Ήταν χαράματα Παρασκευής της 17 Αυγούστου 1944. Πριν ακόμα
διαλυθεί το σκοτάδι η Κοκκινιά βρέθηκε κυκλωμένη απ’ όλες τις μεριές. Γερμανοί,
χωροφύλακες και γερμανοτσολιάδες ρίχνονται με λύσσα να εκδικηθούν τη λαϊκή
συνοικία που στάθηκε πρωτοπόρα στον αγώνα ενάντια στον φασισμό.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρόμου που επιτείνονταν από τους αναρίθμητους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις χειροβομβίδων και την απειλή της «επιτόπου επέλασης» μάζεψαν όλους τους άνδρες δεκατεσσάρων ως εξήντα ετών. Σε λίγο ακούστηκαν τα χωνιά, μόνο που αυτή τα φορά δεν τα κρατούσαν χέρια ΕΠΟΝιτών, αλλά ταγματασφαλιτών:
Σύνολο 20 χιλιάδες περίπου στην Πλατεία Οσίας Ξένης. Κι ύστερα άρχισαν τα ομαδικά βασανιστήρια, οι ταπεινώσεις και οι εκτελέσεις. Από τους συγκεντρωμένους στην Πλατεία οι μασκοφόροι διάλεξαν πολλές δεκάδες παλικάρια που εκτελέστηκαν από τους ταγματασφαλίτες στη ματωμένη μάντρα, μπροστά στα μάτια των δικών τους.
Με ξυλοδαρμούς, κλοτσιές, χτυπήματα με τους υποκόπανους των όπλων, με πρωταγωνιστή τον περιβόητο Πλυτζανόπουλο, οδηγήθηκαν 76 πατριώτες μαζί και η ηρωίδα Διαμάντω Κουμπάκη και εκτελέστηκαν στη «Μάντρα», 50 άλλοι εκτελέστηκαν σε μια άλλη «μάντρα» στα Αρμένικα, 40 κάηκαν στο «Σχιστό» και άλλοι δολοφονήθηκαν στους δρόμους και στα σπίτια τους.
Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και απ’ αυτούς 1.000 σύρθηκαν στα κάτεργα της Γερμανίας όμηροι, απ’ όπου πολλοί δε γύρισαν ποτέ. Συνολικά 315 ήταν τα θύματα της θηριωδίας του Μπλόκου της Κοκκινιάς.
Όμως οι ηρωικοί νεκροί της Κοκκινιάς έμελλε να σταθούν για άλλη μια φορά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όταν το Μάρτη του 1947 το Γ’ Δικαστήριο δοσιλόγων αθώωσε τους προδότες εγκληματίες Πλυτζανόπουλο και Σγούρο (πρωταγωνιστές της σφαγής)! Ο Πλυτζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού και ο ανηψιός του έγινε δήμαρχος Κοκκινιάς απ’ τη Χούντα.
Στην απολογία του στο Β’ Δικαστήριο δοσιλόγων ο Ν. Μπουραντάς είπε κυνικά: «Εγώ τρώγω ένα ξεροκόμματο βουτηγμένο στο αίμα! Αλλά ρέει στις φλέβες μου άφθονο ελληνικό αίμα». Αναφερόμενος στο Μπλόκο της Κοκκινιάς ο ίδιος είπε ότι πήγε με το μηχανοκίνητο και την ξεκαθάρισε και «διευκόλυνε το έργο της Ειδικής και των Ταγμάτων που πήγαν την άλλη μέρα»…
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρόμου που επιτείνονταν από τους αναρίθμητους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις χειροβομβίδων και την απειλή της «επιτόπου επέλασης» μάζεψαν όλους τους άνδρες δεκατεσσάρων ως εξήντα ετών. Σε λίγο ακούστηκαν τα χωνιά, μόνο που αυτή τα φορά δεν τα κρατούσαν χέρια ΕΠΟΝιτών, αλλά ταγματασφαλιτών:
«Προσοχή – Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα
Ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας
Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί
τόπου»
Σύνολο 20 χιλιάδες περίπου στην Πλατεία Οσίας Ξένης. Κι ύστερα άρχισαν τα ομαδικά βασανιστήρια, οι ταπεινώσεις και οι εκτελέσεις. Από τους συγκεντρωμένους στην Πλατεία οι μασκοφόροι διάλεξαν πολλές δεκάδες παλικάρια που εκτελέστηκαν από τους ταγματασφαλίτες στη ματωμένη μάντρα, μπροστά στα μάτια των δικών τους.
Με ξυλοδαρμούς, κλοτσιές, χτυπήματα με τους υποκόπανους των όπλων, με πρωταγωνιστή τον περιβόητο Πλυτζανόπουλο, οδηγήθηκαν 76 πατριώτες μαζί και η ηρωίδα Διαμάντω Κουμπάκη και εκτελέστηκαν στη «Μάντρα», 50 άλλοι εκτελέστηκαν σε μια άλλη «μάντρα» στα Αρμένικα, 40 κάηκαν στο «Σχιστό» και άλλοι δολοφονήθηκαν στους δρόμους και στα σπίτια τους.
Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και απ’ αυτούς 1.000 σύρθηκαν στα κάτεργα της Γερμανίας όμηροι, απ’ όπου πολλοί δε γύρισαν ποτέ. Συνολικά 315 ήταν τα θύματα της θηριωδίας του Μπλόκου της Κοκκινιάς.
Όμως οι ηρωικοί νεκροί της Κοκκινιάς έμελλε να σταθούν για άλλη μια φορά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όταν το Μάρτη του 1947 το Γ’ Δικαστήριο δοσιλόγων αθώωσε τους προδότες εγκληματίες Πλυτζανόπουλο και Σγούρο (πρωταγωνιστές της σφαγής)! Ο Πλυτζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού και ο ανηψιός του έγινε δήμαρχος Κοκκινιάς απ’ τη Χούντα.
Στην απολογία του στο Β’ Δικαστήριο δοσιλόγων ο Ν. Μπουραντάς είπε κυνικά: «Εγώ τρώγω ένα ξεροκόμματο βουτηγμένο στο αίμα! Αλλά ρέει στις φλέβες μου άφθονο ελληνικό αίμα». Αναφερόμενος στο Μπλόκο της Κοκκινιάς ο ίδιος είπε ότι πήγε με το μηχανοκίνητο και την ξεκαθάρισε και «διευκόλυνε το έργο της Ειδικής και των Ταγμάτων που πήγαν την άλλη μέρα»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου