Μετά από 41 χρόνια υπηρεσία σε όλες της βαθμίδες της δικαιοσύνης, ο Α΄ Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, έστω και μερικές εβδομάδες πριν αποχωρήσει απο το δικαστικό σώμα, λύνει τη σιωπή του και μιλά απο τη θέση του υψηλότερου αξιώματος στην Ελληνική Δικαιοσύνη.
Ο ανώτατος εν ενεργεία δικαστής με τη συνέντευξη αυτή στην εφημερίδα «Ο Κοσμος του Επενδυτή» προσέφερε στο φινάλε της καριέρας του τη μεγαλύτερη υπηρεσία στην ίδια τη Δικαιοσύνη , αφού έστω και την τελευταία στιγμή επιβεβαιώνει απο τη θέση του Α΄ Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου αυτό που κάθε πολίτης γνωρίζει σε αυτή τη χώρα, δηλαδή την τραγική κατάσταση που επικρατεί στην Ελληνική δικαιοσύνη.
Ιδού ολόκληρη η συνέντευξη του Α’ Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Iωάννης Παπανικολάου
Σε δύο βδομάδες κύριε πρόεδρε, κλείνετε τον κύκλο τις δικαστικής σας καριέρας και αποχωρείτε από το δικαστικό σώμα, καταλαμβανόμενος από το όριο ηλικίας.
Θα ήθελα να μου πείτε! Με τι προσδοκίες εισήλθατε και με τι συναισθήματα αποχωρείτε από το δικαστικό σώμα;
Έδωσα εξετάσεις για να γίνω δικαστής το 1968 και διορίστηκα Ειρηνοδίκης το 1969.
Εκείνη την εποχή η Δικαιοσύνη περνούσε περίοδο εαρινής άνθισης. Τα οικονομικά μέτρα που είχε λάβει το 1964 η τότε κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου (διπλασιασμός σχεδόν των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών), αποτέλεσαν σοφά κίνητρα για να εισέλθουν στη Δικαιοσύνη αξιόλογοι και ιδιαίτερα ικανοί νομικοί, αλλά και για να πνεύσει ούριος άνεμος ανύψωσης της Δικαιοσύνης.
Προσδοκούσα να υπηρετήσω μια δικαιοσύνη που θα την συγκροτούσαν λίαν υψηλού επιστημονικού κύρους και ήθους δικαστικοί λειτουργοί, που μοναδικό τους μέλημα θα ήταν να λύνουν τις διαφορές και τις συγκρούσεις, μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και μεταξύ του κράτους και των πολιτών, εφαρμόζοντας κατά συνείδηση τους νόμους και τις αρχές του δικαίου, πραγματικά ανεξάρτητοι, ηθικά ακέριοι και απρόσβλητοι και αμόλυντοι στην κρίση τους από κάθε παρέμβαση.
Δυστυχώς τα πράγματα στη Δικαιοσύνη δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις προσδοκίες μου και τα οράματά μου.
Έτσι μετά από σαράντα ένα χρόνια συνεχούς πραγματικής διακονίας της Δικαιοσύνης της Πατρίδας μου, αποχωρώ στις 30.6.2010, λόγω ορίου ηλικίας έμπλεος ανάμεικτων συναισθημάτων, εν μέσω της βαθύτατης και πολύπλευρης κρίσης που βιώνει η πατρίδα μας και ενώ η Δικαιοσύνη, ως θεσμός της Δημοκρατίας, διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε ποτέ στα τελευταία πενήντα χρόνια, βαρύτατα τραυματισμένη από φαινόμενα διαφθοράς, σήψης αναποτελεσματικότητας και αρνησιδικίας.
Εύλογα, λοιπόν, από τη μια πλευρά, αισθάνομαι ικανοποίηση γιατί αντικρίζω «καπνόν αναθρώσκοντα» από τη νοητή Ιθάκη των προσωπικών μου στόχων, με την ηθική πληρότητα ότι στάθηκα πιστός στον όρκο μου και ότι υπηρέτησα τη Δικαιοσύνη με το πάθος που τρέφω γι΄ αυτήν, αλλά και τη βεβαιότητα ότι είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω την κρίση της ιστορίας για το σύνολο του δικαστικού μου έργου.
Από την άλλη πλευρά αισθάνομαι άφατη λύπη για την παρακμή και την κατάπτωση της Δικαιοσύνης της πατρίδας μου, αλλά και οργή και αγανάκτηση για τις νοοτροπίες και συμπεριφορές αρκετών δικαστικών λειτουργών, όπως τα σχετικά περιστατικά, προσωποποιημένα, τα έχω καταγράψει με οδύνη σε σωρεία επίσημων εγγράφων μου.
Συχνά πυκνά γίνεται μεγαλόστομα λόγος για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Πόσο ανεξάρτητη είναι η Ελληνική Δικαιοσύνη;
Το Σύνταγμα, βέβαια, δεν καταλείπει καμία αμφιβολία: Η Δικαιοσύνη είναι μια ανεξάρτητη Εξουσία, εξοπλισμένη με ισχυρές εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία όχι μόνο δεν δικαιούται να «πολιτεύεται», αλλά οφείλει, αντίθετα, να συμπεριφέρεται ουδέτερα, με μόνο κριτήριο τον σεβασμό της νομιμότητας, ώστε να αποτελεί ένα πειστικό και ισχυρό αντίβαρο απέναντι στις παρεκτροπές των άλλων Εξουσιών, πραγματικό οχυρό. Μεταξύ όμως θεωρίας και πράξης η διαφορά είναι μεγάλη.
Πράγματι, η εικόνα της δικαιοσύνης, σήμερα καταδεικνύει σοβαρό έλλειμμα ανεξαρτησίας.
Αυτό δεν οφείλεται μόνο στις τραγικές, μέχρις αρνησιδικίας, καθυστερήσεις ή στη «λευκή απεργία» (φαινόμενο θλιβερό των καιρών) ή στα διεφθαρμένα «παραδικαστικά κυκλώματα», που αντανακλούν τις ευρύτερες παθογένειες του Ελληνικού κράτους και τις κοινωνίας μας. Άλλωστε, οι δικαστικοί λειτουργοί της χώρας δεν είναι ξενόφερτοι αλλ΄ αποτελούν σάρκα από τη σάρκα της κοινωνίας μας.
Απογοητευτικές είναι και οι ουκ ολίγες περιπτώσεις δουλικής οσφυοκαμψίας απέναντι στην Εκτελεστική Εξουσία, ιδίως των πλέον ευάλωτων ηγεσιών της (Προέδρων, Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και αντιπροέδρων) ή των επίδοξων διαδόχων τους.
Είναι γνωστό ότι η Δικαιοσύνη είναι σαν τη γυναίκα του Καίσαρα:
Πρέπει και να είναι και να φαίνεται τίμια. Αυτό, όμως δεν συμβαίνει όταν η κύρια μέριμνα ορισμένων ηγεσιών της φαίνεται να είναι είτε η συγκάλυψη πολιτικών ή ποινικών ευθυνών για σκάνδαλα, είτε η εξυπηρέτηση άνομων συμφερόντων επωνύμων και ισχυρών, ιδίως πλουσίων επιχειρηματιών, είτε η άσκηση πιέσεων προς ακέραιους δικαστές, είτε οι συνεχείς και επιτηδευμένες αναβολές κρίσιμων υποθέσεων.
Όπως επίσης, δεν τιμά τη δικαιοσύνη, το ότι ορισμένοι δικαστές- συνήθως θεσιθήρες και αριβίστες- επιδεικνύουν κραυγαλέο κομματικό ή και θρησκευτικό φανατισμό μεροληπτώντας ασύστολα χωρίς να κρατούν ούτε τα προσχήματα, είτε υπέρ πολιτικών συγκεκριμένου κόμματος, είτε υπέρ των θέσεων κληρικών ή μοναχών.
Ωμές κομματικές παρεμβάσεις, πιέσεις τυραννίσκων συνδικαλιστών προς τις πολιτικές ή φυσικές ηγεσίες της Δικαιοσύνης, προαγωγές δικαστικών λειτουργών σε χαριστικές θέσεις, «διαπλοκή» και συναλλαγή» υπουργών με μεγαλόσχημους συνδικαλιστές και προώθηση «φιλοδικαστικών» μέτρων ασύμβατων με το δικαστικό λειτούργημα, πάσης φύσεως «προστασίες» δικαστών από διάφορους ιδιοτελείς «προστάτες» είναι μερικά από τα «σημεία και τέρατα» που χαρακτηρίζουν τα τελευταία είκοσι χρόνια τον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης, όπως ορθά επισημαίνει και ο αείμνηστος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας (εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5.4.2005).
Έχουν άδικο οι πολίτες όταν δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται την Ελληνική Δικαιοσύνη;
Πρωτεύοντα αίτια της σημερινής κρίσης είναι η διαφθορά, η διάσπαρτη ανομία και η ατιμωρησία, με αποτέλεσμα να γονατίσει το κράτος κάτω από το βάρος της κακοδιαχείρισης της σπατάλης πόρων και της πελατειακής διασπάθισης των χρημάτων του Ελληνικού Λαού. Μαζί αναδείχτηκε και μία άλλη κρίση, η αδυναμία των θεσμών της Πολιτείας και ιδίως της Δικαιοσύνης να ελέγξουν τα φαινόμενα που οδηγούν στην αυθαιρεσία και στην υπέρβαση κάθε κανόνα, χωρίς συνέπειες για κανέναν.
Με τη σειρά της αυτή η ανομία, την οποία εξέθρεψε και γιγάντωσε, μεταξύ άλλων, και η δυσλειτουργία της Δικαιοσύνης, έφερε και την καταρράκωση της αυτοπεποίθησης του Ελληνικού Λαού.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότεροι διακηρύσσουν ότι στην Ελλάδα κανείς δεν τιμωρείται και ότι δύσκολα και μετά μεγάλη ταλαιπωρία και αγαθή τύχη βρίσκει κανείς το δίκιο του. Όλο δε και πληθαίνουν τα χείλη, στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, στα οποία ανεβαίνει το αγωνιώδες ερώτημα» Στην Ελλάδα, Δικαιοσύνη δεν υπάρχει;».
Οι χρονίσασες πλέον πληγές της Ελληνικής Δικαιοσύνης, με κυρίαρχα τα έλκη της διαφθοράς και των πάσης φύσεως ανεπαρκειών και ανικανοτήτων, με προέχουσα την αρνησιδικία, έχουν περιάγει αυτή σε κατάσταση αμφισβήτησης ανυποληψίας και αναποτελεσματικότητας. Έτσι ούτε το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών ικανοποιείται, ούτε η Δικαιοσύνη λειτουργεί με έναν τέτοιο τρόπο που οι πολίτες να αισθάνονται ότι υπάρχει μια Εξουσία που τους προστατεύει και ελέγχει κάθε ανομία.
Το Κράτος Δικαίου που σε οποιαδήποτε σύγχρονη δημοκρατία θεωρείται αυτονόητη κατάκτηση και πραγματικότητα , στην Ελλάδα εύλογα αμφισβητείται έντονα από τους πολίτες.
Πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους, άρχοντες και αρχόμενους, και κύρια βεβαίως, στους δικαστικούς λειτουργούς, ότι αν δεν αποκατασταθεί η Δικαιοσύνη ως άπαρτο κάστρο, λαμπρό και ασύλλητο οχύρωμα και αμυντήριο της Δημοκρατίας, ούτε θα επανέλθει η διασαλευθείσα εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Δικαιοσύνη, ούτε ουσιαστική και μόνιμη έξοδος από την πολύπλευρη και πολυεπίπεδη κρίση που βιώνουμε θα υπάρξει στο εγγύς μέλλον.
Οι κρίσεις και οι προαγωγές των δικαστών γίνονται με αξιοκρατικά κριτήρια;
Η αξιοκρατία στις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών είναι απολύτως αναγκαία όχι μόνο στα πλαίσια μιας εσωτερικής δικαιοσύνης και ενθάρρυνσης των άξιων δικαστών και εισαγγελέων αλλά και χάριν της ίδιας της Δικαιοσύνης, ως θεμέλιου της Δημοκρατίας μας, ώστε να απονέμεται από άξια προαγόμενους δικαστές, γρήγορα, δίκαια και αποτελεσματικά.
Δυστυχώς, όμως, αρκετές φορές παραβλέπεται η αξιοκρατία αυτή και γίνονται προαγωγές προφανώς ανάξιων δικαστικών λειτουργών, βαρυνόμενων, αποδεδειγμένα και τεκμηριωμένα, είτε με ηθικά παραπτώματα είτε με άλλες καταφανείς υπηρεσιακές ανεπάρκειες, οι οποίοι, στη συνέχεια, όχι μόνον εκθέτους αυτούς που τους προήγαγαν (και μάλιστα κατά κανόνα, εν γνώσει της αναξιότητάς τους), αλλά, το σπουδαιότερο, ταλανίζουν τους διαδίκους και τους συναδέλφους τους από αναβαθμισμένη δικαστική θέση, την οποία χαριστικά κατέλαβαν.
Οι παρεμβάσεις στο έργο των δικαστών είναι σύνηθες φαινόμενο τα τελευταία χρόνια. Εσείς είχατε ποτέ επεμβάσεις στο έργο σας; Αν ναι, τι είδους και από ποιούς;
Όπως και άλλοι δικαστικοί λειτουργοί, έτσι κι εγώ δέχθηκα πολλές φορές παρεμβάσεις στο δικαστικό μου έργο, κυρίως από συναδέλφους μου και μάλιστα, κατά κανόνα, ιεραρχικά ανωτέρους μου, αλλά και από διάφορα άλλα πρόσωπα εκτός δικαστικού χώρου.
Όλες οι επεμβάσεις αυτές ήταν προφορικές, πλην εκείνης με την οποία επιχειρήθηκε να μου αφαιρεθεί η πειθαρχική δικογραφία κατά του Ανακριτή Νικολάου Ζαγοριανού, πού ήταν έγγραφη.
Οι αθέμιτες αυτές παρεμβάσεις, άμεσες ή έμμεσες, ήπιες ή σκαιές και ιταμές, προφορικές ή έγγραφες, αποκρούστηκαν αμέσως από εμέ, σταθερά και σθεναρά. Σε μερικές περιπτώσεις συνοδεύτηκαν και με απειλές απροκάλυπτες ή συγκαλυμμένες.
Μάλιστα, όταν αρνήθηκα να παραβώ το υπηρεσιακό μου καθήκον και να ενδώσω στην τελεσιγραφική εντολή παράδοσης της ανωτέρω πειθαρχικής δικογραφίας στοχοποιήθηκα, από αυτούς που οργάνωσαν τη φίμωσή μου, με μέθοδο γκαιμπελικού τύπου, αφού χρησιμοποίησαν ύβρεις και απειλές κατά του προσώπου μου, δημοσίως εκφρασθείσες και τελικά επιχείρησαν να με «δικάσουν» μέσω διαδόσεων και δια του τύπου στα πλαίσια μιας «δίκης» προθέσεων με έντονο τον επικοινωνιακό χαρακτήρα.
Έτσι οι έχοντες συμφέρον, δηλαδή οι φερόμενοι ως ενεχόμενοι στο μέγιστο σκάνδαλο της Siemens, συνεπικουρούμενοι από κομματικούς, εμφάνισαν ότι κινήθηκα κατά συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών, που, κατά τη γνώμη μου, μεθόδευσαν τη συγκαλυπτική της αλήθειας ανάκριση-παρωδία, ως δήθεν «πικραμένος» για την μη επιλογή μου από την τότε κυβέρνηση σε μία από τις δύο κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης.
Κάποιος δε εμφανίστηκε διερωτώμενος υποκριτικά μήπως αληθεύουν τα διαδιδόμενα για τις προθέσεις μου. Αλλ’ οι άφρονες αυτοί ολετήρες της δικαιοσύνης λησμόνησαν μέσα στον πανικό τους, ότι κατά τον ίδιο τρόπο ενήργησα και προ των επιλογών αυτών στο άλλο μεγάλο σκάνδαλο της Μονής Βατοπαιδίου.
Έτσι και τότε, μόλις έλαβα γνώση, σχετικών από τον τύπο και παρά τις επιθέσεις και παρεμβάσεις που δέχθηκα και τότε, μεταξύ αυτών και από δικαστικό λειτουργό προσκείμενο στην τότε κυβέρνηση, ενεργώντας με την ίδια ταχύτητα, αυτεπαγγέλτως, αποκατέστησα, μετά από πέντε χρόνια, τη δικονομική νομιμότητα και το Κράτος δικαίου, με την ΕΠ 1087/29-10-2008 παραγγελία μου και έτσι φθάσαμε στη δημοσίευση της 87/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, με την οποία δικαιώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο.
Μάλιστα, μερικοί από αυτούς αγνόησαν και ένα περιστατικό που γνώριζαν καλά: Όταν δεν συμμορφώθηκα στις πιέσεις, με προσφορά ανταλλάγματος κατάληψης υψηλής θέσης ιεραρχικά ανωτέρου μου, για να παραβώ τη συνείδηση μου κατά την έκφραση της δικανικής μου κρίσης, γιατί αυτός είχε, όπως μου είπε, «προσωπικό λόγο» να εκδοθεί απόφαση υπέρ του άλλου διαδίκου και αρνήθηκα σχετικώς, εισέπραξα την απειλητική του φράση: «Τότε θα σε πολεμήσω».
Και ναι μεν με «πολέμησε» και με νίκησε την πρώτη μάχη, αλλά τελικά κέρδισα την τελευταία μάχη και τον πόλεμο, γιατί επικράτησε η γνώμη μου στην υπόθεση αυτή.
Οι εφιαλτικές ώρες που πέρασα στον Άρειο Πάγο, όταν όρθωσα ανάστημα απέναντι στη διαφθορά και την κάθε μορφής ανεπάρκεια και ανικανότητα, που μαστίζουν τη Δικαιοσύνη, μου επαναφέρουν στη μνήμη το πάντοτε, δυστυχώς, επίκαιρο «κατηγορώ» του αείμνηστου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Κρουσταλάκη: «Δεν είναι άξια επαίνων η Δικαιοσύνη. Υπάρχουν δικαστές που δεν έχουν ήθος Μουσκεύουμε στην αμαρτία» (Εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, 14.11.2003).
Είναι γνωστό στο δικαστικό σώμα, αλλά και εκτός αυτού, από πολλαπλά απτά συγκεκριμένα περιστατικά, ότι κατά την υπερτεσσαρακονταετή δικαστική υπηρεσία μου, δεν επιδίωξα ούτε υπήρξα ποτέ αρεστός σε κανένα «Καίσαρα» οποιασδήποτε εξουσίας, αλλά πάντοτε απέκρουσα αποφασιστικά οιαδήποτε επέμβαση ή παρέμβαση στη δικαστική μου συνείδηση, από όσο ψηλά και αν προερχόταν και ότι δεν υπολόγισα ποτέ τίποτα και κανέναν κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός μου διαφύλαξης της δικαστικής μου ανεξαρτησίας.
Αποχωρών δε εντός ολίγου από την ενεργό υπηρεσία (γιατί δικαστής θα παραμείνω μέχρι του φυσικού μου τέλους), αφήνω ως παρακαταθήκη στους νεώτερους δικαστές τα σχετικά υπηρεσιακά μου βιώματα, ως έμπρακτα παραδείγματα διδαχής του τρόπου με τον οποίο πρέπει να αποκρούουν κάθε επίβουλο της δικαστικής τους ανεξαρτησίας.
Ανέρχονται στην κορυφή οι άξιοι ή οι βολικοί και οσφυοκάμπτες;
Ο τρόπος και τα κριτήρια επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στα πλαίσια του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας, δηλαδή κατ’ ουσίαν από τον εκάστοτε Πρωθυπουργό και από αυτούς που επηρεάζουν την κρίση του υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου, αποτελεί την πιο πονεμένη ιστορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης, έχει εξελιχθεί σε τραγωδία για την ανεξαρτησία της και απαρχή πολλών από τα δεινά της.
Αν κατέγραφα όσα βίωσα, πάνω από σαράντα χρόνια, σχετικά με τις επιλογές αυτές, τα όσα είδα και άκουσα, θα αρκούσαν για να γεμίσουν τις σελίδες ενός βιβλίου, με τον τίτλο «Η μαύρη βίβλος της Ελληνικής Δικαιοσύνης».
Προς το παρόν επιγραμματικά σημειώνω ότι προτιμώνται, σε αρκετές περιπτώσεις, στις επιλογές αυτές όχι οι άριστοι αλλ’ οι αρεστοί στον εκάστοτε Πρωθυπουργό και το περιβάλλον του, οι βολικοί, οι υπάκουοι, οι ασφυοκάμπτες, οι διαπλεκόμενοι, οι συναλλασσόμενοι, οι κομματικά προσκείμενοι, οι δημοσιοσχεσίτες και, βέβαια, οι συνεργαζόμενοι με θρησκευτικές ή παραθρησκευτικές σέκτες ή με συνδικαλιστές του κλάδου ως κομματικούς τοποτηρητές ή οι έχοντες σχέση με υπουργούς ή άλλα πρόσωπα της εκτελεστικής εξουσίας.
Έτσι δημιουργούνται κακά πρότυπα και περνά το μήνυμα στους νεώτερους δικαστές, ότι για να προαχθούν στην ηγεσία της δικαιοσύνης θα πρέπει να γίνουν και αυτοί αρεστοί και υποτακτικοί στην εκτελεστική εξουσία και τους παρατρεχάμενούς της.
Και όλοι αυτοί που κόπτονται υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου και ιδίως οι βαρόνοι της πολιτικής, του τύπου και του χρήματος, ενεργούν μετά από δουλικές παρεκκλίσεις του εκλεκτού τους, αφού ο τελευταίος διέλθει επιτυχώς τις εξετάσεις υποτέλειας στις οποίες τον υποχρεώνουν και υπογράψει το σχετικό νοητό «γραμμάτιο» οφειλής, και βέβαια προς εξυπηρέτηση των ιδιοτελών τους συμφερόντων, γιατί είναι σίγουρο ότι αν επιλεγεί ο εκλεκτός τους θα του ζητήσουν το τίμημα της οφειλής του (αντάλλαγμα), δηλαδή την ψυχή και τη συνείδησή του.
Η «οφειλή» αυτή αποτελεί και τον «προσωπικό λόγο» εκτροπής σε ανομίες, αδικίες και δικαστικές αυθαιρεσίες από ορισμένους δικαστικούς λειτουργούς.
Ευτυχώς, όμως, που υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις, γνωστές βέβαια στους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, όπου δικαστές πανάξιοι κατέλαβαν αξιοκρατικά τις κορυφαίες θέσεις της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, τις οποίες και ελάμπρυναν με την παρουσία και το έργο τους. Αλλ’ αν οι εξαιρέσεις αυτές δεν γίνουν ο κανόνας τότε θα εξακολουθεί να παραμένει φενάκη και όνειρο απατηλό η ανεξαρτησία στο χώρο της Δικαιοσύνης.
Πώς συντίθεται και πώς λειτουργεί το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο;
Τα της συγκροτήσεως και λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου προβλέπονται και ρυθμίζονται από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (κυρ. ν. 1756/1988, όπως ισχύει).
Για να αντιμετωπισθούν, όμως, οι δυσλειτουργίες που εμφανίστηκαν στην πράξη κατά τη λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, καθώς και για τα γενικότερα προβλήματα στη διοίκηση της Δικαιοσύνης, πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές και τροποποιήσεις του Συντάγματος και του ν. 1756/1988, όπως ισχύει.
Για όλα τα σχετικά ζητήματα έχω έτοιμες τις προτάσεις μου και εν καιρώ θα τις δημοσιοποιήσω και θα τις θέσω υπόψη των αρμοδίων οργάνων του Κράτους. Οπωσδήποτε δε πρέπει να τεθεί σε νέες νομικές βάσεις και ο δικαστικός συνδικαλισμός.
Ποιος είναι αυτός ο πολυπρόσωπος μηχανισμός που αντιμετωπίσατε όταν διατάξατε την πειθαρχική δίωξη του ανακριτή της υπόθεσης SIEMENS Ζαγοριανού;
Για τα πρόσωπα που απαρτίζουν τον σκληρό και αδίστακτο πολυπρόσωπο μηχανισμό προστασίας του ελεγχόμενου πειθαρχικά και ποινικά Πρωτοδίκη Νικολάου Ζαγοριανού έχω αναφερθεί σε επίσημα έγγραφά μου και έχω δώσει σχετικώς και κατάθεση.
Επειδή, όμως, βρίσκεται σε εξέλιξη η σχετική έρευνα δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο για να μην παρεξηγηθώ ότι θέλω να προκαταλάβω την κρίση των αρμοδίων δικαστικών οργάνων.
Ποιος τελικά προστατεύει τους διαφθαρμένους, τους ανήθικους και τους ανίκανους;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει δώσει σε βαρυσήμαντο άρθρο του ο αείμνηστος Πρόεδρος τους Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας (νομικό περιοδικό «Συνήγορος») το έτος 2005. Θα συμφωνούσα μαζί του ότι τα κρούσματα διαφθοράς στη Δικαιοσύνη εξηγούνται από μια γενικότερη χαλάρωση, που εμφανίστηκε μετά το έτος 1990 και οφείλεται κυρίως σε χειρισμούς της πολιτικής ηγεσίας.
Ευκαιριακά νομοθετήματα, που θεσπίστηκαν έκτοτε, με δήθεν φιλοδικαστικά μέτρα, ασυμβίβαστα με το δικαστικό φρόνημα, στην πραγματικότητα βολέματος ανεπαρκών δικαστών, προωθήθηκαν για να στηριχθεί η επανεκλογή συνδικαλιστών που ήταν ή εμφανίζονταν ως κομματικά προσκείμενοι, και για να μπορεί, μέσω αυτών, να επηρεάζει η πολιτική ηγεσία τους δικαστές.
Καθιερώθηκε τελικά η καθυστέρηση ως «δικαίωμα» και με τη θέσπιση διαφόρων νομικών τεχνασμάτων κατά κανόνα δεν μπορεί να ελεγχθεί πειθαρχικά δικαστής για οκτάμηνη καθυστέρηση έκδοσης πολιτικής απόφασης. Έτσι οι καθυστερήσεις θέριεψαν με νομοθετική κάλυψη. Παράλληλα ανατήχθηκε και το θλιβερό φαινόμενο διεφθαρμένοι ή ανεπαρκείς δικαστές και εισαγγελείς να προσφεύγουν και να ζητούν προστασία από διάφορα ετερόκλητα πρόσωπα προκειμένου να αποφύγουν τις πειθαρχικές ή ποινικές συνέπειες των παραβάσεών τους ή να επιτύχουν την προαγωγή τους.
Έργα προστάτη αναλαμβάνουν, όχι πάντοτε ανιδιοτελώς, είτε πρόσωπα του δικαστικού χώρου, όπως συνδικαλιστές, ανώτατοι δικαστές εν ενεργεία και συνταξιούχοι, αλλά και δικαστές κατώτερων βαθμών, είτε πρόσωπα εκτός δικαστικού χώρου, όπως πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.λπ. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, βλέπουν το φως της δημοσιότητας δημοσιεύματα στον τύπο υπέρ διεφθαρμένων ή ανεπαρκών δικαστών.
Έτσι στα παραδοσιακά «μιλήματα» ή «πιασίματα» μερικές φορές ολόκληρων συνθέσεων, πολλές φορές πιεστικά, χρησιμοποιείται και η προστασία του παντοδύναμου τύπου.
Για να αντιμετωπισθεί η σύγχρονη αυτή γάγγραινα της προστασίας διεφθαρμένων ή ανικάνων δικαστών θα πρέπει να ληφθούν επειγόντως νομοθετικά μέτρα, για τα οποία έχω καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις.
Tάκης Κωνσταντινόπουλος - "Ο Κόσμος του Επενδυτή"
tiresias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου