Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Τα εξαιρετικά κρασιά του ελληνικού αμπελώνα και η ανάγκη για μεγαλύτερη στήριξη των οινοπαραγωγών

Γράφει ο Σερβιτόρος

Καμιά φορά διαβάζοντας μια είδηση ή ακούγοντας κάτι, πυροδοτούνται διάφορες σκέψεις στον εγκέφαλο τις οποίες πρέπει να αξιολογήσεις, να κατατάξεις, με κάποιες από αυτές να τέμνονται δημιουργώντας μεγαλύτερα συμπλέγματα και με κάποιες άλλες να μην συναντιούνται κάπου και να παίρνουν μια πιο μοναχική πορεία στον κόσμο των μικρών γκρι κυττάρων. Αυτό ακριβώς συνέβη με την πληροφορία ότι το γλυκό κρασί της Σάμου, το περίφημο Samos Vin Doux τιμήθηκε  προσφάτως με ένα από τα χρυσά βραβεία της σπουδαίας για τον οινικό κόσμο διοργάνωσης Berliner Wine Trophy.

Στο μυαλό αμέσως ήρθε ο υπέροχος ελληνικός αμπελώνας. Ο ξεχωριστός αυτός κόσμος που διαμορφώνει αυτόν εδώ τον τόπο ή διαμορφώνεται από αυτόν, εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο πολύπαθος ελληνικός αμπελώνας με τις 33 διαφορετικές Προστατευόμενες Ονομασίες Προέλευσης και τις 114 Προστατευόμενες Γεωγραφικές Ενδείξεις, αυτές τις εγγυήσεις ποιότητας και καταγωγής, αλλά και γευστικής εμπειρίας.

Θυμάμαι αυτομάτως τα λόγια ενός συναδέλφου οινοχόου που πριν λίγο καιρό μου έλεγε με τόση χαρά για το πώς επιλέγει ελληνικά κρασιά και πώς συνδιαλέγεται με τους οινοπαραγωγούς, αλλά και με τόση πικρία συγχρόνως για το γεγονός ότι – ενώ έχουμε εξαιρετική παραγωγή – δεν υπάρχει όχι απλά η έννοια του οινοτουρισμού, ούτε καν η δυνατότητα πολλές φορές να πάει κάποιος να επισκεφτεί και να μείνει σε μια αμπελουργική περιοχή (κατά τα πρότυπα της Τοσκάνης ή των οινικών περιοχών της Γαλλίας, φερ’ ειπείν). Όχι το κράτος, οι ίδιοι οι ντόπιοι, οι συμμετέχοντες σε αυτό, οι τοπικοί παράγοντες και όσοι θα είχαν να κερδίσουν, μαγαζάτορες, ξενοδόχοι, εστιάτορες, μια κοινότητα σε πιο μικρή κλίμακα δεν έχει ποτέ ως τώρα φροντίσει να εκμεταλλευτεί το τεράστιο ενδιαφέρον που παρουσιάζει παγκοσμίως το προϊόν αυτό. Και μου έφερε ως παράδειγμα, τη Νεμέα. Όχι κάποια απομακρυσμένη περιοχή στην οποία βγαίνει μια εξαιρετική αλλά πιο μικρής παραγωγής περιοχή, αλλά τη Νεμέα. Με την ευκολότατη πρόσβαση από Αθήνα με τους σύγχρονους αυτοκινητόδρομους και την ονομαστή εδώ και τόσα χρόνια ποικιλία της για την οποία είναι γνωστή. Κι όμως, στη Νεμέα κάποιος δεν μπορεί να διοργανώσει ένα ταξίδι που θα συμπεριλαμβάνει ένα γεμάτο πρόγραμμα διαμονής, διατροφής και δραστηριοτήτων, δεν έχουν καταστρώσει οι ντόπιοι ένα σχέδιο συνεργασίας με ξενώνες και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαστεί κάποιος στο ταξίδι του. Ο επισκέπτης σε ένα ελληνικό οινοποιείο θα βρεθεί εκεί όχι γιατί το θέτει ως προορισμό του, αλλά από παράκαμψη, από σπόντα. Αφού περνάμε από εκεί, ας πάμε να το δούμε.

Στο μυαλό, όμως, μου έρχονται και κάποιοι άλλοι ντόπιοι, καμιά δεκαριά χρόνια πριν, από τη Σαντορίνη. Η νεώτερη γενιά μιας από τις παλιότερες κάναβες του νησιού μου έλεγαν για την πλειοψηφία των εκεί παραγωγών που αποφάσισε να ξηλώσει τα παλιά αμπέλια που ήταν στις κουλούρες και να βάλει κρεβατίνες από cabernet που θα απέδιδαν πολύ περισσότερο. Αν και η Σαντορίνη μοιάζει να γλύτωσε έκτοτε απ’ τα χειρότερα, εφόσον η μοναδικότητα του εδάφους της και οι γηγενείς ποικιλίες με την μοναδικότητά τους δεν άφησαν πολλά περιθώρια.

Θυμάμαι – σαν σκηνή ταινίας λίγο παλιάς που ο πρωταγωνιστής θυμάται γεγονότα που το ένα κάνει fade στο άλλο και το ανάλογο εφέ – όλες τις συζητήσεις που έχω κάνει με πελάτες εστιατορίων που ήρθαν για διακοπές στη χώρα. Χιλιάδες, μυριάδες, δισεκατομμύρια ίδιες απαράλλαχτες συζητήσεις με ξένους που μιλάνε με τόση έκπληξη και τόση αγάπη για τα κρασιά μας. Τα φωτεινά τους μάτια, με μια απροσδόκητη αθωότητα, το χαμόγελό τους, την ικανοποίηση τους που ανακάλυψαν κάτι τόσο ξεχωριστό. Που αυτή η χώρα τους είχε φυλαγμένο ένα ακόμη δώρο που δεν ήταν στα αναμενόμενα κλισέ της θάλασσας και του ούζου. Ως επαγγελματίας του χώρου μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι κάθε χρόνο στην ελληνική επικράτεια άνθρωποι απ’ όλον τον πλανήτη ανακαλύπτουν ενεοί έναν καινούριο κόσμο που είναι το ελληνικό φαγητό και -κυρίως- το ελληνικό κρασί.

Και δεν είναι μόνο το ασσύρτικο. Δεν είναι μόνο οι σαντορινιές ποικιλίες. Ούτε το ξινόμαυρο του Βορρά, ούτε το Αγιωργίτικο του Νότου. Ούτε η ρομπόλα της Δύσης. Είναι δεκάδες σταφύλια που θα ανακαλύψουν σε μια γωνιά της Κρήτης, με το φαγητό τους στην ενδοχώρα, η ξηρή μαυροδάφνη, το Λημνιό που δεν πολυαρέσει, αλλά τους αρέσει η ιστορία του ως μία από τις αρχαιότερες γνωστές ποικιλίες, δεκάδες προσωπικές ιστορίες, γκουγκλαρίσματα, ψάξιμο, κριτικές, κουβέντες στα εστιατόρια και τις ταβέρνες επικάθονται το ένα πάνω στο άλλο δημιουργώντας έναν μούστο μεθυστικό.

Αλλά, πάντα, σε κάθε τέτοια κουβέντα η εξής κατάληξη: «Γιατί δεν προωθείτε τα κρασιά σας;»

Τι να πεις πάνω σε αυτό, αλήθεια; Ευτυχώς, από αυτή την στιγμιαία αγωνία να αποκρυσταλλώσεις αιώνες ελληνικής νοοτροπίας σε μια πρόταση, θα σε βγάλει η αναφορά στην ρετσίνα. Κι εκεί θα ξεκινήσει ένας ακόμα κύκλος συζήτησης που θα πρέπει να κλείσει στο στενό χρονικό πλαίσιο του είμαι σερβιτόρος-πρεσβευτής-οινογνώστης-ιστορικός-αυγουστιάτικα-ελλάδα-τρελή-δουλειά.

Τι γίνεται, όμως, με το ελληνικό κοινό; Πέρα από εκείνους που θα δυσαρεστηθούν γιατί στον κατάλογο ενός καλού εστιατορίου δεν βρίσκεται κάποιο από τα μεγάλα κρασιά αλλά μικρότερες παραγωγές πειραματικές ή συλλεκτικές των χιλίων φιαλών για παράδειγμα – δυσαρέσκεια κανονική, όχι αηδίες – οι Έλληνες από πολύ νεαρές ηλικίες δείχνουν να έχουν κάνει άλματα στο χώρο του κρασιού. Ως καταναλωτές είναι πάρα πολύ ενημερωμένοι, με έμπειρο ουρανίσκο και πολύ καλή αντίληψη των συνδυασμών με το φαγητό, ταξιδεμένοι, είναι απαιτητικοί από ένα εστιατόριο. Και, μεταξύ μας, πολύ καλά κάνουν. Η διοργάνωση του Οινοράματος κάθε χρόνο και άλλων αντίστοιχων εκδηλώσεων καταδεικνύουν μια σταθερή εξέλιξη του κοινού που είναι πιο εκπαιδευμένο από ποτέ κάτι που θα φανεί στην πράξη. Στο εστιατόριο, δηλαδή. Ή στις κάβες. Ή στα δώρα που θα πάμε σε μια γιορτή. Ή στα κρασιά που θα αγοράσουμε για να προσφέρουμε στους φίλους μας όταν τους καλέσουμε σπίτι μας για φαγητό.

Αν είναι όμως όλα τόσο ρόδινα γιατί ο ελληνικός αμπελώνας είναι πολύπαθος; Γιατί είναι κατακερματισμένος. Γιατί εντάσσεται μάλλον στα πλαίσια της ευρύτερης γεωργικής παραγωγής. Δεν μιλάμε για βιομηχανία. Υπολογίζεται ότι το μέσο μέγεθος ιδιοκτησίας είναι λίγο πάνω από τα πέντε στρέμματα. Η συνολική έκταση των αμπελώνων που προορίζονται για την παραγωγή κρασιού ανέρχεται στα 640.000 στρέμματα. Αυτό σημαίνει ότι ο ελληνικός αμπελώνας έχει σχεδόν το μισό μέγεθος του Μπορντό, μιας μόνο οινικής περιοχής της Γαλλίας. Άρα και την ανάλογη ανταγωνιστικότητα.

Η χώρα παράγει περισσότερο λευκό παρά ερυθρό κρασί, με το τελευταίο να αντιπροσωπεύει μόλις το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής. Η πληθώρα των γηγενών ποικιλιών καταλαμβάνει την πλειονότητα των φυτεύσεων σε ποσοστό 90%. Η λευκή ποικιλία Σαββατιανό βρίσκεται στην κορυφή της λίστας και ακολουθεί ο ερυθρωπός Ροδίτης. Το Αγιωργίτικο είναι η πιο φυτεμένη, και τρίτη συνολικά, ερυθρή ποικιλία, ακολουθούμενη από τα Λιάτικο, Ξινόμαυρο, Μοσχάτο Αμβούργου και Ασύρτικο. Τα Cabernet Sauvignon και Merlot είναι οι δύο πιο δημοφιλείς διεθνείς ποικιλίες στον ελληνικό αμπελώνα. 

Από βορρά προς νότο, η Ελλάδα χωρίζεται σε 9 αμπελουργικές περιοχές: Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένης της Αττικής), Πελοπόννησος, Ιόνια Νησιά, Νησιά Αιγαίου και Κρήτη. Όσον αφορά την κατανομή των αμπελώνων, τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνει η Πελοπόννησος με περισσότερα από 100.000 στρέμματα. Η μεγαλύτερη ζώνη ΠΟΠ για ερυθρά είναι η ΠΟΠ Νεμέα (σχεδόν 25.000 στρέμματα) και η μεγαλύτερη ΠΟΠ για λευκά κρασιά είναι η ζώνη ΠΟΠ Πάτρα.

Η ΠΟΠ Σάμος, που παράγει λευκά γλυκά κρασιά, και η ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών που παράγει ερυθρά, είναι οι πιο παραγωγικές ονομασίες προέλευσης για γλυκούς οίνους. Συνολικά, είναι λίγες οι περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει αμπελοκαλλιέργεια, και αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο μόνο στις πολύ δύσβατες περιοχές της χώρας.

πηγή


Δεν υπάρχουν σχόλια: