Ήταν 3 μετά τα μεσάνυχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973.
Η χουντική κυβέρνηση αποφασίζει την επέμβαση του στρατού για να καταστείλει την εξέγερση των φοιτητών που ζητούσαν ελευθερία.
Ένα από τα τρία άρματα που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή στην οδό Πατησίων βάζει μπρος τις μηχανές. Ακούγεται ο ανατριχιαστικός ήχος από τις ερπύστιες.
Χωρίς ο οδηγός του να διστάσει ούτε λεπτό γκρεμίζει την κεντρική πύλη.
Κατά την είσοδο του άρματος, συνθλίβει όσους φοιτητές βρίσκονταν πίσω από την πύλη.
Ο σταθμός του Πολυτεχνείου σε μια μετάδοση που κάνει όσους την ακούνε να ανατριχιάζουν έκανε εκκλήσεις στους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και στη συνέχεια ο εκφωνητής απήγγειλε τον Εθνικό Ύμνο.
Οι φοιτητές που είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, μαζεύτηκαν στο κεντρικό προαύλιο, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η πτώση της πύλης ακολουθήθηκε από την είσοδο μιας μονάδας ενόπλων στρατιωτών των ΛΟΚ που οδήγησαν τους φοιτητές, έξω από το Πολυτεχνείο, μέσω της πύλης της οδού Στουρνάρη.
Οι αστυνομικές δυνάμεις που περίμεναν στα δυο πεζοδρόμια της Στουρνάρη επιτέθηκαν στους φοιτητές.
Πολλοί φοιτητές βρήκαν καταφύγιο σε γειτονικές πολυκατοικίες. Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας άνοιξαν πυρ από γειτονικές ταράτσες, ενώ άνδρες της ΚΥΠ καταδίωξαν τους εξεγερθέντες. Οι εκφωνητές του σταθμού του Πολυτεχνείου παρέμειναν στο πόστο τους και συνέχισαν να εκπέμπουν για 40 λεπτά μετά την έξοδο, οπότε και συνελήφθησαν.
Oι μαρτυρίες
Η πανεπιστημιακός και ποιήτρια Άντεια Φραντζή, η δημοσιογράφος Αλκμήνη Ψιλοπούλου και η καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Τώνια Μοροπούλου μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ περιγράφουν όσα έζησαν μέσα στο Πολυτεχνείο από την αρχή εκείνης της εβδομάδας και κυρίως το βράδυ που κύλησε άφθονο το αίμα των αθώων, αλλάζοντας την σύγχρονη Ελλάδα για πάντα.
Άντεια Φραντζή
«Δεν είχα πολιτικό ρόλο -ενεργό- εκείνη τη στιγμή. Εξακολουθούσα να έχω μια σχέση με το πανεπιστήμιο γιατί για μεγάλο διάστημα μέσα στη δικτατορία το είχα εγκαταλείψει εξαιτίας του κλίματος στη Φιλοσοφική, όπου βρίσκονταν συνεχώς χαφιέδες και κάθε μέρα βλέπαμε ανθρώπους, φίλους μας, παιδιά γνωστά μας, συναδέλφους μας, να εξαφανίζονται.
Από τις πρώτες μέρες, είχα ενεργοποιηθεί, μπαίνοντας και βγαίνοντας στο Πολυτεχνείο. Την Παρασκευή υπήρχε μια ανακοίνωση που έλεγε ότι θα γίνει συνάντηση ανθρώπων από τη Φιλοσοφική Σχολή και αποφάσισα να πάω. Έτσι μπήκα μέσα.
Οι ώρες περνούσαν και η ατμόσφαιρα στον περίγυρο του Πολυτεχνείου γινόταν όλο και πιο προβληματική και έντονη. Κάποια στιγμή έπρεπε να αποφασίσουμε ο καθένας από εμάς, εάν θέλει να μείνει μέσα ή να φύγει. Εγώ αποφάσισα ότι μένω, αλλά πια ατομικά θα έλεγα. Είχα βρει μονάχα έναν-δυο φίλους και καθόμασταν παρέα.
Πρέπει να πω ότι κάποια στιγμή αισθανόμουν ότι τα πράγματα γίνονται πολύ σκληρά και ότι έπρεπε να πάρω δυνάμεις. Πήρα μερικές σοκολάτες και πήγα σε μια αίθουσα μέσα, σε κάτι έδρανα, και είπα τώρα να φάω λίγο και να ξαπλώσω να είμαι ξεκούραστη.
Είχα πολύ καθαρό μυαλό ότι κάτι θα συνέβαινε. Δεν ήμουν καθόλου σε κατάσταση ενθουσιασμού. Θεωρούσα ότι έχουμε μια νύχτα στην οποία θα γίνει κάτι φοβερό. Κοιτούσα γύρω-γύρω τα κάγκελα και σκεφτόμουν ότι από αυτά τα κάγκελα δεν μπορεί να βγει κανένας, ανεξάρτητα που τελικά πέσανε όλα τα κάγκελα.
Στην τελευταία φάση, όταν πια ήμασταν στο τανκ μπροστά, ήμασταν πάρα πολύ κοντά στην είσοδο και με την πτώση οπισθοχωρήσαμε μια ομάδα ανθρώπων και κλειστήκαμε μέσα στη Σχολή Καλών Τεχνών που ήταν στην άκρη δεξιά. Μετά από λίγο, όταν πια είχαν γίνει όλα, αρχίσαμε να βγαίνουμε, και τουλάχιστον εγώ βγήκα από την κεντρική είσοδο, ακριβώς από μπροστά. Χαθήκαμε στο μεταξύ με τους άλλους, ο καθένας δηλαδή ήταν πια μόνος του.
Βρέθηκα στη μέση του δρόμου στην Πατησίων, να με έχουν ρίξει κάτω στο έδαφος, να με χτυπάνε, κυρίως να με πατάνε με τα πόδια, να μου δίνουν κλωτσιές και κάποια στιγμή, όταν πια ήμουν εντελώς εξαντλημένη στο έδαφος πεσμένη αυτός ο αστυφύλακας που με χτυπούσε με σήκωσε από τα μακριά μου μαλλιά, δηλαδή έπιασε τα μαλλιά μου και με σήκωσε από το κεφάλι.
Εκείνη την ώρα υπήρξε πλάι ένας νεαρός στρατιώτης και μου έδωσε μια μικρή, απαλή σπρωξιά στην πλάτη και μου έκανε ένα νόημα προς τα πού να πάω. Οδηγήθηκα όπως ήμουν στα χάλια μου στον κάθετο δρόμο με κατεύθυνση την Ομόνοια και εν συνεχεία στην πρώτη γωνία έστριψα και βρέθηκα στην 3ης Σεπτεμβρίου. Εκείνη τη στιγμή υπήρχαν αστυφύλακες εκεί και ένα μεγάλο αυτοκίνητο της αστυνομίας. Πλησιάζοντας, αφελώς τελείως είπα ‘Είμαι χτυπημένη, είμαι χτυπημένη’.
Η αντίδραση ήταν να με αρπάξουν και να αρχίσουν να με χτυπούν πάνω στο αυτοκίνητο, στο σιδερένιο αυτοκίνητο ώσπου, από ό,τι φαίνεται, επειδή εκεί δίπλα ήταν ένα δέντρο και ένα σκάμμα, εγώ έπεσα μέσα στο σκάμμα και το τελευταίο μου άκουσμα ήταν που είπαν ‘Πάμε να φύγουμε’.
Φαίνεται πως λιποθύμησα γιατί πέρασε πολλή ώρα, υποθέτω ότι πέρασε πολλή ώρα γιατί όταν συνήλθα εκεί στο σκάμμα, μετά το δέντρο, δεν υπήρχε πια αυτό το αυτοκίνητο της ασφάλειας, ούτε αστυφύλακας κανένας και σηκώθηκα και άρχισα σιγά-σιγά να προσπαθώ να περπατήσω.
Δεν είπα μια λεπτομέρεια, ότι αυτοί οι αστυνομικοί που με χτυπάγανε και που φάνηκε ότι τελικά τρόμαξαν ότι όντως, αφού ήμουν χτυπημένη, κάτι είχε γίνει, με βρίζανε πολύ άσχημα με σεξουαλικούς χαρακτηρισμούς και με μία φρασεολογία που δε θέλω καν να την επαναλάβω.
Βέβαια, στο δρόμο ανακάλυψα διάφορα κωμικοτραγικά, δηλαδή είχα στην τσάντα μου μέσα ένα κομμάτι ξύλο, το οποίο είχα πάρει γιατί μαζεύαμε ξύλα διάφορα για να βάζουμε φωτιές γιατί εξουδετέρωναν τα δακρυγόνα. Στον λαιμό μου κρεμόταν ακόμα το μαντήλι που είχα δέσει για τα δακρυγόνα, ξέρετε αυτό το είχα στο στόμα μου και είχε πέσει στο λαιμό. Οπότε, στο δρόμο, λοιπόν, άφηνα ό,τι από αυτά τα πράγματα έδειχναν ότι έρχομαι από εκεί που ήμουν.
Εν πάση περιπτώσει, ήμουν στο αριστερό πεζοδρόμιο της 3ης Σεπτεμβρίου και προχώραγα προς την Ομόνοια. Δεξιά είδα τα φώτα από τις πρώτες βοήθειες και πέρασε από το μυαλό μου ότι πρέπει να πάω και μετά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να πας γιατί στις πρώτες βοήθειες γίνονται συλλήψεις.
Προχώρησα κι άλλο και έφτασα στη γωνία που αν έβγαινες προς την Πατησίων ήταν ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Έστριψα από εκεί και άρχισα να προσπαθώ να κατευθυνθώ προς το σπίτι μου, ψηλά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Καθώς περπάταγα με περνούσαν διάφορα αυτοκίνητα με ανθρώπους οι οποίοι σταματάγανε και λέγανε να με βοηθήσουν αλλά εγώ ήμουν εντελώς αρνητική, δε θα έμπαινα σε κανένα αυτοκίνητο. Και προχώραγα, προχώραγα, κι έφτασα στην Ασκληπιού και άρχισα να ανεβαίνω την Ασκληπιού.
Το επόμενο που θυμάμαι από αυτή τη διαδρομή είναι ότι κάποια στιγμή είχα κουραστεί πολύ και είχα κάτσει σε ένα σκαλοπάτι. Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι γύρω μου που ήταν πολύ φιλικοί και καλοί και άρχισαν να με ρωτάνε και ξέσπασα σε κλάματα. Όλο αυτό το πράγμα που είχε γίνει κατέληξε σε ένα τρομερό κλάμα. Αυτοί θέλανε να με πάνε στο σπίτι μου. Πάλι δεν εμπιστεύτηκα. Πάλι δεν ήθελα κανέναν και είπα όχι θα πάω μόνη μου.
Έφτασα πολύ αργά στο σπίτι και τελικά με αναζητούσαν διάφοροι φίλοι οι οποίοι δεν είχαν έρθει στο Πολυτεχνείο και είχαν στείλει μηνύματα και έτσι ακριβώς επικοινώνησα με τον σύντροφό μου εκείνης της εποχής.
Την άλλη μέρα υπήρχε ένας γιατρός που δεχόταν στο ιατρείο του επισκέψεις και με πήγε και εντόπισαν ότι είχα πάρεση του προσωπικού νεύρου, εκτός από τους μώλωπες που είχα σε όλο μου το σώμα. Το πρόβλημα το σοβαρότερο δηλαδή ήταν αυτή η πάρεση του προσωπικού νεύρου στη δεξιά πλευρά του προσώπου.
Την βραδιά της 17ης Νοεμβρίου δεν είχα συνείδηση ότι θα γίνει εισβολή. Θεωρούσα ότι αν γίνει οτιδήποτε, κάπως, εκεί θα πεθάνουμε. Επομένως, ήταν στο μυαλό μου διάφορες σκέψεις από τα γεγονότα της Χιλής και είχα την εντύπωση ότι θα μας χτυπήσουν από τον ουρανό. Δεν είχα δηλαδή ποτέ μου την εντύπωση ότι θα έρθει τανκ.»
Αλκμήνη Ψιλοπούλου
«Μπήκα στο Πολυτεχνείο τη δεύτερη μέρα μαζί με μια φίλη μου. Είχαμε ακούσει ότι έχουν μπει κάποιοι στο Πολυτεχνείο, ότι έχει γίνει κατάληψη αλλά δε γνωρίζαμε πολλά πράγματα. Τότε, ήμουν οργανωμένη στον Ρήγα Φεραίο. Ήταν μια πράξη στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού αγώνα που δίναμε. Ήταν οι εποχές τέτοιες, υπήρχε επαναστατική ένταση και μπήκαμε με αυτή τη λογική και συναισθηματικά πιο πολύ μπορώ να πω.
Μέσα ήταν κάτι σαν γιορτή, υπήρχε μια έξαψη. Δηλαδή, όλα αυτά τα συνθήματα, η ελευθερία, η αντίσταση στη Χούντα, ήταν ένα κλίμα γιορτινό.
Κατ’ αρχάς, το πολύ σημαντικό που συνέβαινε στο Πολυτεχνείο ήταν η αυτοδιαχείριση. Μέσα στο Πολυτεχνείο όλες τις μέρες που μείναμε είχαν οργανωθεί πράγματα, όπως ο ραδιοφωνικός σταθμός, το μαγειρείο, οι προκηρύξεις, οι βάρδιες γιατί κάναμε περιπολίες.
Ήταν σαν κύτταρο αυτοδιαχειριζόμενο. Αυτό ήταν καταπληκτικό. Υπήρχε αυτή η συντροφικότητα που εάν δεν έχει ζήσει κάποιος τέτοια πράγματα, δεν την καταλαβαίνει σήμερα που είναι όλα σε επίπεδο ατομικισμού. Υπήρχε αυτή η συλλογική δράση για ένα σκοπό αλλά δεν ήταν ορθολογιστικό όλο αυτό. Πολιτικά στόχος ήταν να πέσει η Χούντα. Αλλά όλο το υπόλοιπο πλαίσιο ήταν συναισθηματικό, ήταν η καρδιά της εφηβείας που μιλούσε, η καρδιά η νεανική.
Το άλλο βέβαια είναι ότι είχαν προετοιμαστεί ορισμένα πράγματα από την κατάληψη της Νομικής μερικούς μήνες πριν και από τις φοιτητικές επιτροπές αγώνα οι οποίες κάνανε σε κάθε σχολή μια μελέτη, ας το πούμε, για το περιεχόμενο σπουδών που θα θέλαμε να έχουμε. Αυτά δεν ήταν πολύ γνωστά, αλλά όλο αυτό το κλίμα που προϋπήρχε ήταν αυτό που κατέληξε τελικά στο Πολυτεχνείο.
Πριν μπούνε τα τανκς είχαμε καταλάβει πλέον ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά. Δυο μέρες πριν μπούνε, ή μπορεί και την ίδια μέρα, δε θυμάμαι πια πολύ καλά, είχε κοπεί το ρεύμα. Ήμασταν στα σκοτάδια. Τότε καταλάβαμε ότι θα γίνει κάτι πολύ κακό και, πιο πριν, όταν ερχόντουσαν τα φορεία με τους τραυματισμένους. Στην αρχή, ήταν γιορτή. Μετά σιγά-σιγά ζόριζαν τα πράγματα και καταλαβαίναμε ότι πλέον ότι ήταν ένα είδος πολέμου και ότι δεν θα έμενε έτσι αυτό το πράγμα.
Την βραδιά του Πολυτεχνείου ήμουν κάτω στο προαύλιο. Την ώρα που ήταν από έξω τα τανκς, ακόμα δεν γνωρίζαμε ότι θα μπει το τανκ μέσα.
Το θεωρούσαμε εντελώς εξωπραγματικό και σουρεαλιστικό. Με παίρνει ένας φίλος και μου λέει «Αλκμήνη πάμε μπροστά να δούμε τα τανκς, να δούμε τι γίνεται» και προχωράμε προς τα μπρος και μετά από λίγο που είχαμε προχωρήσει, μπαίνει το τανκ.
Σπάει την πόρτα και μπαίνει. Τότε ο φόβος κυριάρχησε. Διαλυθήκαμε. Μπήκαμε μέσα σε μια αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών και μαζί με κάποιους άλλους κρυφτήκαμε, ας πούμε, πίσω από ένα άγαλμα. Από έξω βλέπαμε την μπούκα του τανκ να μας στοχεύει και λέμε πάει παιδιά τελείωσε έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες, θα τα πούμε στην άλλη ζωή. Μετά από αυτό βγήκαμε κάποια στιγμή, δηλαδή μας βγάλανε από τη Σχολή κατά μονάς με παραταγμένους τους στρατιώτες δεξιά και αριστερά. Βγαίναμε με τα χέρια ψηλά και βγήκαμε άλλοι από τη Στουρνάρη άλλοι από μπροστά και, τρέχοντας εγώ έπεσα κάτω και με βουτήξανε και με βάλανε στην κλούβα και με πήγανε στην Μεσογείων στην Ασφάλεια.
Ήταν εφιαλτικό βράδυ γιατί ακουγόντουσαν από πάνω φωνές και ουρλιαχτά και απειλές «Θα σας πετάξουμε κάτω από την ταράτσα». Έπεφτε ξύλο. Εμείς ήμασταν ήδη ψιλοτραυματισμένοι. Μέσα στο ίδιο κελί ήμασταν 4-5 άτομα. Στο τέλος μας άφησαν, μετά τα μεσάνυχτα, γιατί είχαν μαζέψει πάρα πολλούς. Εγώ έμενα Κομνηνών και από τη Μεσογείων πήγα περπατώντας προς το σπίτι μου αλλά υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και με σταματούσαν κάθε τόσο με το όπλο στρατιώτες.
Φτάνω σπίτι μου. Χτυπάω το κουδούνι. Κατεβαίνει ο πατέρας μου ο οποίος ήταν στα χάλια του τα μαύρα γιατί νόμιζε ότι είχα πεθάνει, δεν ξέρανε οι γονείς, τι είχε γίνει, αν ζούμε, αν πεθάναμε, αν τραυματιστήκαμε. Και βάζει τα κλάματα ο πατέρας μου, βάζω κι εγώ τα κλάματα. Μετά από δύο-τρεις μέρες με βούτηξαν πάλι γιατί ήμουν στις Επιτροπές του Πολυτεχνείου και με κράτησαν μέσα, εκ των υστέρων. Τότε έφαγα και ξύλο. Έπειτα έγινε η Χούντα του Ιωαννίδη και έγιναν ακόμα πιο σκληρά τα πράγματα.
Τώνια Μοροπούλου
«Στο Πολυτεχνείο φτάσαμε μέσα από την ανάπτυξη του φοιτητικού αντιδικτατορικού κινήματος που ξεκίνησε το 1972 με τις εκλογές στις σχολές και τους συλλόγους των φοιτητών, με την διεκδίκηση ελευθέρων φοιτητικών συλλογών, συνέχισε στη Νομική σε σύγκρουση με τη δικτατορία και την υποστήριξη του κόσμου στους δρόμους της Αθήνας.
Ήταν μια συγκυρία που μέσα στην πετρελαϊκή κρίση, την απομόνωση των δικτατορικών καθεστώτων σε όλο τον κόσμο όπως στη Χιλή, στην ενίσχυση όλων των αγώνων για εθνική ανεξαρτησία, την απομυθοποίηση της προσπάθειας φιλελευθεροποίησης της Χούντας με τις εκλογές Μαρκεζίνη, φτάσαμε στις συνελεύσεις στο Πολυτεχνείο στις 14 Νοέμβριου του 1973 όπου οι φοιτητές του Πολυτεχνείου ήρθαν πλέον σε ρήξη με το εγχείρημα της φιλελευθεροποίησης. Είπαν οι φοιτητές που κατέβηκαν και από τις άλλες σχολές, από τη Νομική, από την ΑΣΟΕ, από τη Βιομηχανική, από το Φυσικομαθηματικό της Αθήνας (το σύνθημα): ‘Λαέ, λαέ, ή τώρα η ποτέ’.
Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν όλοι στο Πολυτεχνείο μοιράζοντας μέσω των λεωφορείων σελίδες με συνθήματα ‘Απόψε πεθαίνει ο φασισμός’, ‘Λαέ, πεινάς, γιατί τους προσκυνάς;’ και ξεκίνησε με επίκεντρο το Πολυτεχνείο μια πολύ μεγάλη κινητοποίηση ενημέρωσης σε όλη την Αθήνα.
Ταυτόχρονα, φτιάξαμε τον πρώτο πομπό στο εντευκτήριο της Φυσικής του Πολυτεχνείου, κάποιοι φοιτητές από το Πολυτεχνείο αλλά και από άλλες σχολές. Καθίσαμε μπροστά στον πομπό και σχεδόν αυθόρμητα βγήκε αυτό που έμελλε να ακούγεται τις 3 ημέρες ‘Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων’. Εκπέμπαμε στους 1050 χιλιοκύκλους και στην πορεία κάποιοι από τα ΚΑΤΕΕ ήρθανε και το μικρό Πολυτεχνείο, μας φέρανε μεγαλύτερες λυχνίες και μετά στη σχολή των Μηχανολόγων φτιάχτηκε ο μεγαλύτερος πομπός.
Εντωμεταξύ, συστάθηκε και η συντονιστική επιτροπή με εκπροσώπους από όλες τις επιτροπές αγώνων από όλες τις Σχολές της Αθήνας και μέχρι την Πέμπτη το απόγευμα τον πομπό και με όλη τη συγκρότηση του Πολυτεχνείου ως κέντρο του αγώνα έγινε μία ενημέρωση του κόσμου. Ερχόντουσαν σε πανέρια μηνύματα από τον κόσμο με τρόφιμα που έλεγαν ‘ελέγξτε τα μηνύματα ώστε να μας εκφράζουν όλους’ και μέσα από αυτή τη διαδικασία επικοινωνίας με τον κόσμο διαμορφώθηκε η ανακοίνωση της συντονιστικής του Πολυτεχνείου που ήταν κοινή φωνή όλων: ‘Ψωμί, παιδεία, ελευθέρια, εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική προκοπή’. Έτσι, ο κόσμος όταν πλέον η δικτατορία αποφάσισε να συγκρουστεί με το Πολυτεχνείο, ήρθε δίπλα μας.
Όταν ανακοινώθηκε στη συντονιστική ο πρώτος νεκρός από ανθρώπους που ήρθαν από τα Χαυτεία με την ταυτότητα του, τότε είπαμε ότι θα πούμε στον κόσμο την αλήθεια ‘Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια. Μας σκοτώνουν. Κατέβα στους δρόμους δίπλα μας’. Και ο κόσμος κατέβηκε στους δρόμους. Έτσι, το Πολυτεχνείο έγινε εξέγερση.
Όταν έπεσε το Πολυτεχνείο, ήμουν στον πομπό μαζί με πολλούς άλλους και φωνάζαμε ‘Φαντάροι αδέρφια μας, είμαστε όλοι αδέρφια, μην πυροβολείτε’. Μείναμε εκεί, μέχρι που ήρθανε άλλοι συμφοιτητές μας και μας βγάλανε για να μη μας σκοτώσουν, βρίσκοντας μας στον πομπό και φύγαμε λέγοντας τον εθνικό ύμνο σαν μια παρακαταθήκη ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Έτσι τελειώσαμε: με τον εθνικό ύμνο, ο αγώνας συνεχίζεται.
Φύγαμε από εκεί, γυρίσαμε όλα τα κτίρια απέναντι της Μπουμπουλίνας, των Μηχανολόγων, το κτίριο της Τοσίτσα, τη Σχολή Χημικών Μηχανικών τότε, τώρα Αρχιτεκτόνων και όταν ανοίξαμε τις πόρτες για να βγούμε στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου μας πυροβολούσαν. Δεν είχαμε αίσθηση του κίνδυνου. Μετά πήγα στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής που ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες και μεταφέραμε νεκρούς και τραυματίες βγαίνοντας.
Έξω από το Πολυτεχνείο βγήκαμε με το κεφάλι ψηλά. Δεν παραδοθήκαμε. Αυτή ήταν μια μεγάλη ηθική νίκη, το γεγονός ότι μας έβγαλε ο στρατός, δεν παραδοθήκαμε και αυτό και το φρόνημα αυτής της σύγκρουσης και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι πάντα επίκαιρο και δυνατό και μιλάει σε όλους μας.
Πήραμε τότε τη ζωή μας στα χέρια μας. Είναι άλλη στάση ζωής, άλλη στάση πολιτικής συμμετοχής. Είναι πρωτοβουλία. Είναι αγώνας με κίνδυνο της ζωής μας, αλλά αγώνας που ήμασταν όλοι ενωμένοι σε ό,τι συμφωνούσαμε, παρά τις διαφορετικές απόψεις. Και αυτό είναι ένα μήνυμα διαχρονικό γιατί σε κάθε εποχή η δημοκρατία πρέπει να λύνει τα προβλήματά της και ειδικά σήμερα πρέπει να λύσει πάρα πολλά προβλήματα για να μπορούν οι νέοι να έχουν ελπίδα, να έχουν δουλειά, να έχουν όνειρα. Αυτό είναι μεγάλο μήνυμα και είναι πάντα ένα μήνυμα για τους νέους ότι τη δική τους εποχή, τη δική τους δημοκρατία πρέπει να τη διαμορφώσουν οι ίδιοι.»
Πολυτεχνείο: Το «κορίτσι με τη σφαίρα» αφηγείται την ιστορία της και συγκλονίζει
Δικηγόρος σήμερα, αφηγείται στo OPEN και αναμοχλεύει μνήμες, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης. «Ήμουν μαθήτρια τότε και είχα κατέβει στην Αθήνα για φροντιστηριακά μαθήματα. Φύγαμε από το φροντιστήριο κάποια στιγμή και πήγαμε προς Κάνιγγος και Ομόνοια, όπου μαζευόταν ο κόσμος, καθώς ακούσαμε ότι γίνεται εξέγερση» περιγράφει η ίδια, δείχνοντας στην κάμερα τη σφαίρα.
«Εκεί υπήρχαν μπλόκα αστυνομικών και η παρέα διασπάστηκε. Έμεινα μόνη μου. Έβλεπα τους αστυνομικούς να ρίχνουν ξύλο και να κυνηγούν κόσμο. Έφτασα στην πλατεία Βικτωρίας για να πάρω τον συρμό για να επιστρέψω σπίτι. Φοβόμουν. Ήμουν μικρή, μαθήτρια», προσθέτει.
Η κα Μουστάκα κατέβηκε τις σκάλες του σταθμού και κατά λάθος βρέθηκε στην πλατφόρμα προς Πειραιά, ενώ ήθελε να πάει προς Κηφισιά. Έπειτα από λίγο έφτασε στο σημείο μια ομάδα ατόμων, που ήταν κυνηγημένα. Φοβήθηκε ότι θα εγκλωβιστεί και ότι θα δείρουν και εκείνη και προσπάθησε να βγει.
«Άκουγα τις σφαίρες να… σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι μου»
«Εκεί άκουγα τις σφαίρες να… σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι μου. Σκέφτηκα όμως, ότι έπρεπε να ειδοποιήσω τους γονείς μου και ότι κάτι πρέπει να κάνω» λέει η κα Μουστάκα και συμπληρώνει:
«Πήγα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο που υπήρχε στην πλατεία Βικτωρίας και πήρα τηλέφωνο τους γονείς μου. Ο πατέρας μου μού είπε μείνε εκεί που είσαι και έρχομαι να σε πάρω. Με το που πήγα να βγω, είχα μια ζεστή αίσθηση στο μάγουλο, έναν βόμβο μέσα στο στόμα και είδα να βγαίνει ένας πίδακας αίματος. Με είχαν πυροβολήσει από την ταράτσα του ΟΤΕ με στρατιωτικό όπλο».
Όπως είπε η κα Μουστάκα «αυτή τη σφαίρα έδειξα στη δίκη του Πολυτεχνείου το 1975. Ήταν ένα φοβερό αποδεικτικό στοιχείο, καθώς αμφισβητείτο τότε όπως και σήμερα από κάποιους ότι υπήρξαν θύματα ή ότι έριχναν αληθινές σφαίρες».
Συνεχίζοντας την εξιστόρηση των γεγονότων η δικηγόρος αναφέρει ότι όταν κατάλαβε το αίμα, έπειτα από λίγο λιποθύμησε. Πριν λιποθυμήσει, είδε κόσμο να πετάγεται στην πλατεία. Κόσμος που ήταν κρυμμένος όπως λέει.
Κάποιοι από αυτούς την μετέφεραν στο κοντινότερο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο, επειδή δεν είχε χάσει εντελώς τις αισθήσεις της, είδε αιμόφυρτους ανθρώπους να κάθονται στα σκαλιά.
Όπως υποστηρίζει, «με πήγαν στο δωμάτιο. Το πρόσωπό μου ήταν άμορφη μάζα. Κι εκεί μπήκε κάποια στιγμή αστυνομικός με καπαρντίνα και περίστροφο στο χέρι για να με ελέγξει και να με συλλάβει. Φυσικά οι γιατροί του είπαν «ποια να συλλάβεις; Δεν βλέπεις πώς είναι;» Ήμουν ετοιμοθάνατη. Η σφαίρα είχε καθίσει κάτω από τη γλώσσα, ανάμεσα στο γευστικό και κινητικό νεύρο. Αν είχε βγει από το λαιμό, θα είχα πεθάνει. Όπως θα είχα πεθάνει εάν δεν είχε κάνει τόσο καλή δουλειά και ο χειρουργός, που είχαν καλέσει ο πατέρας μου και η μητέρα μου, οι οποίοι ήρθαν από την Κηφισιά με τα πόδια».
Σύμφωνα με την ίδια, «ο γιατρός με μετέφερε στη Γενική Κλινική και με χειρούργησε. Η μητέρα μου όταν με είδε, λιποθύμησε κατευθείαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου