Του Λ. Βατικιώτη
Η προσφυγή στο Μνημόνιο ΔΝΤ – ΕΕ ήταν μια πολιτική επιλογή που στόχευε:
Πρώτο, την αφαίρεση κοινωνικών δικαιωμάτων και εργατικών κατακτήσεων, κατ’ απαίτηση του ελληνικού κεφαλαίου. Προς επιβεβαίωση δύο στοιχεία: Η πρόσφατη δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιώργου Προβόπουλου1, ότι το 2010, τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του Μνημονίου, οι μισθοί μειώθηκαν κατά 14% και οι συντάξεις κατά 11%. Επίσης ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας2 βάση της οποίας το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα το 2010 κατέγραψε ρεκόρ πτώσης της τάξης του 6,5%, όταν στην ΕΕ των 27 αυξήθηκε κατά 2% και στην ευρωζώνη των 17 αυξήθηκε κατά 1,4%.
Δεύτερο, την απαλλαγή των ξένων τραπεζών, ειδικότερα των γαλλο-γερμανικών που είχαν την μεγαλύτερη έκθεση, από τα ελληνικά ομόλογα, κατ’ απαίτηση των διεθνών πιστωτών. Προς επίρρωση πρόσφατα στοιχεία3 που δείχνουν ότι τον χρόνο που πέρασε οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ μείωσαν σημαντικά τις θέσεις τους στην ελληνική αγορά ομολόγων με αποτέλεσμα να μην κινδυνεύουν πλέον σημαντικά από μια αναδιάρθρωση ή παύση πληρωμών.
Η επιβολή παρόλα αυτά του αντισυνταγματικού Μνημονίου, παρά και ενάντια στη θέληση του ελληνικού λαού δικαιολογήθηκε με βάση την έκρηξη του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός κατά την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, το ΔΝΤ, την ΕΕ και το ελληνικό κεφάλαιο προκλήθηκαν από τις υψηλές κοινωνικές παροχές. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι τελείως διαφορετική. Οι ρίζες της ελληνικής κρίσης χρέους βρίσκονται στις παρακάτω αιτίες:
1. Ύφεση και μέτρα αντιμετώπισής της
Το ξέσπασμα της κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008, με αφορμή την κατάρρευση της Lehman Brothers οδήγησε σε μείωση τις καταναλωτικές δαπάνες και επίσης τα δημόσια και δη τα φορολογικά έσοδα σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Παράλληλα οι κρατικές παρεμβάσεις για την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες και διεύρυναν το έλλειμμα σε όλη την ΕΕ. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα.
2. Εθισμός του ελληνικού κεφαλαίου σε άμεσες ενισχύσεις
Η διάσωση των προβληματικών επιχειρήσεων την δεκαετία του ’80 και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου των άμεσων ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις υπό την μορφή ρευστού. Σταθερά ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες οι ελληνικές επιχειρήσεις, ειδικότερα η αφρόκρεμα τους ενισχύονται με δις. κάθε χρόνο, υπό την μορφή αναπτυξιακών κινήτρων μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Τα σκάνδαλα και οι ρεμούλες ανθούν με συνεργούς τα δύο κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) και τις μεγάλες επιχειρήσεις, αυτές ακριβώς που επέβαλαν το Μνημόνιο και εμφανίζονται να ανησυχούν για τα ελλείμματα.
3. Ιδιωτικοποιήσεις
Με την επίκληση του εξορθολογισμού και της μείωσης του κράτους τα δημόσια έσοδα απώλεσαν πηγές εσόδων που απέδιδαν στο διηνεκές έναντι πινακίου φακής. Το παράδειγμα του ΟΤΕ που πουλήθηκε στην γερμανική Deutsche Telecom από την κυβέρνηση της ΝΔ κάτω από εντελώς αδιαφανείς διαδικασίες και με τίμημα που ισούταν με τα έσοδα του δημοσίου για έναν χρόνο είναι το πιο γνωστό αλλά δεν είναι και το μοναδικό.
4. Εξοπλισμοί
Μια ματιά να ρίξει κανείς στα ποσά που δαπανώνται διεθνώς για εξοπλισμούς νομίζει πως η Ελλάδα είναι η στρατιωτική υπερδύναμη της Ευρώπης και της Μεσογείου. Ενδεικτικά, όταν κατά μέσο η ΕΕ των 27 δαπανά το 1,6% του ΑΕΠ της για εξοπλισμούς, η Ελλάδα αφιερώνει το 3,3%4. Ποσοστό διπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού και τριπλάσιου αυτού που δαπανούν άλλες γειτονικές χώρες όπως οι μεσογειακές ευρωπαϊκές. Πρόκειται δε για εξοπλισμούς εν πολλοίς αχρείαστους μια και επιβάλλονται από το ΝΑΤΟ εξυπηρετώντας τις επιθετικές, τρομοκρατικές του αποστολές και όχι τη φύλαξη των συνόρων.
5. Χαμηλή φορολογία του κεφαλαίου
Η Ελλάδα έχει ένα από τους χαμηλότερους λόγους φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ: 32,6% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ των 27 και την ευρωζώνη είναι 37% και στη Δανία που έχει τον υψηλότερο λόγο 48%. Τα χαμηλά φορολογικά έσοδα είναι ωστόσο απόρροια της χαμηλής, σχεδόν συμβολικής, φορολόγησης του κεφαλαίου. Αυτό φαίνεται από την μεγαλύτερη απόκλιση που εμφανίζουν οι συντελεστές φορολόγησης κεφαλαίου στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ: 15% είναι στην Ελλάδα όταν στην ευρωζώνη οι αντίστοιχοι φορολογικοί συντελεστές είναι 27%5.
6. Συμμετοχή στην ευρωζώνη
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 και στην ευρωζώνη το 2002 αρχικά επιτάχυνε τις διαδικασίες εκκαθάρισης κεφαλαίου εις βάρος της μεταποίησης, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της συνολικής απασχόλησης και, φυσικά, των δημοσίων εσόδων. Πέραν αυτού η αιτία για το χαμηλό ποσοστό των εξαγωγών στο σύνολο του ΑΕΠ (21% έναντι 40% για τη ζώνη του ευρώ) πρέπει να αναζητηθεί στην υιοθέτηση μιας νομισματικής πολιτικής όχι απλώς ακατάλληλης αλλά διαμετρικά αντίθετης με τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας. Αρκεί να αναφέρουμε ότι η ελληνική οικονομία καλείται να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον ανατίμησης του «εθνικού» της νομίσματος μέσα σε μια 10ετία κατά 64% (τόσο έχει ανατιμηθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου από τις 2/1/2002 μέχρι χθες) όταν κατά το παρελθόν ανά 7 χρόνια προέβαινε σε υποτιμήσεις. Αυτό το γεγονός, μαζί με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Εε στην εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών υπογραμμίζουν, κατά τη γνώμη μου, την ανάγκη εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
7. Εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους
Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους από το 1991 μέχρι και το 2011 ανήλθαν σε 513 δισ. Ευρώ (Πίνακας 1). Οι δε εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων μόνο τα τελευταία 9 χρόνια (2003 – 2011) ανέρχονται σε 151 δισ. Εύκολα συνάγεται ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε πληρώσει δύο φορές το δημόσιο χρέος. (Ξεκάθαρη περίπτωση ανατοκισμού!)
Ο καταστροφικός ρόλος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους στα δημόσια οικονομικά φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι τα φορολογικά έσοδα (52,9 δισ. ευρώ) φθάνουν και περισσεύουν για τις απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες : αποδοχές δημοσίων και συντάξεις, χρηματοδότηση ασφαλιστικών ταμείων και δαπάνες υπουργείου Υγείας, Παιδείας και Άμυνας (51,6 δις.). Λεφτά υπάρχουν λοιπόν αν σταματήσει να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος που μόνο φέτος για τόκους και χρεολύσια θα απορροφήσει 62 δισ. ευρώ. Τρεις φορές περισσότερα απ’ όσο οι αποδοχές και οι συντάξεις και δέκα φορές περισσότερα απ’ όσα θα πάνε στην Παιδεία. Να γιατί το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να πληρωθεί. Το έχουμε ήδη πληρώσει πολλές φορές! Να γιατί πρέπει να διαγραφεί κάτω από μαζικούς λαϊκούς αγώνες που θα επιβάλλουν την ανατροπή του μνημονίου, της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και των πολιτικών λιτότητας.
Παρασκευή 6 Μαΐου 2010, Ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο στην Αθήνα για το δημόσιο χρέος
Η προσφυγή στο Μνημόνιο ΔΝΤ – ΕΕ ήταν μια πολιτική επιλογή που στόχευε:
Πρώτο, την αφαίρεση κοινωνικών δικαιωμάτων και εργατικών κατακτήσεων, κατ’ απαίτηση του ελληνικού κεφαλαίου. Προς επιβεβαίωση δύο στοιχεία: Η πρόσφατη δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιώργου Προβόπουλου1, ότι το 2010, τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του Μνημονίου, οι μισθοί μειώθηκαν κατά 14% και οι συντάξεις κατά 11%. Επίσης ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας2 βάση της οποίας το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα το 2010 κατέγραψε ρεκόρ πτώσης της τάξης του 6,5%, όταν στην ΕΕ των 27 αυξήθηκε κατά 2% και στην ευρωζώνη των 17 αυξήθηκε κατά 1,4%.
Δεύτερο, την απαλλαγή των ξένων τραπεζών, ειδικότερα των γαλλο-γερμανικών που είχαν την μεγαλύτερη έκθεση, από τα ελληνικά ομόλογα, κατ’ απαίτηση των διεθνών πιστωτών. Προς επίρρωση πρόσφατα στοιχεία3 που δείχνουν ότι τον χρόνο που πέρασε οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ μείωσαν σημαντικά τις θέσεις τους στην ελληνική αγορά ομολόγων με αποτέλεσμα να μην κινδυνεύουν πλέον σημαντικά από μια αναδιάρθρωση ή παύση πληρωμών.
Η επιβολή παρόλα αυτά του αντισυνταγματικού Μνημονίου, παρά και ενάντια στη θέληση του ελληνικού λαού δικαιολογήθηκε με βάση την έκρηξη του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός κατά την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, το ΔΝΤ, την ΕΕ και το ελληνικό κεφάλαιο προκλήθηκαν από τις υψηλές κοινωνικές παροχές. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι τελείως διαφορετική. Οι ρίζες της ελληνικής κρίσης χρέους βρίσκονται στις παρακάτω αιτίες:
1. Ύφεση και μέτρα αντιμετώπισής της
Το ξέσπασμα της κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008, με αφορμή την κατάρρευση της Lehman Brothers οδήγησε σε μείωση τις καταναλωτικές δαπάνες και επίσης τα δημόσια και δη τα φορολογικά έσοδα σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Παράλληλα οι κρατικές παρεμβάσεις για την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες και διεύρυναν το έλλειμμα σε όλη την ΕΕ. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα.
2. Εθισμός του ελληνικού κεφαλαίου σε άμεσες ενισχύσεις
Η διάσωση των προβληματικών επιχειρήσεων την δεκαετία του ’80 και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου των άμεσων ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις υπό την μορφή ρευστού. Σταθερά ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες οι ελληνικές επιχειρήσεις, ειδικότερα η αφρόκρεμα τους ενισχύονται με δις. κάθε χρόνο, υπό την μορφή αναπτυξιακών κινήτρων μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Τα σκάνδαλα και οι ρεμούλες ανθούν με συνεργούς τα δύο κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) και τις μεγάλες επιχειρήσεις, αυτές ακριβώς που επέβαλαν το Μνημόνιο και εμφανίζονται να ανησυχούν για τα ελλείμματα.
3. Ιδιωτικοποιήσεις
Με την επίκληση του εξορθολογισμού και της μείωσης του κράτους τα δημόσια έσοδα απώλεσαν πηγές εσόδων που απέδιδαν στο διηνεκές έναντι πινακίου φακής. Το παράδειγμα του ΟΤΕ που πουλήθηκε στην γερμανική Deutsche Telecom από την κυβέρνηση της ΝΔ κάτω από εντελώς αδιαφανείς διαδικασίες και με τίμημα που ισούταν με τα έσοδα του δημοσίου για έναν χρόνο είναι το πιο γνωστό αλλά δεν είναι και το μοναδικό.
4. Εξοπλισμοί
Μια ματιά να ρίξει κανείς στα ποσά που δαπανώνται διεθνώς για εξοπλισμούς νομίζει πως η Ελλάδα είναι η στρατιωτική υπερδύναμη της Ευρώπης και της Μεσογείου. Ενδεικτικά, όταν κατά μέσο η ΕΕ των 27 δαπανά το 1,6% του ΑΕΠ της για εξοπλισμούς, η Ελλάδα αφιερώνει το 3,3%4. Ποσοστό διπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού και τριπλάσιου αυτού που δαπανούν άλλες γειτονικές χώρες όπως οι μεσογειακές ευρωπαϊκές. Πρόκειται δε για εξοπλισμούς εν πολλοίς αχρείαστους μια και επιβάλλονται από το ΝΑΤΟ εξυπηρετώντας τις επιθετικές, τρομοκρατικές του αποστολές και όχι τη φύλαξη των συνόρων.
5. Χαμηλή φορολογία του κεφαλαίου
Η Ελλάδα έχει ένα από τους χαμηλότερους λόγους φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ: 32,6% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ των 27 και την ευρωζώνη είναι 37% και στη Δανία που έχει τον υψηλότερο λόγο 48%. Τα χαμηλά φορολογικά έσοδα είναι ωστόσο απόρροια της χαμηλής, σχεδόν συμβολικής, φορολόγησης του κεφαλαίου. Αυτό φαίνεται από την μεγαλύτερη απόκλιση που εμφανίζουν οι συντελεστές φορολόγησης κεφαλαίου στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ: 15% είναι στην Ελλάδα όταν στην ευρωζώνη οι αντίστοιχοι φορολογικοί συντελεστές είναι 27%5.
6. Συμμετοχή στην ευρωζώνη
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 και στην ευρωζώνη το 2002 αρχικά επιτάχυνε τις διαδικασίες εκκαθάρισης κεφαλαίου εις βάρος της μεταποίησης, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της συνολικής απασχόλησης και, φυσικά, των δημοσίων εσόδων. Πέραν αυτού η αιτία για το χαμηλό ποσοστό των εξαγωγών στο σύνολο του ΑΕΠ (21% έναντι 40% για τη ζώνη του ευρώ) πρέπει να αναζητηθεί στην υιοθέτηση μιας νομισματικής πολιτικής όχι απλώς ακατάλληλης αλλά διαμετρικά αντίθετης με τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας. Αρκεί να αναφέρουμε ότι η ελληνική οικονομία καλείται να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον ανατίμησης του «εθνικού» της νομίσματος μέσα σε μια 10ετία κατά 64% (τόσο έχει ανατιμηθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου από τις 2/1/2002 μέχρι χθες) όταν κατά το παρελθόν ανά 7 χρόνια προέβαινε σε υποτιμήσεις. Αυτό το γεγονός, μαζί με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Εε στην εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών υπογραμμίζουν, κατά τη γνώμη μου, την ανάγκη εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
7. Εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους
Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους από το 1991 μέχρι και το 2011 ανήλθαν σε 513 δισ. Ευρώ (Πίνακας 1). Οι δε εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων μόνο τα τελευταία 9 χρόνια (2003 – 2011) ανέρχονται σε 151 δισ. Εύκολα συνάγεται ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε πληρώσει δύο φορές το δημόσιο χρέος. (Ξεκάθαρη περίπτωση ανατοκισμού!)
Ο καταστροφικός ρόλος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους στα δημόσια οικονομικά φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι τα φορολογικά έσοδα (52,9 δισ. ευρώ) φθάνουν και περισσεύουν για τις απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες : αποδοχές δημοσίων και συντάξεις, χρηματοδότηση ασφαλιστικών ταμείων και δαπάνες υπουργείου Υγείας, Παιδείας και Άμυνας (51,6 δις.). Λεφτά υπάρχουν λοιπόν αν σταματήσει να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος που μόνο φέτος για τόκους και χρεολύσια θα απορροφήσει 62 δισ. ευρώ. Τρεις φορές περισσότερα απ’ όσο οι αποδοχές και οι συντάξεις και δέκα φορές περισσότερα απ’ όσα θα πάνε στην Παιδεία. Να γιατί το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να πληρωθεί. Το έχουμε ήδη πληρώσει πολλές φορές! Να γιατί πρέπει να διαγραφεί κάτω από μαζικούς λαϊκούς αγώνες που θα επιβάλλουν την ανατροπή του μνημονίου, της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και των πολιτικών λιτότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου