Αυτές οι ημέρες γυρίζουν σαν όνειρο στους πίνακες των αναμνήσεων μου. Γιατί τις έζησα βαθιά στο πετσί μου και κανένα σφουγγάρι χρόνου δεν μπορεί να τις σβήσει.
Έτος 1973 και η χούντα των Συνταγματαρχών είχε κλείσει 6 χρόνια ζωής. Οι κοινωνικές επιπτώσεις από την έλλειψη ελευθερίας, ήταν πλέον ορατές, και το σύστημα διακυβέρνησης είχε αρχίσει να σαπίζει, από τη διαφθορά, και την ασωτία. Τα Πανεπιστήμια της χώρας, μοναχικοί ιεροκήρυκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, είχαν αρχίσει να σηκώνουν τα αναστήματά τους στον ανήμπορο να κινηθεί Ελληνικό λαό.
Πρώτα η... Νομική Αθηνών. Στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, η μοίρα όρισε να παιχτεί η τελευταία πράξη του δράματος. Μια πράξη, που έμελλε να αποβεί ηρωική για τον τόπο, και μοιραία για το καθεστώς των Συνταγματαρχών. Ο πανίσχυρος Παπαδόπουλος σε συνεργασία με το πολιτικό ζόμπι, τον αχόρταγο για εξουσία Μαρκεζίνη, είχαν αρχίσει να παραχωρούν κάποιες ελευθερίες στους Έλληνες, βγάζοντας τους σιγά σιγά από τον γύψο! Έτσι παρομοίαζε ο Παπαδόπουλος στα πρωθυπουργικά του μηνύματα τον Ελληνικό λαό. Σαν αυτές τις ημέρες, ημέρες ηλιόλουστες σαν ανοιξιάτικες. Λες και η φύση ετοιμαζότανε και αυτή να συμμετάσχει στα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου.
Στο κτίριο των οδών Τοσίτσα Πατησίων Στουρνάρα (τότε) και Μπουμπουλίνας πολλοί φοιτητές, έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται και τα συνθήματα που επικρατούν για την εποχή εκείνη είναι συγκλονιστικά. Ψωμί Παιδεία Ελευθερία, Ένας είναι ο αρχηγός ο κυρίαρχος λαός κλπ.
16 Νοέμβρη, Παρασκευή εκείνο το βράδυ του Aγίου Ματθαίου και όλοι εορτάζαμε τον κύρη του σπιτιού μας, με φίλους. Την εποχή εκείνη υπηρετούσα την θητεία μου στην Ελληνική Αεροπορία. Το σπίτι μας, στην γωνία Ι. Δροσοπούλου και Πιπίνου. Εκείνο το απόγευμα επέστρεφα από μια απογευματινή έκτακτη δουλειά. Όλη την προηγούμενη εβδομάδα κάθε βράδυ πάντα πήγαινα την βόλτα στο Πολυτεχνείο. Πίσω από τα κάγκελα πολλοί οι πρώην συμφοιτητές μου φώναζαν για τα μελλούμενα. Θυμάμαι ακόμα πως όλη η γύρω περιοχή μύριζε μπαρούτι. Η κίνηση στους γύρω δρόμους, το πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα, σε ένα πεντακάθαρο Αττικό ουρανό, τα μεγάφωνα, τα βαψίματα με σπρέι των τρόλεϊ, οι άπειρες φωνές και τόσα άλλα, έδειχναν, ή καλύτερα προμήνυαν, ότι εκείνη η νύχτα θα ήταν τελείως διαφορετική από τις προηγούμενες.
Επέστρεψα στο σπίτι γύρω στις 9. Οι φίλοι έφθαναν στο σπίτι αλλά όχι χαμογελαστοί όπως άλλα βράδια. Στα πρόσωπά τους διέκρινες φόβο αμηχανία εκνευρισμό. Ήξεραν από κατοχή και πιο πολύ από εμφύλιο. Μύριζαν σαν λαγωνικά τον αέρα. Τον γνώριζαν αυτόν τον αέρα. Η μητέρα έβγαλε τα καθιερωμένα εδέσματα. Καθίσαμε να φάμε άλλοι στο τραπέζι, άλλοι στον καναπέ, μα τα αυτιά μας ήταν κολλημένα στο ραδιόφωνο του σαλονιού ένα GRUNDIG της εποχής με την βελόνα κολλημένη στα βραχέα, που άκουγες τις φωνές των τότε φοιτητών Παπαχρήστου και Δαμανάκη που συνεχώς έστελναν τα μηνύματα τους σαν βόμβο καρδιάς, φωνάζοντας "Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο …… Και η φοβερή εκείνη ιστορική νύχτα άρχισε να κυλάει.
Στην Ι. Δροσοπούλου άρχισαν οι πρώτες σκηνές που ανατρίχιαζαν κάθε ψύχραιμο. Οι πρώτοι διαδηλωτές φοιτητές, εργάτες, και απλός κόσμος, ερχόντουσαν από το Πολυτεχνείο, όπου τα όργανα του κράτους, και του παρακράτους χτυπούσαν αλύπητα. Άρχισαν να φοράνε μαντήλια στα μάτια να στύβουν λεμόνια για τα δακρυγόνα και να γυρνάνε ανάποδα τα αυτοκίνητα, για να φτιάξουν οδοφράγματα. Κοίταζαν παράξενα αγριεμένα και ένας από αυτούς, με μάτια γουρλωμένα και φωνή που έβγαζε φωτιά, φώναζε: - Αθηναίοι γίνεται επανάσταση τι καθόσαστε; Απόψε πέφτει ο Παπαδόπουλος και σεις κάθεστε και κοιτάτε; Έλληνες όλοι κάτω. Ξυπνάτε νοικοκυραίοι, φωτιά στον τύραννο.
Αυτό ήτανε. Το τι έγινε στη γειτονιά δεν λέγεται. Όλοι άρχισαν να ετοιμάζονται ψυχολογικά στα σπίτια τους. Η μητέρα μου πήρε την παλιά ελληνική ναυτική σημαία απ΄ το ντουλάπι που βάζαμε πάντα στο μπαλκόνι, και κρατώντας την πήγε στο σαλόνι. Κάθισε στη μέση με το ωραίο λαμέ φόρεμα της και βροντοφώναξε δακρυσμένη : "Απόψε φίλοι μου αυτή θα βασιλέψει. Νικολάκη ψηλά το κεφαλι μην φοβάσαι τίποτα, κάτω οι τύραννοι. Όσοι θέλουν να πάνε στα σπίτια τους να φύγουν, γιατί τα πράγματα θα γίνουν δύσκολα. Μάνθο τώρα αρχίζει η πραγματική γιορτή σου". Όλοι στο σαλόνι στη θέα αυτή τα έχασαν, και πολλοί δάκρυσαν άλλοι πάλι άρχισαν να αποχωρούν γιατί κανείς δεν ήξερε τι θα γίνει. Φοβότανε η μάνα μου, και συνέχεια γύριζε και με κοίταζε κρυφά με αγωνία. Τόσοι πόλεμοι πέρασαν, τόσοι εμφύλιοι, φοβότανε για μένα. Υπηρετούσα και όλα άρχιζαν ξαφνικά στο μυαλό της να συννεφιάζουν. Ήξερε η δόλια πως όλα αυτά δεν θα βγουν σε καλό για την πατρίδα. Μα αγωνιούσε γιατί ήταν μάννα. Και το παιδί της υπηρετούσε σε πολύ δύσκολους καιρούς.
Απέναντι υπήρχε μια κλινική της οποίας το αφεντικό ένας δημοκρατικός γιατρός αποφάσισε να την κρατήσει ανοικτή όλη την νύκτα. Ήξερε πως τούτη η βραδιά θα είχε δουλειά για τα χειρουργεία από σφαίρες λαβωμένων. Έπρεπε να κρύψει και κανέναν. Η ρουφιανιά, η προδοσία, και το γλείψιμο, για να σώσουν ορισμένοι το τομάρι τους, πάλι θα βασίλευαν, το βράδυ εκείνο του Νοέμβρη, σαν μαύρες σκιές, φαντάσματα φτιαγμένα, από τα ρούχα του Εφιάλτη στις Θερμοπύλες.
Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε. Τα τανκς πάλι στους δρόμους. Η τραγική εισβολή στον χώρο του Ιδρύματος του Μετσόβιου. Οι τόσοι νεκροί μέσα και απ έξω. Οι αντιδράσεις όλου του κόσμου. Και της παγκόσμιας γνώμης. Και το τραγικό καλοκαίρι του 74 η πτώση των συνταγματαρχών. Όμως εκείνη η νύχτα θα μείνει αλησμόνητα γραμμένη στη μνήμη όλων όσων την βίωσαν. Και η επέτειος θα εορταστεί ένα χρόνο μετά με τις ελεύθερες εκλογές για την ανάδειξη της πρώτης κυβέρνησης της μεταπολίτευσης. Και όπως είπε ο Ελύτης
Ένα το χελιδόνι, και η άνοιξη ακριβή, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή….
Νίκος Σάνσης (οικονομολόγος)
http://fimotro.blogspot.com/2009/11/blog-post_1809.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου