Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Ο.Λ.Μ.Ε.: ΟΧΙ ΣΤΑ «ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ» -Γνωμοδότηση σχετικά με τη συμμετοχή των Δντών σε εξ’ αποστάσεως επιμόρφωση

Το ΥΠΑΙΘ, το ΙΕΠ και οι Δ/σεις Εκπαίδευσης συνεχίζουν την προσπάθεια να σύρουν τους Διευθυντές των σχολικών μονάδων στα «σεμινάρια της ντροπής» για να τους μετατρέψουν σε «πτυχιούχους» που θα εκτελούν με «αποτελεσματικότητα και επάρκεια» την καρατόμηση των συναδέλφων τους.

Τι και αν τα σεμινάρια έχουν ματαιωθεί σε όλη την Ελλάδα, σε Β/βάθμια και
Α/βάθμια εκπαίδευση, από την κινητοποίηση των εκπαιδευτικών, από την άρνηση
της συντριπτικής πλειοψηφίας των διευθυντών να συμμετάσχουν, που συντάσσονται με τους συναδέλφους τους και τις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων;

Καλούμε όλους τους συναδέλφους και κυρίως τους συναδέλφους διευθυντές των σχολείων να μην ενδώσουν στις πιέσεις και την τρομοκράτηση.

Μπροστά στη μαχητική και αξιοπρεπή στάση των εκπαιδευτικών –
διευθυντών, η διοίκηση προχωράει σε μια προσβλητική και μειωτική για τους
διευθυντές διαδικασία, όταν τους δίνει εντολή να μελετήσουν το «μάθημά» τους και να στείλουν τις εργασίες τους ηλεκτρονικά.

Από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι διευθυντές έχουν νομική ή τυπική υποχρέωση να ανταποκριθούν σε μια τέτοια παράτυπη διαδικασία. Σε αυτό καταλήγουν και οι γνωμοδοτήσεις των νομικών συμβούλων των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών.

Αντίθετα, μαζί με όλους τους συναδέλφους, στηριγμένοι στις συλλογικές μας
αποφάσεις, να δώσουμε τη μάχη για την κατοχύρωση και διεύρυνση της δημοκρατίας και της παιδαγωγικής ελευθερίας στα σχολεία.
 
Καμιά υποχώρηση στις πιέσεις, καμιά αποδοχή των εκβιασμών.
Να δώσουμε μαζικά τη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση-χειραγώγηση.
 
 
(ακολουθεί η γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου της ΟΛΜΕ)

Γνωμοδοτικό σημείωμα σε σχέση με την υποχρεωτική συμμετοχή των Διευθυντών Σχολικών Μονάδων σε διαδικασίες εξ’ αποστάσεως επιμόρφωσης.

Σύμφωνα με το νόμο 3966/2011, στο άρθρο 1 ορίζεται ότι «Ιδρύεται
νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής
Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) το οποίο λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, εδρεύει
στην Αθήνα, και εποπτεύεται από τον Υπουργό παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και
Θρησκευμάτων.»

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι «το Ι.Ε.Π. είναι
επιστημονικός φορέας που υποστηρίζει το Υπουργείο παιδείας στα θέματα που
αφορούν την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση….».

Στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «το Ι.Ε.Π. σκοπό έχει
την επιστημονική έρευνα και μελέτη και σχεδιασμό για εφαρμογή της
εκπαιδευτικής πολιτικής για θέματα που ορίζει ο νόμος…».

Στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι «για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού
το Ι.Ε.Π. συνεργάζεται με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, το Εθνικό
Συμβούλιο παιδείας, τα ΑΕΙ, και ιδίως τα παιδαγωγικά τμήματά τους, τα
γνωμοδοτικά συμβούλια της εκπαίδευσης , ιδρύματα και οργανισμούς μελετών
και ερευνών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και λοιπούς φορείς με συναφή
αποστολή».

Στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι «οι
υποστηρικτικές δράσεις στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του ΙΕΠ, στο πλαίσιο
εφαρμογής νέων εκπαιδευτικών πολιτικών καθορίζονται με απόφαση του
Υπουργού παιδείας και δημοσιεύονται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως και με την οποία ανατίθεται η υλοποίηση των δράσεων αυτών στο ΙΕΠ και ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα».

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διέπεται από τις διατάξεις του ΠΔ
152/2013 και συγκεκριμένα από το άρθρο 2 παρ. 5 με το οποίο ορίζεται «ότι το
περιεχόμενο και η διαδικασία της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών
καθορίζεται με απόφαση Υπουργού».

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες Υπουργικές αποφάσεις
δεν έχουν εκδοθεί και συνεπώς το Ι.Ε.Π. δεν έχει λάβει σχετική εξουσιοδότηση η
οποία είναι αποφασιστικής σημασίας προκειμένου να προχωρήσει στην
υλοποίηση της δράσης της αξιολόγησης. Πρόκειται για νομικό πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου γνωμοδοτικού χαρακτήρα το οποίο δεν έχει αποφασιστικές
αρμοδιότητες εάν προηγουμένως δεν του έχει χορηγηθεί από το Υπουργείο η
σχετική εξουσιοδότηση για την υλοποίηση των συγκεκριμένων δράσεων.

Συνεπώς μιλάμε για μία προδήλως παράνομη ενέργεια από πλευράς της
Διοίκησης την οποία σύμφωνα με τον υπαλληλικό κώδικα ο υπάλληλος οφείλει
να μην εκτελέσει και να αναφέρει χωρίς άλλη αναβολή.  Επειδή η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.

Επειδή η παρανομία μιας πράξης που έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο
δε θεραπεύεται, έστω και αν την πράξη αυτή εγκρίνει μεταγενέστερα το
αρμόδιο όργανο.

Επειδή όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο,
το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή
σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.

Επειδή αν μια αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδιο διοικητικό όργανο, το
αναρμόδιο όργανο οφείλει να τη διαβιβάσει στο αρμόδιο, πληροφορώντας περί
τούτου τον ενδιαφερόμενο.

Επειδή η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο
οποίο έχει ανατεθεί από το νόμο.

Επειδή η εξουσία του προϊσταμένου να ελέγχει τον υφιστάμενο
προκύπτει από την ιεραρχική σχέση που υπάρχει μεταξύ τους.

Επειδή ο ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο μπορεί πάντα να ασκεί έλεγχο
νομιμότητας των πράξεων του υφιστάμενου του οργάνου.

Επειδή ο έλεγχος νομιμότητας αφορά την τήρηση των επιταγών του
δικαίου, είτε αυτές περιέχονται στο Σύνταγμα, στους νόμους, στις κανονιστικές ή διοικητικές πράξεις είτε επιτάσσονται από τις γενικές αρχές του διοικητικού. δικαίου.

Επειδή το ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο δεν έχει εξουσία να ακυρώσει ή
να μεταρρυθμίσει για λόγους ουσιαστικούς τις πράξεις του υφιστάμενου του
οργάνου, όταν ο νόμος ανέθεσε αποκλειστικά στο υφιστάμενο όργανο την
άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας.

Επειδή όταν απαιτείται από το νόμο έγκριση από Υπουργό ή από το
Υπουργικό Συμβούλιο πράξεων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου ή αρχών
τοπικής αυτοδιοίκησης, η πράξη των τελευταίων δεν είναι έγκυρη πριν από την έγκριση.

Επειδή το συγκεκριμένο όργανο (Ι.Ε.Π.) δεν εντάσσεται (αφού δεν έχει
λάβει τη σχετική εντολή και αποτελεί Ν.Π.Ι.Δ.) στην ιεραρχία του Υπουργείου
και συνεπώς οι πράξεις που εκδίδει σχετικά με την αξιολόγηση είναι παράνομες.

Ευθύνη πειθαρχική έχουν βέβαια και οι περιφερειακοί διευθυντές και οι
διευθυντές εκπαίδευσης οι οποίοι καλούν τους εκπαιδευτικούς να συμμετέχουν
στα προγράμματα επιμόρφωσης.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι διευθυντές των σχολικών μονάδων δεν
έχουν υποχρέωση να συμμετέχουν στα προγράμματα επιμόρφωσης και η
εμμονή των περιφερειακών διευθυντών και διευθυντών εκπαίδευσης έστω και με τη μορφή ενημέρωσης μπορεί να συνεπάγεται πειθαρχικές ευθύνες εις βάρος των τελευταίων.
 
 

Τεμπονέρας Διονύσης, Δικηγόρος

Δείτε εδώ την ανακοίνωση της ΟΛΜΕ και τη γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου της ΟΛΜΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια: