Οι Έλληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι – και όλα αυτά με περίπου τις μισές ετήσιες αποδοχές.
Κάθε πόλεμος αρχίζει με τα λόγια και το υπουργείο Παιδείας βιάζεται να συμπληρώσει πολλά ένσημα στην προσπάθειά του να πείσει την κοινή γνώμη ότι ενδιαφέρεται για να μη χάνουν διδακτικές ώρες οι μαθητές. Οι περίπου 160.000 μόνιμοι και αναπληρωτές εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι το υπουργείο Παιδείας ξεχνάει τις 100.000 ώρες που χάθηκαν μέχρι τώρα τη φετινή σχολική χρονιά, λόγω των ακάλυπτων κενών θέσεων.
«Εμείς αποκαταστήσαμε τη γιορτή, αλλά θα γίνονται και μαθήματα. Γιατί να μη γίνονται μαθήματα; Είναι μέλημά μας να μη χάνονται μαθήματα», είπε πρόσφατα η Νίκη Κεραμέως. «Σε κάποια συγκριτικά στοιχεία, είμαστε χαμηλότερα από άλλες χώρες του ΟΟΣΑ σχετικά με τις διδακτικές ώρες συνολικά. Άρα είναι μέλημά μας να μη χάνουν τα παιδιά μας ώρες», τόνισε η υπουργός Παιδείας.
«Συμπτωματικά», οι εκπρόσωποι των σχολαρχών με δελτίο τύπου ζητούν να εφαρμοστούν οι «οδηγίες» του ΟΟΣΑ και να αυξηθεί το ωράριο των εκπαιδευτικών, ενώ, λίγες μέρες πριν, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, κληθείς να σχολιάσει την απόφαση του υπουργείου Παιδείας αναφορικά με την εορτή των Τριών Ιεραρχών, χρησιμοποιώντας λόγο κοινωνικού αυτοματισμού, δήλωσε: «Έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει. Όλα τα άλλα είναι αστειότητες και προφάσεις. Η αργία είναι για τους τεμπέληδες».
Την περίοδο 2010-2011, το υπουργείο Παιδείας, για να πείσει την κοινή γνώμη ότι οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας εργάζονται λίγο, «έδωσε τα ρέστα του» στη διαστρέβλωση των συγκριτικών στοιχείων του χρόνου εργασίας, δίνοντας στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη και στον ΟΟΣΑ με διδακτικό ωράριο 16 ωρών! Στη συνέχεια, τα «πρόθυμα» ΜΜΕ «ανακάλυψαν» τους μαθητές «που βρίσκονται στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής τους», συμμερίστηκαν τους γονείς «που αγωνιούν για την τύχη των παιδιών τους» και, τραβώντας το νήμα στα άκρα, έπαιξαν το γνωστό τους ρεφρέν με τους «βολεψάκηδες καθηγητές, τους ιδιαιτεράκηδες», παρουσιάζοντας τους εκπαιδευτικούς σαν «κοπανατζήδες», «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας».
Στην πραγματικότητα, το διδακτικό ωράριο των καθηγητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση άρχιζε, την περίοδο εκείνη, από τις 21 ώρες την εβδομάδα και αποκλιμακωνόταν ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας σε 19, 18 και τελικά 16 μετά την εικοσαετία. Αποτέλεσμα; Αφού προετοιμάστηκε η κοινή γνώμη, το υπουργείο Παιδείας, το 2013, αύξησε το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών κατά 2 ώρες, ενώ την ίδια περίοδο «απογείωσε» τα εξωδιδακτικά τους καθήκοντα.
Επικοινωνιακά, το έδαφος για την αύξηση του διδακτικού ωραρίου το έστρωσε –ποιος άλλος;– ο ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τον οποίο οι Έλληνες εκπαιδευτικοί δίδασκαν μόλις 528 ώρες ετησίως, έναντι 663 (στην Κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) και 629 ωρών (στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) των συναδέλφων τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βέβαια, αυτό που εντέχνως παραλείφθηκε να αναφερθεί ήταν ότι η συγκεκριμένη απόκλιση δεν οφειλόταν στο μικρό εβδομαδιαίο διδακτικό ωράριο –κάθε άλλο– αλλά στην εξεταστικολαγνεία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό αναλυτή Δημήτρη Τσιριγώτη, αυτό το στοιχείο χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για να επιβληθεί η γνωστή αύξηση ωραρίου κατά 2 ώρες στους Έλληνες εκπαιδευτικούς. Όμως το στοιχείο αυτό ήταν ψευδές, γιατί δεν συμπεριελάμβανε και τις περίπου 5 εβδομάδες εξετάσεων (προαγωγικές, επαναληπτικές, πανελλήνιες κ.λπ.) που πραγματοποιούνταν εκείνη την περίοδο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα. Να τονίσουμε εδώ ότι οι άλλες χώρες και θεωρούν τις μέρες των εξετάσεων ως μέρες διδασκαλίας αλλά και έχουν πολύ λιγότερες μέρες εξετάσεων από το δικό μας σχολείο.
Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό αναλυτή Γιάννη Βαρδαλαχάκη, τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα, ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.
Παράλληλα, το μέλος του Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Πειραιά, Γιώργος Καββαδίας, σημειώνει ότι «τίθεται και ένα μείζον θέμα εγκυρότητας των στατιστικών μελετών του ΟΟΣΑ, που ουσιαστικά, για να βρουν την αναλογία εκπαιδευτικών - μαθητών, απλά κάνουν μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της κάθε χώρας. Ειδικά για τη χώρα μας, δεν λαμβάνουν υπόψη ότι υπάρχουν πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά, όπου οι εκπαιδευτικοί είναι πολλές φορές ακόμα και περισσότεροι από τους μαθητές».
Ας τα ξεκαθαρίσουμε λοιπόν:
Η ανάγνωση του πίνακα φανερώνει ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί περνούν στην αίθουσα 20,5 διδακτικές ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα, μισή ώρα παραπάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα συγκρίσιμα δεδομένα. Η σύγκριση του μισθού με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας επιβεβαιώνει επίσης ότι οι Έλληνες καθηγητές κατατάσσονται χαμηλότερα στην εγχώρια εισοδηματική κλίμακα σε σχέση με την Ευρωζώνη, όπου ο εκπαιδευτικός είναι ένας συγκριτικά καλύτερα αμειβόμενος μισθωτός.
Κοντολογίς, οι Έλληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι –και όλα αυτά με περίπου τις μισές ετήσιες αποδοχές.
Οι εργάσιμες εβδομάδες είναι 39 στη χώρα μας, έναντι 38 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το περίφημο δίμηνο των καλοκαιρινών διακοπών συναντάται, εκτός από την Ελλάδα, στην Αυστρία (2,5 μήνες), το Βέλγιο, την Κύπρο, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Πολωνία, την Ισπανία και τη Β. Ιρλανδία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες οι διακοπές είναι διάσπαρτες κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους.
Οι ετήσιες ημέρες διδασκαλίας ήταν πράγματι λιγότερες (153 έναντι 176), αυτό ωστόσο οφειλόταν αποκλειστικά στη σχεδόν δίμηνη μετατροπή των σχολείων σε εξεταστικά κέντρα κατά τις περιόδους του Μαΐου - Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου (επαναληπτικές εξετάσεις πριν καταργηθούν). Αυτός είναι και ο βασικός παράγοντας που συμβάλλει στο να εμφανίζονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί ότι δίδασκαν λιγότερο του διεθνούς μέσου όρου ετησίως.
Ακόμη και ο ΟΟΣΑ παραδέχεται ότι ο συνολικός χρόνος που περνούν οι εκπαιδευτικοί στο σχολείο στην Ελλάδα είναι σημαντικά μεγαλύτερος του διεθνούς μέσου όρου (1.170 ώρες, έναντι 1.030). Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί μετά την αποχώρησή τους από το σχολείο επιφορτίζονται με μεγαλύτερο φόρτο εργασίας σε όρους προετοιμασίας, διόρθωσης γραπτών και εργασιών κ.ά., εξαιτίας της ενασχόλησής τους με άσχετα προς το αντικείμενο της διδασκαλίας καθήκοντα (γραμματειακή υποστήριξη), κατά την παραμονή τους σε αυτό.
Τέλος, ένα ζήτημα για το οποίο σπάνια γίνεται λόγος είναι η μισθολογική απαξίωση, καθώς όποιον μισθολογικό δείκτη και αν επιλέξει κανείς, είναι ξεκάθαρο ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί κατατάσσονται στους χειρότερα αμειβόμενους πανευρωπαϊκώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου