Σε λιγο δικαζεται η δασκαλα της Σαμου που δεχτηκε προσφυγόπουλα στην ταξη της.
Δικαζεται γιατι δεν εγινε υπαλληλισκος, αδιαφορη, πληκτικη διεκπεραιωση, ανθρωπακι, ταξινομητης, ιδιαιτερατζου, χαρτογιακας.
Εμεινε μονο δασκαλα.
Πώς εγινε και την ωρα που αλυχτουσαν ευυπολητοι γονεις εξω και μεσα απο τα καγκελα του σχολειου και ξεκινουσαν τ αλυχτισματα με τη φραση, » δεν ειμαστε ρατσιστες αλλα…» και μετα τα αλυχτισματα γινοντουσαν κιτρινα και δυσωδη, » Κουβαλουν αρρωστιες. Ειναι βρωμικα, Δεν ξερουν ελληνικα. Δεν ξερουν να κανουν το σταυρο τους. Ειναι εισβολεις, ειναι τρομοκρατες, ειναι αλλοθρησκοι, ειναι ξενοι, ειναι επικινδυνοι, ειναι σκονη, ειναι οι αλλοι. Δεν ειναι εμεις » πώς εγινε λοιπον και η δασκαλα δεν φοβηθηκε, αυτο ειναι ελπιδα.
Ειναι μια χειρολαβη σ συτο το ματρακα, που τρεχει ξεφρενα στην κατηφορα, με σπασμενα φρενα και σκασμενα λαστιχα.
Ειναι μια γουλια καθαρο νερο την ωρα της μεγαλης διψας.
Η δασκαλα ειδε κατι ματια πελωρια που μεσα τους ειχαν τυπωθει ερειπια, εκρηξεις, πυρπολημενα κτιρια, κομμενα ποδια και σκεφτηκε, «εγω πρεπει να ξανακανω ολον αυτο τον ερειπωμενο τοπο, ματια».
Η δασκαλα ειδε μια μικρη πλατη, προωρα καμπουριασμενη, να κουβαλα μια φθαρμενη τσαντα, με σχολικά βιβλια σε αγνωστη γλωσσα και σκεφτηκε, «Δεν πνιγηκε στη θαλασσα και δεν θα το αφησω να πνιγει σ ενα βιβλιο με παιδικες ζωγραφιες»
Η δασκαλα ειδε την αγελη των ευηποληπτων, ακουσε τα κιτρινα, δυσωδη αλυχτισματα και σκεφτηκε, » αν φοβηθω, δεν θα μπορω πια να περπατω ορθια, θα σερνομαι.
Δεν θα μπορω να ξανατραγουδησω παιδικα τραγουδια. Θα ειμαι τοσο παραφωνη, που ολα τα παιδια θα κλεινουν τρομαγμενα τ’ αυτια τους.
Δεν θα μπορω να ξαναγραψω στον πινακα πως δύο και δύο κανουν τεσσερα, αφου, θα εχω αποδεχτει πως κανουνε μηδεν.
Αν φοβηθω, σημαινει πως αποδεχομαι εναν κοσμο που τα παιδια μπορει και να ναι, σκονη, σκουπιδια, εισβολεις, «προσχημα των γονιων τους για διακοπες σε στρατοπεδα συγκεντρωσης».
Λιντσαρισμενα τυφλα γατια.
-Δασκαλα, εισαι ο στιχος του Μαχμουτ Νταρουί, » αχ και να ημουν ενα κερι μες στο σκοταδι».
Πριν καν μπουν τα προσφυγόπουλα στην ταξη σου, ειχες ταξιδεψει μαζι τους στη σαπιοβαρκα, ειχες ναυαγησει μαζι τους στη νυχτερινη φουρτουνα, και δεν βουλιαξαν γιατι εσυ ησουν σωσιβιο.
Δεν μπορω να φανταστω τι θα καταμαρτυρησει ενας ευηπολητος μαρτυρας κατηγοριας. Μπορω ισως διαβαζοντας τον τρομο και την αθλιοτητα του Γ’ Ραιχ, να δω τι φανταστηκε ο Μπρεχτ.
Ουτε και να σκεφτω μπορω, τι μπορει θα πει ενας δικαστης οταν δικαζει ενα σωσιβιο.
Ξερω ομως τι θα πεις εσυ.
Ενα παιδικο τραγουδι.
Και θα τεντωσουν τ αυτια τους, να τ’ ακουσουν, ολα τα χαμενα παιδια, τα αλλα παιδια, ακομα και τα τυφλα, κακοποιημενα γατια.
Και θα γεμισουν ολα τα βιβλια με ευαναγνωστα γραμματα και παιδικες ζωγραφιες.
Και πανω στον πινακα η κιμωλια θα γραψει μονη της, δυο και δυο μας κανουν τεσσερα.
Νίνα Γεωργιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου