( γεια σου Ισμέτ!)  παίρναμε ( ελέω δυσπροσίτου) από 30,000 ευρώ έκαστος, συν 5,000 ευρώ τα ετήσια λειτουργικά έξοδα του διδακτηρίου, 65,000 ευρώ το χρόνο βάζουν στην άκρη κάθε χρόνο μόνο από το Αιμόνιο, και δεν έκλεισε μόνο αυτό, έκλεισε και το Ποταμοχώρι, οι Μέσες Θέρμες, το Σιρόκο, το Πίλημα, η Ισαία, το Ανθηρό, η Θεοτόκος, υποβιβάστηκαν οι Σάτρες, θα υποβιβαστεί η Κοτύλη. Και αυτή είναι η δική μου εμπειρία, χθεσινός δάσκαλος, ένας παλαιότερος θα παρέθετε πολύ περισσότερα.  Κι αυτό είναι ένα μικρό δείγμα  ενός γενικευμένου φαινομένου από  μια γωνιά της  ελληνικής υπαίθρου. Αυτή σύμπασα υφίσταται πληθυσμιακή αφαίμαξη και σχολική ερήμωση από τον εμφύλιο και μετά. 

Ας μας πει κάποιος πόσα λεφτά βάλανε στην άκρη από την κατάργηση και συγχώνευση χιλιάδων θέσεων τόσα χρόνια τώρα. Από τους δικούς μου μπακάλικους υπολογισμούς και από τη δική τους εκσυγχρονιστική λογική προκύπτει πως ήταν πολύ επικερδής η δημογραφική  απομύζηση της ελληνικής επαρχίας και  η εγκατάλειψη της ορεινής Ελλάδας. Σίγουρα εθνικά ήταν πολύ επωφελές το ρήμαγμα της ελληνικής μεθορίου για τη γιγάντωση ενός νότιου και ενός βόρειου αστικού κέντρου. Και για να πάρουμε και την επιστημονική διάσταση έχω την αίσθηση ότι τα μικρά σχολεία της ορεινής Ελλάδας βγάλανε περισσότερους επιστήμονες από τις Γκράβες,  και για να δούμε και τη παιδαγωγική διάσταση, εδώ πια είναι βεβαιότητα και όχι αίσθηση, εκείνα ήταν σχολεία που οι απόφοιτοί   τους τα αγαπούσαν και δεν τα καίγανε… 

Αν μετά απ’ όλ’ αυτά  μας πείσουν, ας κάτσουμε στο τραπέζι της διαβούλευσης να συζητήσουμε πώς θα κλείσουμε και τα εναπομείναντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: