Η Ζωή Παρασίδη μίλησε με τον καθηγητή πανεπιστημίου που συγκέντρωσε στο
καινούριο του βιβλίο τα αποσυρθέντα συγγράμματα από την σύγχρονη σχολική ιστορία
της Ελλάδας.
Εκείνα που απείλησαν τη διάπλαση «καλών πατριωτών» και θεωρήθηκαν
«αιρετικά». popaganda.gr
Το 1874, το πεντάτομο έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου ολοκληρώνεται έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια επεξεργασίας. Μια αφήγηση της ελληνικής ιστορίας που έμοιαζε αδιάλειπτη από τα χρόνια του τρωικού πολέμου και περιλάμβανε στιγμές ηρωισμού, παθών, δόξας και τραυμάτων, και κατόρθωσε να διατρέχει μέχρι σήμερα τη διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας εντός των σχολικών αιθουσών.
O αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Χάρης Αθανασιάδης, καταγράφει στο νέο του σύγραμμα Τα Αποσυρθέντα Βιβλία (εκδ. Αλεξάνδρεια) τα εγχειρίδια εκείνα που προσπάθησαν να συμπεριληφθούν στο σχολικό πρόγραμμα την περίοδο 1858 έως 2008 και χαρακτηρίστηκαν ως «αιρετικά».
Ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από καθηγητές, πολιτικούς, δημοσιογράφους, λόγιους και γονείς για την απόκλισή τους από τον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου, αυτόν δηλαδή που υπαγορεύει πως η βιογραφία του έθνους πρέπει να περιλαμβάνει τα γεγονότα που μας συσπειρώνουν κι επιλεγμένα τα τραύματα εκείνα που μας κάνουν να λειτουργούμε όπως οι συγγενείς στο πένθος.
Από το 1894 και ύστερα είναι που διαμορφώνεται εντός της κοινωνίας η άποψη για το παρελθόν, αυτό που λέμε ελληνική ιστορία δηλαδή. Είναι μια άποψη που περνάει από γενιά σε γενιά μαθητών, οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτήν την αφήγηση παράγει έντονες αντιδράσεις.
Ξεφυλλίζοντας ανάποδα την έκδοση Τα Αποσυρθέντα Βιβλία. Έθνος και Σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858- 2008 διαπιστώνουμε πως η έρευνα αυτή ολοκληρώνεται με μια αντίστιξη. Πριν τον κανόνα που παγιώθηκε ως ο ιδανικός στη διδασκαλία της ιστορίας, υπήρξε ένα αναγνωστικό στο οποίο οι Μακεδόνες δεν περιγράφονταν ως Έλληνες, η βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετωπίζεται ως συνέχεια της ρωμαϊκής ενώ επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες δεν υπήρξαν καταπιεσμένοι παρά μπορούσαν να μιλούν τη γλώσσα τους και να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθηκοντα.
Πριν την ολοκληρωτική κατίσχυση του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου στη σχολική διδασκαλία της ιστορίας ο «Γεροστάθης» του Λέοντος Μελά υπήρξε από το 1858 το πιο πολυδιαβασμένο αναγνωστικό. «Μέσα από τις αφηγήσεις του Γεροστάθη τα παιδιά μάθαιναν γλώσσα, ιστορία και διαμόρφωναν την ταυτότητά τους ως Έλληνες που οι πρόγονοί τους δεν υπήρξαν ραγιάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως ιδανικό παρελθόν θεωρούταν η κλασική αρχαιότητα και ο χρυσός αιώνας του Περικλή και ως ιδανικό μέλλον η νεωτερικότητα της γαλλικής κοινωνίας», λέει ο κύριος Αθανασιάδης.
Μετά την επικράτηση του «κανόνα» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, αρχίζουν οι καταγγελίες και οι αποσύρσεις με κεντρικό άξονα τον εθνοποιητικό ρόλο που οφείλει να παίζει η διδασκαλία της ιστορίας στις σχολικές αίθουσες. Κάπως έτσι περνάμε στο βιβλίο της β’ γυμνασίου του Κώστα Καλοκαιρινού Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική, 146 π.Χ – 1453 μ.Χ του 1965.
«Αυτό το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση καθώς “αμφισβητείται” η συνέχεια του έθνους, η άποψη πως αποτελείται από 3000 χρόνια συνεχόμενης ιστορίας. Από τον τίτλο του και μόνο το πρώτο ερώτημα που προέκυψε ήταν το γιατί δεν αναφέρεται στη διακριτότητα του Βυζαντίου από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρότι πρόκειται για μια συζήτηση που διεξάγεται ακόμη στους κύκλους των ιστορικών.
Η δεύτερη κριτική που δέχθηκε ήταν ως προς τον τρόπο που περιγράφει τους εχθρούς του Βυζαντίου, χαρακτηρίστηκε ως επιεικής αφού δε χαρακτηρίζει βάρβαρους τους Βούλγαρους και τους Σέρβους που έκαναν επιδρομές σε μια εξευγενισμένη αυτοκρατορία όπως αυτή του Βυζαντίου.
Το 1960 που διεξαγόταν αυτή η διαμάχη έπαιξε ρόλο και η συγκυρία, τότε αυτές οι χώρες ήταν κομμουνιστικές, ανήκαν στην ανατολή κι εμείς στη δύση, συνεπώς το έμμεσο ερώτημα ήταν αν ο Καλοκαιρινός κάνει εμμέσως κάποιο θετικό σχόλιο για το καθεστώς τους.
Η μεγάλη μάχη όμως δόθηκε όταν το βιβλίο κατηγορήθηκε πως κάνει μια μαρξιστική ανάγνωση του παρελθόντος δίνοντας έμφαση στις εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ των δυνατών και των χωρικών εντός της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σαν μια άλλη ταξική πάλη».
Η αμφισβήτηση που δέχθηκε αυτό το εγχειρίδιο προσομοιάζει κατά τον καθηγητή με το πρόσφατο παράδειγμα και το βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση (2006-2008), όταν πολιτικά κόμματα, εκπρόσωποι της εκκλησίας, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, σύλλογοι Μικρασιατών ακόμα και μη ειδήμονες πολίτες, κατέλαβαν τα τηλεοπτικά πάνελ εξοργισμένοι με την περιγραφή περί «συνωστισμού των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922».
Επιστρέφοντας πίσω, το 1919 το αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου διδάσκεται σε παιδιά που διανύουν το τρίτος έτος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Αυτό το βιβλίο εισάγεται, ενώ τα ελληνικά εδάφη αυξάνονται και σε αυτά συνυπάρχουν διάφορες εθνότητες.
Καθώς το νέο κράτος καλείται να διαχειριστεί αυτό το πολιτιστικό συνονθύλευμα, κάνοντας το ενιαίο, η ιστορία του βιβλίου αφορά την εκδρομή μιας ομάδας παιδιών σε μια κατασκήνωση εντός της οποίας μαθαίνουν να λειτουργούν ως ελεύθεροι πολίτες που λύνουν μόνοι τα προβλήματά τους έχοντας συναναστροφές με βλάχους και με χωρικούς, δηλαδή άρα με τον ταξικά κι εθνοτικά “άλλο”. Μέσα από αυτή την όσμωση χαράζεται ο δρόμος προς την ομογενοποίηση που επιθυμούσε ο Βενιζέλος και οι διαμαρτυρίες όσων επιτέθηκαν στο βιβλίο εστίαζαν στο γεγονός πως απουσιάζουν από το αναγνωστικό οι στιγμές δόξας του έθνους».
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πρώτο και το τελευταίο που δεν έκανε άλλη μια αναδρομή στο παρελθόν, αλλά περιέγραφε το μέλλον με αποτέλεσμα να γεννήσει έντονες διαμάχες μεταξύ λογίων και διανοουμένων σχετικά με το αν η εθνική μας ταυτότητα οφείλει να περιλαμβάνει το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ή αν τελικά Έλληνας θεωρείται αυτός που μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι διατεθειμένος να συστρατευθεί στο σχέδιο της Μεγάλης Ελλάδας έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το «αίσθημα του ανήκειν».
Το 2002, ένα μόνο τηλεφώνημα από τον Κύπριο Υπουργό παιδείας Ουράνιο Ιωαννίδη προς τον Έλληνα ομόλογό του Πέτρο Ευθυμίου οδήγησε στην απόσυρση του εγχειριδίου της Γ’ Λυκείου, Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου, που συνέγραψε ο Γιώργος Κόκκινος με άλλους έντεκα ιστορικούς.
Παρότι το βιβλίο ήταν έτοιμο προς διανομή δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στα σχολεία εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο περιέγραφε το κυπριακό ζήτημα και τον κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό της ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων εκτιμά πως ακόμα και αν αυτή η αναφορά των 36 λέξεων δεν υπήρχε το βιβλίο -μήλο της έριδος ανάμεσα στα δύο υπουργεία- θα αποσυρόταν για τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει κοινωνικές πτυχές της ιστορίας κάνοντας λόγο για δοσίλογους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. «Θα είχε ενδιαφέρον να δοκιμάζαμε να αναμετρηθούμε με το παρελθόν μας και να το κατανοήσουμε ως είχε και όχι όπως θα θέλαμε εμείς να είναι αφήνοντας το συναίσθημα να παρεισφρύει στη διδασκαλία της ιστορίας.
Προχθές ρώτησα στο αμφιθέατρο πότε έγινε ο εμφύλιος πόλεμος και από τα 140 άτομα σήκωσαν δύο το χέρι τους. Δεν είναι απίθανο λοιπόν έπειτα από 12 έτη εκπαίδευσης οι σημερινοί φοιτητές να μην έχουν διδαχθεί τίποτα για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, εφόσον οι καθηγητές επιλέγουν να παραλείψουν από την διδακτέα ύλη τα γεγονότα στα οποία οι πρωταγωνιστές τους ζουν μέχρι σήμερα προκειμένου να μη μπουν στο επικίνδυνο έδαφος που εμπεριέχει τη μνήμη.
Παρότι λοιπόν πρέπει να γνωρίζουμε την πορεία των τελευταίων 60 ετών τουλάχιστον για να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση της χώρας και τα δίπολα που υπάρχουν εντός της κοινωνίας και της πολιτικής σκηνής, μόνο αν κάποιος ενδιαφερθεί προσωπικά μπορεί να ενημερωθεί γι΄αυτήν αφού πρώτα αποτινάξει την αντιπάθεια που δημιουργεί ο τρόπος διδασκαλίας της ιστορίας στα ελληνικά σχολεία μέσω της υποχρεωτικής αποστήθισης».
Τελικά έχουμε κακούς υπουργούς παιδείας, μη αντικειμενικούς ιστορικούς, υπέρμετρα συναισθηματικούς ανθρώπους του πνεύματος ή αδιάφορους εκπαιδευτικούς;
Παραφράζοντας Σολωμό, ο Χάρης Αθανασιάδης απαντά πως το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως αληθινό θεωρείται στα σχολικά μας βιβλία ό,τι είναι εθνικό. «Αυτήν την στιγμή έχουμε εξαιρετικούς επιστήμονες, μόνο που η ιστορία που μπορεί να παράγει η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν αποτυπώθηκε ποτέ μέχρι τώρα στη σχολική.
Από την άλλη πλευρά, δεν έχει βρεθεί ακόμη ο υπουργός που θα αναλάβει το πολιτικό κόστος και θα συγκεντρώσει μια αξιόλογη ομάδα ιστορικών και εκπαιδευτικών με στόχο τη συγγραφή ενός βιβλίου που δε θα διδάσκει ανακρίβειες στα παιδιά όπως είναι το κρυφό σχολειό και η υποτιθέμενη αρωγή της εκκλησίας στην επανάσταση του ’21.
Ακόμα όμως και αν αυτό γίνει, είναι εξίσου προβληματικό το γεγονός πως η διδασκαλία του μαθήματος γίνεται από φιλόλογους και όχι από ιστορικούς.
Μέχρι να διορθωθούν όλα τα παραπάνω, το μεγαλύτερο μας όμως πρόβλημα θα είναι τα σημερινά μας βιβλία, από τη στιγμή που οι συγγραφείς στο όνομα της διαμόρφωσης ενός οικείου έθνους παραποιούν ή αποκρύπτουν σημαντικά γεγονότα, αλλοιώνοντας την αφήγηση».
Το 1874, το πεντάτομο έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου ολοκληρώνεται έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια επεξεργασίας. Μια αφήγηση της ελληνικής ιστορίας που έμοιαζε αδιάλειπτη από τα χρόνια του τρωικού πολέμου και περιλάμβανε στιγμές ηρωισμού, παθών, δόξας και τραυμάτων, και κατόρθωσε να διατρέχει μέχρι σήμερα τη διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας εντός των σχολικών αιθουσών.
O αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Χάρης Αθανασιάδης, καταγράφει στο νέο του σύγραμμα Τα Αποσυρθέντα Βιβλία (εκδ. Αλεξάνδρεια) τα εγχειρίδια εκείνα που προσπάθησαν να συμπεριληφθούν στο σχολικό πρόγραμμα την περίοδο 1858 έως 2008 και χαρακτηρίστηκαν ως «αιρετικά».
Ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από καθηγητές, πολιτικούς, δημοσιογράφους, λόγιους και γονείς για την απόκλισή τους από τον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου, αυτόν δηλαδή που υπαγορεύει πως η βιογραφία του έθνους πρέπει να περιλαμβάνει τα γεγονότα που μας συσπειρώνουν κι επιλεγμένα τα τραύματα εκείνα που μας κάνουν να λειτουργούμε όπως οι συγγενείς στο πένθος.
Από το 1894 και ύστερα είναι που διαμορφώνεται εντός της κοινωνίας η άποψη για το παρελθόν, αυτό που λέμε ελληνική ιστορία δηλαδή. Είναι μια άποψη που περνάει από γενιά σε γενιά μαθητών, οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτήν την αφήγηση παράγει έντονες αντιδράσεις.
Ξεφυλλίζοντας ανάποδα την έκδοση Τα Αποσυρθέντα Βιβλία. Έθνος και Σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858- 2008 διαπιστώνουμε πως η έρευνα αυτή ολοκληρώνεται με μια αντίστιξη. Πριν τον κανόνα που παγιώθηκε ως ο ιδανικός στη διδασκαλία της ιστορίας, υπήρξε ένα αναγνωστικό στο οποίο οι Μακεδόνες δεν περιγράφονταν ως Έλληνες, η βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετωπίζεται ως συνέχεια της ρωμαϊκής ενώ επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες δεν υπήρξαν καταπιεσμένοι παρά μπορούσαν να μιλούν τη γλώσσα τους και να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθηκοντα.
Πριν την ολοκληρωτική κατίσχυση του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου στη σχολική διδασκαλία της ιστορίας ο «Γεροστάθης» του Λέοντος Μελά υπήρξε από το 1858 το πιο πολυδιαβασμένο αναγνωστικό. «Μέσα από τις αφηγήσεις του Γεροστάθη τα παιδιά μάθαιναν γλώσσα, ιστορία και διαμόρφωναν την ταυτότητά τους ως Έλληνες που οι πρόγονοί τους δεν υπήρξαν ραγιάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως ιδανικό παρελθόν θεωρούταν η κλασική αρχαιότητα και ο χρυσός αιώνας του Περικλή και ως ιδανικό μέλλον η νεωτερικότητα της γαλλικής κοινωνίας», λέει ο κύριος Αθανασιάδης.
Μετά την επικράτηση του «κανόνα» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, αρχίζουν οι καταγγελίες και οι αποσύρσεις με κεντρικό άξονα τον εθνοποιητικό ρόλο που οφείλει να παίζει η διδασκαλία της ιστορίας στις σχολικές αίθουσες. Κάπως έτσι περνάμε στο βιβλίο της β’ γυμνασίου του Κώστα Καλοκαιρινού Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική, 146 π.Χ – 1453 μ.Χ του 1965.
«Αυτό το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση καθώς “αμφισβητείται” η συνέχεια του έθνους, η άποψη πως αποτελείται από 3000 χρόνια συνεχόμενης ιστορίας. Από τον τίτλο του και μόνο το πρώτο ερώτημα που προέκυψε ήταν το γιατί δεν αναφέρεται στη διακριτότητα του Βυζαντίου από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρότι πρόκειται για μια συζήτηση που διεξάγεται ακόμη στους κύκλους των ιστορικών.
Η δεύτερη κριτική που δέχθηκε ήταν ως προς τον τρόπο που περιγράφει τους εχθρούς του Βυζαντίου, χαρακτηρίστηκε ως επιεικής αφού δε χαρακτηρίζει βάρβαρους τους Βούλγαρους και τους Σέρβους που έκαναν επιδρομές σε μια εξευγενισμένη αυτοκρατορία όπως αυτή του Βυζαντίου.
Το 1960 που διεξαγόταν αυτή η διαμάχη έπαιξε ρόλο και η συγκυρία, τότε αυτές οι χώρες ήταν κομμουνιστικές, ανήκαν στην ανατολή κι εμείς στη δύση, συνεπώς το έμμεσο ερώτημα ήταν αν ο Καλοκαιρινός κάνει εμμέσως κάποιο θετικό σχόλιο για το καθεστώς τους.
Η μεγάλη μάχη όμως δόθηκε όταν το βιβλίο κατηγορήθηκε πως κάνει μια μαρξιστική ανάγνωση του παρελθόντος δίνοντας έμφαση στις εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ των δυνατών και των χωρικών εντός της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σαν μια άλλη ταξική πάλη».
Η αμφισβήτηση που δέχθηκε αυτό το εγχειρίδιο προσομοιάζει κατά τον καθηγητή με το πρόσφατο παράδειγμα και το βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση (2006-2008), όταν πολιτικά κόμματα, εκπρόσωποι της εκκλησίας, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, σύλλογοι Μικρασιατών ακόμα και μη ειδήμονες πολίτες, κατέλαβαν τα τηλεοπτικά πάνελ εξοργισμένοι με την περιγραφή περί «συνωστισμού των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922».
Επιστρέφοντας πίσω, το 1919 το αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου διδάσκεται σε παιδιά που διανύουν το τρίτος έτος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Αυτό το βιβλίο εισάγεται, ενώ τα ελληνικά εδάφη αυξάνονται και σε αυτά συνυπάρχουν διάφορες εθνότητες.
Καθώς το νέο κράτος καλείται να διαχειριστεί αυτό το πολιτιστικό συνονθύλευμα, κάνοντας το ενιαίο, η ιστορία του βιβλίου αφορά την εκδρομή μιας ομάδας παιδιών σε μια κατασκήνωση εντός της οποίας μαθαίνουν να λειτουργούν ως ελεύθεροι πολίτες που λύνουν μόνοι τα προβλήματά τους έχοντας συναναστροφές με βλάχους και με χωρικούς, δηλαδή άρα με τον ταξικά κι εθνοτικά “άλλο”. Μέσα από αυτή την όσμωση χαράζεται ο δρόμος προς την ομογενοποίηση που επιθυμούσε ο Βενιζέλος και οι διαμαρτυρίες όσων επιτέθηκαν στο βιβλίο εστίαζαν στο γεγονός πως απουσιάζουν από το αναγνωστικό οι στιγμές δόξας του έθνους».
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πρώτο και το τελευταίο που δεν έκανε άλλη μια αναδρομή στο παρελθόν, αλλά περιέγραφε το μέλλον με αποτέλεσμα να γεννήσει έντονες διαμάχες μεταξύ λογίων και διανοουμένων σχετικά με το αν η εθνική μας ταυτότητα οφείλει να περιλαμβάνει το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ή αν τελικά Έλληνας θεωρείται αυτός που μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι διατεθειμένος να συστρατευθεί στο σχέδιο της Μεγάλης Ελλάδας έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το «αίσθημα του ανήκειν».
Το 2002, ένα μόνο τηλεφώνημα από τον Κύπριο Υπουργό παιδείας Ουράνιο Ιωαννίδη προς τον Έλληνα ομόλογό του Πέτρο Ευθυμίου οδήγησε στην απόσυρση του εγχειριδίου της Γ’ Λυκείου, Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου, που συνέγραψε ο Γιώργος Κόκκινος με άλλους έντεκα ιστορικούς.
Παρότι το βιβλίο ήταν έτοιμο προς διανομή δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στα σχολεία εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο περιέγραφε το κυπριακό ζήτημα και τον κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό της ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων εκτιμά πως ακόμα και αν αυτή η αναφορά των 36 λέξεων δεν υπήρχε το βιβλίο -μήλο της έριδος ανάμεσα στα δύο υπουργεία- θα αποσυρόταν για τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει κοινωνικές πτυχές της ιστορίας κάνοντας λόγο για δοσίλογους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. «Θα είχε ενδιαφέρον να δοκιμάζαμε να αναμετρηθούμε με το παρελθόν μας και να το κατανοήσουμε ως είχε και όχι όπως θα θέλαμε εμείς να είναι αφήνοντας το συναίσθημα να παρεισφρύει στη διδασκαλία της ιστορίας.
Προχθές ρώτησα στο αμφιθέατρο πότε έγινε ο εμφύλιος πόλεμος και από τα 140 άτομα σήκωσαν δύο το χέρι τους. Δεν είναι απίθανο λοιπόν έπειτα από 12 έτη εκπαίδευσης οι σημερινοί φοιτητές να μην έχουν διδαχθεί τίποτα για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, εφόσον οι καθηγητές επιλέγουν να παραλείψουν από την διδακτέα ύλη τα γεγονότα στα οποία οι πρωταγωνιστές τους ζουν μέχρι σήμερα προκειμένου να μη μπουν στο επικίνδυνο έδαφος που εμπεριέχει τη μνήμη.
Παρότι λοιπόν πρέπει να γνωρίζουμε την πορεία των τελευταίων 60 ετών τουλάχιστον για να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση της χώρας και τα δίπολα που υπάρχουν εντός της κοινωνίας και της πολιτικής σκηνής, μόνο αν κάποιος ενδιαφερθεί προσωπικά μπορεί να ενημερωθεί γι΄αυτήν αφού πρώτα αποτινάξει την αντιπάθεια που δημιουργεί ο τρόπος διδασκαλίας της ιστορίας στα ελληνικά σχολεία μέσω της υποχρεωτικής αποστήθισης».
Τελικά έχουμε κακούς υπουργούς παιδείας, μη αντικειμενικούς ιστορικούς, υπέρμετρα συναισθηματικούς ανθρώπους του πνεύματος ή αδιάφορους εκπαιδευτικούς;
Παραφράζοντας Σολωμό, ο Χάρης Αθανασιάδης απαντά πως το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως αληθινό θεωρείται στα σχολικά μας βιβλία ό,τι είναι εθνικό. «Αυτήν την στιγμή έχουμε εξαιρετικούς επιστήμονες, μόνο που η ιστορία που μπορεί να παράγει η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν αποτυπώθηκε ποτέ μέχρι τώρα στη σχολική.
Από την άλλη πλευρά, δεν έχει βρεθεί ακόμη ο υπουργός που θα αναλάβει το πολιτικό κόστος και θα συγκεντρώσει μια αξιόλογη ομάδα ιστορικών και εκπαιδευτικών με στόχο τη συγγραφή ενός βιβλίου που δε θα διδάσκει ανακρίβειες στα παιδιά όπως είναι το κρυφό σχολειό και η υποτιθέμενη αρωγή της εκκλησίας στην επανάσταση του ’21.
Ακόμα όμως και αν αυτό γίνει, είναι εξίσου προβληματικό το γεγονός πως η διδασκαλία του μαθήματος γίνεται από φιλόλογους και όχι από ιστορικούς.
Μέχρι να διορθωθούν όλα τα παραπάνω, το μεγαλύτερο μας όμως πρόβλημα θα είναι τα σημερινά μας βιβλία, από τη στιγμή που οι συγγραφείς στο όνομα της διαμόρφωσης ενός οικείου έθνους παραποιούν ή αποκρύπτουν σημαντικά γεγονότα, αλλοιώνοντας την αφήγηση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου