Ο δικτάτορας Μεταξάς έκαψε το βιβλίο του, πολέμησε στο μέτωπο του ’40 και
προτάθηκε 4 φορές για Νόμπελ
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1912 στις Κροκεές του νομού Λακωνίας. Έμενε σε ένα κτήμα μαζί με τους γονείς του, τα πέντε αδέρφια του και τους θείους
του. Ο πατέρας του ήταν φτωχός και παρά τις προσπάθειες του να κερδίσει χρήματα, ποτέ δεν ήταν αρκετά για να συντηρήσει ολόκληρη την οικογένεια του. Έτσι, ο Νικηφόρος μετακόμισε στο σπίτι του θείου του, Νίκου Παντελεάκη, ο οποίος τον στήριξε οικονομικά στις πιο δύσκολες στιγμές του. Τα χρόνια που πέρασε ο Βρεττάκος στο κτήμα, απομονωμένος από τον υλικό πολιτισμό και κοντά στη φύση, έδρασαν καταλυτικά στον χαρακτήρα του αλλά και στην ποίησή του. Τελείωσε το δημοτικό στις Κροκεές το 1923 και γράφτηκε στο γυμνάσιο του Γυθείου. Μαζί με τον Βρεττάκο στο γυμνάσιο φοιτούσε και ο Γιάννης Ρίτσος.
Οι οικονομικές δυσκολίες τον απομακρύνουν από τις σπουδές
Τον Νοέμβριο του 1929, ο νεαρός και φιλόδοξος Νικηφόρος μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφερε να πάρει πτυχίο από τη Νομική σχολή γιατί εργαζόταν για να επιβιώσει. Ο Βρεττάκος έκανε πολλές περιστασιακές δουλειές, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν χειρωνακτικές. Παρά τη μεγάλη σωματική κούραση, ο Νικηφόρος κατάφερε να μην απομακρυνθεί από την ποίηση που τόσο πολύ αγαπούσε. Το 1929 και το 1932 μάλιστα κυκλοφόρησαν δύο ποιητικές συλλογές του: «Κάτω από σκιές και φώτα» και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων». Ο νεαρός ποιητής κέντρισε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά που ζήτησε δημοσίως να τον γνωρίσει από κοντά.
Η δικτατορία του Μεταξά έριξε στην πυρά έργο του Βρεττάκου
Σε ηλικία 20 χρόνων, ο Βρεττάκος υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό με μειωμένη θητεία, καθώς ήταν προστάτης της οικογένειας του. Αμέσως μετά γνώρισε την φιλόλογο Καλλιόπη Αποστολίδη και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν και απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, την Ευγενία. Το ζευγάρι εργαζόταν μαζί στις Γενικές Αποθήκες Στρατού στον Πειραιά.
Το έργο του «ο Πόλεμος» που κυκλοφόρησε το 1935, απαγορεύτηκε επί Μεταξά.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου το έκαψε, καθώς το περιεχόμενο του θεωρήθηκε επικίνδυνο και παραπλανητικό για το ολοκληρωτικό καθεστώς.
Λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βρεττάκος εργαζόταν στο Υπουργείο Εργασίας, ενώ η γυναίκα του ήταν στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Το 1938 έφερε στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους, τον Κώστα.
Ο Βρεττάκος πολεμά τους Ιταλούς και παίρνει ενεργό μέρος στην Αντίσταση
Τα χρόνια του πολέμου αποδείχτηκαν δύσκολα και για τον ποιητή. Με σθένος και ηρωισμό, ο Βρεττάκος πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Το 1941 επέστρεψε στην Αθήνα μετά τη διάλυση του Συντάγματός του. Εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ, ενώ οι πολιτικές του αντιλήψεις τον οδήγησαν να γραφτεί στο ΚΚΕ. Όλη την περίοδο που ο Βρεττάκος υπήρξε στρατιώτης, δεν σταμάτησε στιγμή να γράφει. Οι φρικαλεότητες του πολέμου, οι κακουχίες της Κατοχής και η έκρυθμη πολιτική κατάσταση διαφαίνονται σε πολλά έργα του, με κύριο εκπρόσωπο το «Αγρίμι». Μετά τον πόλεμο κυκλοφόρησε το «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Το περιεχόμενό του ενόχλησε το ΚΚΕ, που θεώρησε ότι ο Βρεττάκος δεν συμφωνούσε με την πολιτική γραμμή του κόμματος και τον διέγραψε.
Τα χρόνια του Πειραιά και το οικονομικό αδιέξοδο
Ο Βρεττάκος στον τόπο καταγωγής του, στην αγαπημένη του Λακωνία. Πάντα μιλούσε για ιδανικά, ελευθερία και ανιδιοτέλεια Ο Βρεττάκος εξέδιδε ανελλιπώς ποιητικές συλλογές. Το 1955 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά και αυτό του έδωσε την δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με τα καλλιτεχνικά και τον κόσμο του πνεύματος. Η δράση του επικεντρώθηκε στα πολιτισμικά δρώμενα του Πειραιά και με την βοήθεια του Άγγελου Σικελιανού, που είχαν γνωριστεί και κρατούσαν επαφή, ίδρυσε καλλιτεχνικά και πνευματικά κέντρα στην πόλη. Ωστόσο, για ακόμη μια φορά ο Βρεττάκος βρέθηκε αντιμέτωπος με νέες δοκιμασίες. Το σπίτι του στον Πειραιά, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια, κατεδαφίστηκε και το 1962 έμεινε άνεργος. Οι αριστερές του απόψεις υπήρξαν εμπόδιο στην πρόσληψή του σε οποιαδήποτε δουλειά. Το 1964 ο Βρεττάκος μετακόμισε στην Αθήνα και κατάφερε με τη συνδρομή του φίλου του Λουκή Ακρίτα να εργαστεί ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο.
Η αυτοεξορία του κατά τη διάρκεια της Χούντας
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ο γιος του Βρεττάκου φυλακίστηκε. Ο ποιητής πικραμένος αυτοεξορίστηκε αρχικά στην Ελβετία. Τον χρόνο παραμονής του στο εξωτερικό τον αξιοποίησε πραγματοποιώντας ταξίδια σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δίνοντας διαλέξεις και γράφοντας ασταμάτητα. Ο Βρεττάκος κατάφερε προτού επαναπατριστεί να καταξιωθεί παγκοσμίως για το ποιητικό του έργο.
Επιστροφή στην πατρίδα του
Μετά την παραμονή του στην Ελβετία, ο Νικηφόρος Βρεττάκος μετακόμισε στην Ιταλία και σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο βοήθησε στη σύνταξη ενός ελληνοϊταλικού λεξικού. Λίγο πριν από τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ο Βρεττάκος προσβλήθηκε από φυματίωση. Το 1974, ο ποιητής που έζησε 7 ολόκληρα χρόνια μακρυά από την Ελλάδα, επέστρεψε και τέσσερα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Πλούμιτσα, χωριό στην Λακωνία, δίπλα στις Κροκεές. Έχτισε ένα μικρό σπιτάκι και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του στις 4 Αυγούστου του 1991. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Οι διακρίσεις
Ο Βρεττάκος προτάθηκε τέσσερεις φορές για Νόμπελ Λογοτεχνίας, μία φορά ύστερα από πρόταση του Γιάννη Ρίτσου. Για το έργο του απέσπασε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1940, το 1965 και το 1982, το Βραβείο Ουράνη το 1974, το Βραβείο «Knocken» και το βραβείο της Εταιρίας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών το 1980, καθώς και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1989. Λίγους μήνες πριν τον θάνατο του αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στο τμήμα Φιλολογίας.
«Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω»
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε πιστός υπηρέτης της ποίησης. Το ποιητικό του έργο μπορεί με βάση το περιεχόμενο να χωριστεί σε τέσσερεις περιόδους. Ο Βρεττάκος με λίγα λόγια ταλαντεύεται μεταξύ αισιοδοξίας και πεσιμισμού, μεταξύ χαράς και απογοήτευσης. Τα έντονα ιστορικοκοινωνικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου τον σημάδεψαν και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γραφή του (33 Ημέρες, Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ).
Η θρησκευτικότητα είναι έντονη στα ποιήματά του. Ωστόσο, ύψιστο αγαθό για τον Βρεττάκο υπήρξε πάντα η αγάπη και η δύναμη της. Πίστευε πως μέσα από την αγάπη και την ομόνοια ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει τα πάντα και να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο.
Πάντοτε αληθινός και αυθεντικός, άφησε ποιητικές συλλογές που εξυμνούσαν την αγάπη και τη ανθρωπότητα (Βασιλική δρυς, Ωδή στον ήλιο). Το βουκολικό στοιχείο και φύση επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα ποιήματά του. Ο Βρεττάκος λάτρευε το χωριό του και συνήθιζε να περνά αμέτρητες ώρες ατενίζοντας τον Ταΰγετο, τα ρυάκια και τα υπόλοιπα δημιουργήματα της φύσης. (Ο Ταΰγετος και η σιωπή, Πλούμιτσα, Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία).
Ο Βρεττάκος ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία και για ένα μικρό διάστημα εργαζόταν στα Ελληνικά Γράμματα.
Πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα Τουρκικά, τα Ρουμανικά και τα Ρωσικά.
Το Αρχείο του ποιητή φιλοξενείται, μετά από επιθυμία του ιδίου, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1912 στις Κροκεές του νομού Λακωνίας. Έμενε σε ένα κτήμα μαζί με τους γονείς του, τα πέντε αδέρφια του και τους θείους
του. Ο πατέρας του ήταν φτωχός και παρά τις προσπάθειες του να κερδίσει χρήματα, ποτέ δεν ήταν αρκετά για να συντηρήσει ολόκληρη την οικογένεια του. Έτσι, ο Νικηφόρος μετακόμισε στο σπίτι του θείου του, Νίκου Παντελεάκη, ο οποίος τον στήριξε οικονομικά στις πιο δύσκολες στιγμές του. Τα χρόνια που πέρασε ο Βρεττάκος στο κτήμα, απομονωμένος από τον υλικό πολιτισμό και κοντά στη φύση, έδρασαν καταλυτικά στον χαρακτήρα του αλλά και στην ποίησή του. Τελείωσε το δημοτικό στις Κροκεές το 1923 και γράφτηκε στο γυμνάσιο του Γυθείου. Μαζί με τον Βρεττάκο στο γυμνάσιο φοιτούσε και ο Γιάννης Ρίτσος.
Οι οικονομικές δυσκολίες τον απομακρύνουν από τις σπουδές
Τον Νοέμβριο του 1929, ο νεαρός και φιλόδοξος Νικηφόρος μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφερε να πάρει πτυχίο από τη Νομική σχολή γιατί εργαζόταν για να επιβιώσει. Ο Βρεττάκος έκανε πολλές περιστασιακές δουλειές, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν χειρωνακτικές. Παρά τη μεγάλη σωματική κούραση, ο Νικηφόρος κατάφερε να μην απομακρυνθεί από την ποίηση που τόσο πολύ αγαπούσε. Το 1929 και το 1932 μάλιστα κυκλοφόρησαν δύο ποιητικές συλλογές του: «Κάτω από σκιές και φώτα» και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων». Ο νεαρός ποιητής κέντρισε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά που ζήτησε δημοσίως να τον γνωρίσει από κοντά.
Η δικτατορία του Μεταξά έριξε στην πυρά έργο του Βρεττάκου
Σε ηλικία 20 χρόνων, ο Βρεττάκος υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό με μειωμένη θητεία, καθώς ήταν προστάτης της οικογένειας του. Αμέσως μετά γνώρισε την φιλόλογο Καλλιόπη Αποστολίδη και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν και απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, την Ευγενία. Το ζευγάρι εργαζόταν μαζί στις Γενικές Αποθήκες Στρατού στον Πειραιά.
Το έργο του «ο Πόλεμος» που κυκλοφόρησε το 1935, απαγορεύτηκε επί Μεταξά.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου το έκαψε, καθώς το περιεχόμενο του θεωρήθηκε επικίνδυνο και παραπλανητικό για το ολοκληρωτικό καθεστώς.
Λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βρεττάκος εργαζόταν στο Υπουργείο Εργασίας, ενώ η γυναίκα του ήταν στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Το 1938 έφερε στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους, τον Κώστα.
Ο Βρεττάκος πολεμά τους Ιταλούς και παίρνει ενεργό μέρος στην Αντίσταση
Τα χρόνια του πολέμου αποδείχτηκαν δύσκολα και για τον ποιητή. Με σθένος και ηρωισμό, ο Βρεττάκος πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Το 1941 επέστρεψε στην Αθήνα μετά τη διάλυση του Συντάγματός του. Εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ, ενώ οι πολιτικές του αντιλήψεις τον οδήγησαν να γραφτεί στο ΚΚΕ. Όλη την περίοδο που ο Βρεττάκος υπήρξε στρατιώτης, δεν σταμάτησε στιγμή να γράφει. Οι φρικαλεότητες του πολέμου, οι κακουχίες της Κατοχής και η έκρυθμη πολιτική κατάσταση διαφαίνονται σε πολλά έργα του, με κύριο εκπρόσωπο το «Αγρίμι». Μετά τον πόλεμο κυκλοφόρησε το «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Το περιεχόμενό του ενόχλησε το ΚΚΕ, που θεώρησε ότι ο Βρεττάκος δεν συμφωνούσε με την πολιτική γραμμή του κόμματος και τον διέγραψε.
Τα χρόνια του Πειραιά και το οικονομικό αδιέξοδο
Ο Βρεττάκος στον τόπο καταγωγής του, στην αγαπημένη του Λακωνία. Πάντα μιλούσε για ιδανικά, ελευθερία και ανιδιοτέλεια Ο Βρεττάκος εξέδιδε ανελλιπώς ποιητικές συλλογές. Το 1955 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά και αυτό του έδωσε την δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με τα καλλιτεχνικά και τον κόσμο του πνεύματος. Η δράση του επικεντρώθηκε στα πολιτισμικά δρώμενα του Πειραιά και με την βοήθεια του Άγγελου Σικελιανού, που είχαν γνωριστεί και κρατούσαν επαφή, ίδρυσε καλλιτεχνικά και πνευματικά κέντρα στην πόλη. Ωστόσο, για ακόμη μια φορά ο Βρεττάκος βρέθηκε αντιμέτωπος με νέες δοκιμασίες. Το σπίτι του στον Πειραιά, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια, κατεδαφίστηκε και το 1962 έμεινε άνεργος. Οι αριστερές του απόψεις υπήρξαν εμπόδιο στην πρόσληψή του σε οποιαδήποτε δουλειά. Το 1964 ο Βρεττάκος μετακόμισε στην Αθήνα και κατάφερε με τη συνδρομή του φίλου του Λουκή Ακρίτα να εργαστεί ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο.
Η αυτοεξορία του κατά τη διάρκεια της Χούντας
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ο γιος του Βρεττάκου φυλακίστηκε. Ο ποιητής πικραμένος αυτοεξορίστηκε αρχικά στην Ελβετία. Τον χρόνο παραμονής του στο εξωτερικό τον αξιοποίησε πραγματοποιώντας ταξίδια σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δίνοντας διαλέξεις και γράφοντας ασταμάτητα. Ο Βρεττάκος κατάφερε προτού επαναπατριστεί να καταξιωθεί παγκοσμίως για το ποιητικό του έργο.
Επιστροφή στην πατρίδα του
Μετά την παραμονή του στην Ελβετία, ο Νικηφόρος Βρεττάκος μετακόμισε στην Ιταλία και σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο βοήθησε στη σύνταξη ενός ελληνοϊταλικού λεξικού. Λίγο πριν από τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ο Βρεττάκος προσβλήθηκε από φυματίωση. Το 1974, ο ποιητής που έζησε 7 ολόκληρα χρόνια μακρυά από την Ελλάδα, επέστρεψε και τέσσερα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Πλούμιτσα, χωριό στην Λακωνία, δίπλα στις Κροκεές. Έχτισε ένα μικρό σπιτάκι και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του στις 4 Αυγούστου του 1991. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Οι διακρίσεις
Ο Βρεττάκος προτάθηκε τέσσερεις φορές για Νόμπελ Λογοτεχνίας, μία φορά ύστερα από πρόταση του Γιάννη Ρίτσου. Για το έργο του απέσπασε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1940, το 1965 και το 1982, το Βραβείο Ουράνη το 1974, το Βραβείο «Knocken» και το βραβείο της Εταιρίας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών το 1980, καθώς και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1989. Λίγους μήνες πριν τον θάνατο του αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στο τμήμα Φιλολογίας.
«Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω»
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε πιστός υπηρέτης της ποίησης. Το ποιητικό του έργο μπορεί με βάση το περιεχόμενο να χωριστεί σε τέσσερεις περιόδους. Ο Βρεττάκος με λίγα λόγια ταλαντεύεται μεταξύ αισιοδοξίας και πεσιμισμού, μεταξύ χαράς και απογοήτευσης. Τα έντονα ιστορικοκοινωνικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου τον σημάδεψαν και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γραφή του (33 Ημέρες, Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ).
Η θρησκευτικότητα είναι έντονη στα ποιήματά του. Ωστόσο, ύψιστο αγαθό για τον Βρεττάκο υπήρξε πάντα η αγάπη και η δύναμη της. Πίστευε πως μέσα από την αγάπη και την ομόνοια ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει τα πάντα και να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο.
Πάντοτε αληθινός και αυθεντικός, άφησε ποιητικές συλλογές που εξυμνούσαν την αγάπη και τη ανθρωπότητα (Βασιλική δρυς, Ωδή στον ήλιο). Το βουκολικό στοιχείο και φύση επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα ποιήματά του. Ο Βρεττάκος λάτρευε το χωριό του και συνήθιζε να περνά αμέτρητες ώρες ατενίζοντας τον Ταΰγετο, τα ρυάκια και τα υπόλοιπα δημιουργήματα της φύσης. (Ο Ταΰγετος και η σιωπή, Πλούμιτσα, Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία).
Ο Βρεττάκος ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία και για ένα μικρό διάστημα εργαζόταν στα Ελληνικά Γράμματα.
Πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα Τουρκικά, τα Ρουμανικά και τα Ρωσικά.
Το Αρχείο του ποιητή φιλοξενείται, μετά από επιθυμία του ιδίου, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου