Η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έδωσε τελικά στη δημοσιότητα το προσχέδιο του πολυνομοσχεδίου που εδώ και δύο μήνες είχε υποσχεθεί. Με το συγκεκριμένο πολυνομοσχέδιο παρεμβαίνει νομοθετικά, στην κατεύθυνση της τροποποίησης/αναστολής του υπάρχοντος αξιολογικού πλαισίου που είχαν ψηφίσει οι μέχρι πρότινος μνημονιακές κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του πολυνομοσχεδίου «…η κατάργηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων υλοποιεί την προγραμματική δέσμευση του Υπουργείου για ένα σύστημα αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου που δεν θα είναι εργαλείο ιεραρχικής και χρηματοδοτικής διάκρισης των σχολικών μονάδων ή τιμωρητικό εργαλείο μισθολογικής διαφοροποίησης και διοικητικής πειθάρχησης των «υπαλλήλων…» (1). Αντίθετα δηλώνεται ότι προετοιμάζεται ένα νέο αξιολογικό πλαίσιο που θα στοχεύει στη δημοκρατική και συλλογική αποτίμηση του παιδαγωγικού και εκπαιδευτικού έργου. Φαινομενικά, συνεπώς, με τη συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση κλείνει ένας κύκλος δίχρονης αντιπαράθεσης στο δημόσιο σχολείο με τη δικαίωση του εκπαιδευτικού κινήματος. Αυτό τουλάχιστον επιθυμεί να προβάλλει επικοινωνιακά η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Δεν θα ασχοληθώ εδώ ιδιαίτερα με τη θέση για μια «δημοκρατική αποτίμηση» του εκπαιδευτικού έργου. Επισημαίνω απλά ότι όλες οι προσπάθειες επιβολής της αξιολόγησης, τα τελευταία 30 χρόνια, δήλωναν εξαρχής τον αντικειμενικό και δημοκρατικό τους χαρακτήρα και την προσήλωσή τους στην ανάγκη ανατροφοδότησης του εκπαιδευτικού έργου. Θέση ασφαλώς τεχνοκρατική και θετικιστική, καθώς αποκρύπτει το ταξικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης, στο οποίο στοχεύει να λειτουργήσει ανατροφοδοτικά η αποτίμηση του παιδαγωγικού έργου, καθώς και την ιεραρχική δομή και τις σχέσεις εξουσίας που ενυπάρχουν στο πεδίο του σχολείου και υπονομεύουν οποιαδήποτε «φαινομενικά» ουδέτερη συλλογική αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου. Η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα πρέπει να ενημερώσει πρώτα την εκπαιδευτική κοινότητα στη βάση ποιου μορφωτικού προγράμματος θα προωθήσει τη δημοκρατική «αποτίμηση» του εκπαιδευτικού έργου. Διαφορετικά υποψιαζόμαστε ότι επαναλαμβάνεται μια γνωστή, εδώ και τρεις δεκαετίες, πολιτική τακτική, αυτή της μετατόπισης της συζήτησης από τον προσανατολισμό της γενικής εκπαιδευτικής πολιτικής στο ασφαλές, για την αστική εξουσία, πεδίο της επιλογής κατάλληλων αξιολογικών ή έστω με τη νέα ορολογία αποτιμητικών τεχνολογιών.
Άλλου όμως θέλω να επικεντρωθώ. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση κάθε άλλο παρά καταργεί το υπάρχον «μνημονιακό» αξιολογικό πλαίσιο, αντίθετα το διατηρεί και το νομιμοποιεί. Πρώτον το σύνολο της παρέμβασης εξαντλείται στο νόμο 4142/2013. Για τα υπόλοιπα (αυτοαξιολόγηση, Π.Δ 152 κτλ) θα πρέπει να δούμε την οριστική μορφή του νομοσχεδίου για την «αποτροπή της βίας στα γήπεδα» (!). Ανεξαρτήτως πιθανών επιδιωκόμενων πολιτικών συμβολισμών, δεν κατανοούμε το συγκεκριμένο τρόπο νομοθέτησης και τη διασπορά νομοθετικών ρυθμίσεων σε ποικίλους νόμους, συχνά άσχετους με το σχολείο. Δεύτερο και σημαντικότερο δεν καταργείται ο νόμος 4142/2013, αλλά μόνο επιμέρους διατάξεις του και αυτό είναι το κρίσιμο και ουσιαστικό για τη συνολική αποτίμηση της κυβερνητικής παρέμβασης στο πεδίο της αξιολόγησης.
Πιο συγκεκριμένα, ο ν. 4142/2013 είναι πράγματι ο πιο σημαντικός νόμος σε σχέση με τα ζητήματα που σχετίζονται με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Με το νόμο αυτό καθιερώνεται η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) που αποτελεί τον κεντρικό αξιολογικό μηχανισμό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που συντονίζει και ενοποιεί το σύνολο των αξιολογικών διαδικασιών (αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας, ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικού).
Για να γίνει κατανοητή η σημασία της ΑΔΙΠΠΔΕ πρέπει να επισημάνουμε ότι η νεοφιλελεύθερη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και η σύστοιχη αναδιάρθρωση του κράτους και των εκπαιδευτικών συστημάτων, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, βασίστηκε στην προώθηση του λεγόμενου Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ, το οποίο περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας. Οι συγκεκριμένες έννοιες παραπέμπουν σε μια συγκεκριμένη μεταρρυθμιστική λογική και πρακτική για το σχολείο που προκρίνει ως αναγκαία τη διαμόρφωση ενιαίων κριτηρίων, στοχοθεσιών και αξιολογικών μηχανισμών, με σκοπό την εκτίμηση της «αποδοτικότητας» των εκπαιδευτικών συστημάτων σε σχέση με τις ανάγκες της οικονομικής ανταγωνιστικότητας και της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Το κυρίαρχο ζητούμενο για το νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό παράδειγμα είναι επομένως η αναζήτηση κοινών κριτηρίων για τη σύγκριση της απόδοσης, τόσο των διάφορων εκπαιδευτικών φορέων στο εσωτερικό ενός εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και της δυνατότητας σύγκρισης διαφορετικών εκπαιδευτικών συστημάτων. Η αντιμετώπιση της εκπαίδευσης με όρους αγοράς, ανταγωνιστικότητας και ποσοτικής σύγκρισης είναι οι βασικοί πυλώνες της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής προσέγγισης.
Η συνέπεια ήταν η ανάπτυξη μιας εκπαιδευτικής τεχνοκρατίας, ειδικευμένης στα ζητήματα του εκπαιδευτικού μάνατζμεντ και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, που συγκεντρώνεται γύρω από τις «ανεξάρτητες εθνικές αρχές διασφάλισης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου», καθώς και τα ποικίλα διεθνικά δίκτυα διακυβέρνησης των εκπαιδευτικών συστημάτων στα οποία συμμετέχουν διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ, αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εκπαιδευτικό πεδίο, όπως ο γνωστός στην ελληνική εκπαίδευση όμιλος Danielson, το Bertelsmann Foundation και το ίδρυμα Βill Gates. Οι ανεξάρτητες συνεπώς αρχές αξιολόγησης των εκπαιδευτικών συστημάτων αποτελούν σημαντικούς κόμβους για τη διάχυση της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής και τη διασύνδεση της εθνικής πολιτικής με την εκπαιδευτική πολιτική ιμπεριαλιστικών θεσμών όπως ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ ή πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων, μακριά πάντα από την ενοχλητική παρέμβαση των εκπαιδευτικών συλλογικοτήτων (2).
Επομένως, η θεσμοθέτηση της ΑΔΙΠΠΔΕ το 2013 από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά δεν ήταν τίποτε άλλο από την ετεροχρονισμένη υιοθέτηση από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα γνωστών πολιτικών επιλογών στο διεθνές επίπεδο και την εναρμόνιση με την πολιτική που προωθούσε ο ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση ήδη από το 2011. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της καθιέρωσής της τονίζονταν ξεκάθαρα ότι «…η προτεινόμενη ρύθμιση στοχεύει στην καθιέρωση θεσμού αξιολόγησης τόσο των δομών παροχής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, γενικής και ειδικής, όσο και των δομών διοικητικής υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης… Στον ευρωπαϊκό χώρο έχουν διαμορφωθεί πολυεπίπεδα, πολυδιάστατα και πολύμορφα συστήματα αξιολόγησης. Στις περισσότερες χώρες έχει θεσπιστεί διακριτός ή και ανεξάρτητος φορέας/ αρχή εποπτείας, αξιολόγησης και διασφάλισης της ποιότητας της εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού έργου… Η έμφαση στο σκοπό και τη λειτουργία τους διαφέρει μεταξύ των χωρών, αλλά ενισχύονται οι σχέσεις αλληλεπίδρασης, υποστήριξης και ανατροφοδότησης μεταξύ τους...” (3)
Ισχυρίζομαι συνεπώς ότι η ΑΔΙΠΠΔΕ δεν είναι απλά μια ουδέτερη αρχή που μπορεί να έχει αριστερό ή αντιδραστικό πρόσημο, ανάλογα με το ποιος έχει την κυβερνητική εξουσία, αλλά σφραγίζεται δομικά από το νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό υπόδειγμα και την πολιτική του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Η ΑΔΙΠΠΔΕ οικοδομείται εξαρχής σε άμεση συνάρτηση με την αρχιτεκτονική και τα δίκτυα του διεθνούς καπιταλιστικού ελέγχου και επιτήρησης των εκπαιδευτικών συστημάτων, με στόχο την εμπέδωση του σχολείου της αγοράς.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα. Η διατήρηση της ΑΔΙΠΠΔΕ συνιστά τεράστια πολιτική υποχώρηση της κυβέρνησης τόσο απέναντι τόσο στην εγχώρια εκπαιδευτική τεχνοκρατία, όσο και στη νεοφιλελεύθερη αντιεκπαιδευτική πολιτική του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Τα παραπάνω υπονομεύουν προφανώς την όποια κυβερνητική πρόθεση κατάργησης του αξιολογικού πλαισίου που κατηγοριοποιεί τις σχολικές μονάδες και οδηγεί στην πειθάρχηση των εκπαιδευτικών. Η ΑΔΙΠΠΔΕ συγκροτήθηκε ακριβώς για τους παραπάνω λόγους. Άρα προκύπτει το ερώτημα σε τι μπορεί να συμβάλλει η συγκεκριμένη ανεξάρτητη αρχή, με τα πολιτικά χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, σε μια συλλογική και δημοκρατική αποτίμηση του παιδαγωγικού έργου; Καλύτερα διατυπωμένο, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας οφείλει να απαντήσει στο γιατί διατηρεί το συγκεκριμένο διοικητικό πειθαρχικό μηχανισμό και κυρίως σε ποια πολιτική στόχευση για το δημόσιο σχολείο τον εντάσσει; Μήπως η πιθανή κατάργησή του συνιστά μονομερή ενέργεια εις βάρος των πιστωτών της χώρας και αθέτηση της διαβεβαίωσης για προσήλωση στις «μεταρρυθμίσεις» ΟΟΣΑ; Αν ναι πώς σκέφτεται να εξασφαλίσει μια διακριτή εκπαιδευτική πολιτική από αυτήν της προηγούμενης κυβέρνησης;
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ΑΔΙΠΠΔΕ διατηρείται αλλά απογυμνώνεται από το περιεχόμενό της και τις εξουσίες της. Αυτή όμως δεν είναι, δυστυχώς, μια ακριβής περιγραφή της πραγματικότητας. Με το πολυνομοσχέδιο καταργούνται πράγματι οι διατάξεις σύνδεσης της ΑΔΙΠΠΔΕ με το ΠΔ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, καθώς και οι πενταμελείς επιτροπές αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου (ΕΑΕΕ), οι οποίες θα ήταν υπεύθυνες για την εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Από τα παραπάνω υποθέτουμε ότι το Π.Δ παγώνει και καταργείται μια συγκεκριμένη μορφή εξωτερικής αξιολόγησης και ιεράρχησης των σχολικών μονάδων. Η κατάργηση του συστήματος Danielson, που είχε υιοθετήσει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των εξωτερικών επιθεωρητών επίβλεψης του εκπαιδευτικού έργου είναι ασφαλώς μια θετική, αν και μερική, εξέλιξη που δικαιώνει την πάλη του εκπαιδευτικού κινήματος όλο το προηγούμενο διάστημα.
Παραμένουν όμως σε ισχύ ρυθμίσεις και αρμοδιότητες της ΑΔΙΠΠΔΕ που στην πράξη υπονομεύουν την όποια προσπάθεια απομάκρυνσης της κυβέρνησης από την ήδη υπάρχουσα πολιτική για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Γίνομαι πιο συγκεκριμένος. Με βάση τις διατάξεις που διατηρούνται «Η ΑΔΙΠΠΔΕ παρακολουθεί, μελετά και αξιολογεί την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διαμορφώνει, οργανώνει, εξειδικεύει, τυποποιεί και δημοσιοποιεί εκ των προτέρων τις διαδικασίες αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και τα σχετικά κριτήρια και δείκτες στο πλαίσιο, ιδίως, αντίστοιχων διεθνών προτύπων.Αναπτύσσει ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και βάση δεδομένων της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, διεξάγει μελέτες και έρευνες σχετικές με την αποστολή της ή αναθέτει τη διεξαγωγή της σε άλλους φορείς….συμμετέχει σε διεθνή δίκτυα, φορείς και οργανισμούς που αναπτύσσουν δραστηριότητες συναφείς με την αποστολή της» (3αα, 3ββ, 3εε άρθρο 1). (4)
Επιτήρηση, δημοσιοποίηση δεδομένων, ταξινόμηση, ηλεκτρονικές πλατφόρμες αξιολόγησης, υιοθέτηση διεθνών προτύπων αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και συνεργασία με αντίστοιχους φορείς συγκροτούν τη βασική πολιτική λειτουργία της ΑΔΙΠΠΔΕ. Με αυτό τον τρόπο αναπαράγεται αναπόφευκτα ο διεθνής νεοφιλελεύθερος τεχνοκρατισμός της μέτρησης και της ποσοτικής αποτίμησης και ιεράρχησης σχολείων, μαθητών και εκπαιδευτικών. Όλα τα παραπάνω παραμένουν σε ισχύ, διαμορφώνοντας αναπόφευκτα και το γενικό προσανατολισμό της επικείμενης κυβερνητικής πολιτικής για την αξιολόγηση. Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας, άλλωστε, φρόντισε να υπονομεύσει εξαρχής την όποια συζήτηση για τη συλλογική αποτίμηση του παιδαγωγικού έργου, περιγράφοντας ουσιαστικά μια διαδικασία ατομικής αξιολόγησης «…Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να αποτιμάται πραγματικά,να αξιολογείται, αν θέλετε, για να μην παίζουμε με τις λέξεις, το διδακτικό έργο και όλη η προσφορά του διδάσκοντα, με τρόπο που να βελτιώνει και τη δική του απόδοση και τη λειτουργία του μέσα στο εκπαιδευτικό περιβάλλον». (5) Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ασφαλώς τον αποπροσανατολιστικό και αντιεπιστημονικό ισχυρισμό της αναζήτησης μιας δήθεν δημοκρατικής συλλογικής αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου.
Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένδειξη πολιτικής χρεοκοπίας για ένα κόμμα με αναφορές στη ριζοσπαστική αριστερά η αδυναμία του να διαμορφώσει μια διαφορετική πολιτική προσέγγιση, λεξιλόγιο και πρακτική από αυτή του κυρίαρχου εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού. Οι έννοιες της αποδοτικότητας, αποτελεσματικότητας που συγκροτούν το εκπαιδευτικό προφίλ της ΑΔΙΠΠΔΕ δεν αποτελούν μόνο γενικές πολιτικές αρχές κυβερνητικής παρέμβασης, αλλά διαμορφώνουν ένα πολύ πιο ευρύτερο ιδεολογικό ορίζοντα που προσδιορίζει το ρόλο της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών υποκειμένων σε αυτήν, το είδος των εκπαιδευτικών προβλημάτων και ερωτημάτων που μπορούν να τεθούν και συνακόλουθα το είδος των εκπαιδευτικών λύσεων που μπορούν να προωθηθούν. Διαμορφώνουν συνεπώς, για να θυμηθούμε και τον Λ. Αλτουσέρ, συγκεκριμένες πρακτικές ιδεολογίες στο εσωτερικό των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους με την έννοια της ανάπτυξης κανόνων που καθοδηγούν τη συγκεκριμένη στάση και τοποθέτηση των υποκειμένων απέναντι στα πραγματικά εκπαιδευτικά προβλήματα (6).
Συμπερασματικά, η κυβερνητική παρέμβαση περιορίζεται, τουλάχιστον προς το παρόν, στη μερική απλώς αναίρεση των πιο ακραίων εκδοχών της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής των τελευταίων 5 χρόνων, κάτω και από το βάρος των πρόσφατων αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος, διατηρώντας ωστόσο ανέπαφους τους βασικούς πυλώνες της νεοφιλελεύθερου εκπαιδευτικού υποδείγματος. Αδυνατεί να συγκροτήσει μια εναλλακτική συνεκτική εκπαιδευτική αφήγηση και προσέγγιση για το σχολείο, τη μόρφωση και το ρόλο των εκπαιδευτικών σε αντιπαράθεση με το κυρίαρχο διεθνώς εκπαιδευτικό πρότυπο του σχολείου της αγοράς. Σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής πόλωσης, αποδόμησης του δημόσιου σχολείου και εκρηκτικής νεανικής ανεργίας, η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιλέγει απλά τη διαχείριση του υπάρχοντος, με κάποιες φιλολαϊκές παραχωρήσεις και κυρίως περιορίζει το πολιτικό και μορφωτικό φαντασιακό της Αριστεράς στο καταθλιπτικό τοπίο των εκπαιδευτικών εκθέσεων του ΟΟΣΑ και των αξιολογικών αποτιμήσεων των σύγχρονων επιθεωρητών.
Να μας συγχωρέσουν, αλλά έχουμε μια διαφορετική προσέγγιση για το σχολείο, τη μόρφωση και τον εκπαιδευτικό που δεν περιορίζεται στα ασφυκτικά πλαίσια του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, αλλά αναζητά με τόλμη την ανατροπή της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας προς όφελος της νεολαίας και της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Το μέλλον συνεχίζει επομένως να διαρκεί πολύ.
Βιβλιογραφικές αναφορές
1. Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων (2015), Ρυθμίσεις άμεσων μέτρων για την εύρυθμη λειτουργία των βαθμίδων εκπαίδευσης και της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Αιτιολογική έκθεση. Στο δίκτυο:http://www.alfavita.gr/sites/default/files/attachments/shedio_nomoy_aitiologiki-telik_.pdf
2. Η βιβλιογραφία είναι εδώ ιδιαίτερα πλούσια. Ενδεικτικά J. Ozga et.al (2011), Fabricating Quality in Europe: data and education governance. London : Routledge και Μαυρογιώργος Γ. (2015), Οίκοι Αξιολόγησης στην Εκπαίδευση και το “αόρατο χέρι” της αγοράς. Ιωάννινα : εκδ. Οσελότος.
3. Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (2013), Έκθεση συνεπειών στο σχέδιο νόμου. Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση(ΑΔΙΠΠΔΕ). Βουλή των Ελλήνων.
4. Νόμος υπ. 4142/ 2013, Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. ΦΕΚ αριθμ. Φύλλου 83.
5. Μπαλτάς Α. (2015) «Πειράζουμε» μόνο 10 από τα 80 άρθρα του νόμου Διαμαντοπούλου στο δίκτυο:http://www.alfavita.gr/arthron/%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%AC%CF%82-%C2%AB%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%C2%BB-%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%BF-10-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-80-%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85
6. Αναλυτικά Μπαλτάς Α. (2002), Για την επιστημολογία του Λουί Αλτουσέρ. Εκδ. Νήσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου