Όταν φεύγουν από τη ζωή οι άνθρωποι είναι από μόνο του ένα λυπηρό γεγονός. Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις ανθρώπων που πεθαίνουν κι ενώ δεν τους γνωρίζουμε αισθανόμαστε περισσότερη λύπη, αυτόν τον κόμπο στο στομάχι για μια μεγάλη απώλεια.
Μια τέτοια στιγμή είναι και ο χαμός του Περικλή Κοροβέση, ενός ανθρώπου – συμβόλου της αντίστασης κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών. Ενός πραγματικού αγωνιστή για τη Δημοκρατία και την προκοπή αυτού του τόπου. Ενός συγγραφέα και ακτιβιστή που πάλεψε όσο λίγοι για να μη γίνει η κοινωνία μας ακόμη περισσότερο κτηνώδης απ’ ότι είναι.
Μετά τον σπουδαίο Μανώλη Γλέζο, ένας ακόμη μεγάλος Ελληνας φεύγει αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό.
Αγωνιστής της Αριστεράς όσο λίγοι, ένας ασυμβίβαστος, ελεύθερος άνθρωπος. Βαθύτατα ερωτικός αλλά και έντονα πολιτικός, θα μείνει στη μνήμη μας για τα γεμάτα οξυδέρκεια κείμενά του.
Αλλά κυρίως για την εύστοχη ματιά του στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που με τόση ευαισθησία ανέλυε. Δεν μπήκε ποτέ σε καλούπια, και το απέδειξε όταν εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ μόλις κατάλαβε ότι αυτό το κόμμα δεν ήταν πλέον αριστερό, αλλά ένα βαθύτατα αρχηγικό κόμμα που κυνηγούσε την εξουσία.
Ας μην προσπαθήσουν κάποιοι να τον «κάνουν δικό τους». Ο νους του ήταν «αληταριό», δεν μπαίνει σε κομματικά καλούπια.
Γιατί αυτό ήταν ο Περικλής Κοροβέσης. Ενας αρνητής των συμβιβασμών και της ψευτιάς και ταυτόχρονα ένας «εραστής» της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της φιλίας.
Ενας χειμαρρώδης άνθρωπος που μπορούσες να διαβάζεις επί ώρες χωρίς να κουράζεσαι.
Αυτός ο υμνητής της ελευθερίας, ο βαθύτατα ιδεολόγος και υπερασπιστής των πανανθρώπινων αξιών, είχε κατηγορηθεί ότι έχει σχέσεις με την τρομοκρατία, σε μια εποχή που όλοι κυνηγούσαν τις σκιές της «17 Νοέμβρη».
Όμως, όποιος έχει διαβάσει το μνημειώδες έργο του, το εμβληματικό βιβλίο οι «Ανθρωποφύλακες», μόνο τότε μπορεί να καταλάβει ποιος ήταν ο Κοροβέσης. Και πώς έμεινε ίδιος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το μπεστ σέλερ που έγινε παγκοσμίως γνωστό, εξευτέλισε τη Χούντα και ανέδειξε την αντιδημοκρατική της συμπεριφορά εκείνα τα «μαύρα» χρόνια, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τα βιώματα του Κοροβέση. Συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια από τα άθλια ανδρείκελα, αλλά δεν πρόδωσε ποτέ τα ιδανικά του.
Το βιβλίο του κυκλοφόρησε για πρώτη φορά πριν από 51 χρόνια, αλλά είναι τόσο επίκαιρο όσο ποτέ. Δεν ήταν απλά η καταγγελία των βασανιστηρίων που έκρυβε η Χούντα. Δεν ήταν μόνο η κραυγή ενός ανθρώπου που υπέστη τα πάνδεινα στα χέρια των Ανθρωποφυλάκων.
Είναι ένας ύμνος στην ελευθερία, ένας θρίαμβος της θέλησης, μια γροθιά στο στομάχι όλων εκείνων που κλείνουν σε κελιά τις ψυχές των ανθρώπων.
«Το σημαντικό είναι ότι στη Χούντα εγώ ήμουν ελεύθερος» είχε πει ο Κοροβέσης. «Αυτοί που λένε ότι μας χρειάζεται μια Χούντα είναι τα πρόβατα της κοινωνίας που θέλουνε ένα μαντρί για να τα σφάξουνε. Γιατί αυτό κάνει η Χούντα, σφάζει».
Αυτά τα λόγια ενός σπουδαίου ανθρώπου θα μας συντροφεύουν για πάντα. Και ναι, ο Κοροβέσης ήταν ένας ήρωας. Και σαν ήρωας δεν πεθαίνει, απλά παίρνει τη θέση που του αξίζει στην Ιστορία.
Είχε πει κάποτε: «Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή αναρχικός. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν θέλω να πεθάνω μαλάκας». Αυτός ήταν ο Κοροβέσης.
Η πρότασή του για τον κόσμο ήταν απλή και ανθρώπινη: «Βρες τον βαθύ επαναστατικό εαυτό σου, συμμάχησε με την Ιστορία, βρες τους συντρόφους σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, υπάρχουν πολλοί, και διατύπωσε το μήνυμά σου με τα μέσα που διαθέτεις. Γιατί, αν πας να το πουλήσεις στην τηλεόραση με την ελπίδα ότι θα έχεις μεγαλύτερο ακροατήριο, είσαι χαμένος από χέρι. Στην κοινωνία δίνονται οι μάχες και όχι στα κανάλια».
Διαβάστε τους Ανθρωποφύλακες
Οσοι δεν έχετε διαβάσει τους «Ανθρωποφύλακες» κάντε το και θα καταλάβετε ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν μπαίνουν ποτέ σε καλούπια, δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό, δεν τους αρκεί η μετριότητα, αλλά επιζητούν την τελειότητα της ψυχής, της καρδιάς, του μυαλού τους.
Και δείτε το βίντεο με την εξομολόγησή του στο News 24/7 όταν επέστρεψε στα κελιά των βασανιστηρίων του, στον τόπο του μαρτυρίου του.
Αρκεί να θυμηθούμε μερικά αποσπάσματα από το εμβληματικό αυτό έργο, τον ύμνο στη Δημοκρατία και την ελευθερία για να καταλάβουμε πόσο μεγάλη είναι η απώλεια του Περικλή Κοροβέση.
«Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από που έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουνε να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι».
«Με συνεφέρανε με νερά. Ο Γκραβαρίτης, πάνω απ’ το κεφάλι μου, με ρωτάει αν είμαι εντάξει. Τι να πω;
«Εντάξει».
Ακόμη δεμένος στον πάγκο. Είχα γίνει ένα με τον πάγκο. Μια μύγα που πιάστηκε στα σαρκοβόρα φυτά. Αυτές τις στιγμές δεν υπάρχεις. Ο Γκραβαρίτης με ρωτάει αν μ’ άρεσε. Το ένα μου πόδι έχει σπάσει, λέει, δεν θα γλιτώσω τη γάγγραινα αν συνεχίσω έτσι. Να σώσω τουλάχιστον το άλλο, που είναι γερό ακόμη.
«Τί με κοιτάς, ρε πούστη; Θα μιλήσεις, ρε πούστη;»
Ξανά. Επενεργούσε πάνω μου μια ακατάληπτη δύναμη. Δεν είναι πόνος. Ο πόνος είναι κάτι που ορίζεται. Αυτό είναι ένα αίσθημα εκμηδενισμού. Προσπαθούσα να καταλάβω σε ποιο σημείο χτυπάει. Ήταν αδύνατο. Από πού έρχεται αυτό το πράγμα; Τον έβλεπα τον Γκραβαρίτη, έβλεπα το λοστάρι, που ανεβοκατέβαινε στα πέλματα, αλλά πέλματα δεν υπήρχανε. Περιμένεις, περιμένεις, και κάποιο ένστικτο σου λέει: «Φτάνει πια, αρκετά. Ξέφυγε, μπορείς να ξεφύγεις. Αρκετά πια!» Αυτό το αίσθημα είναι πολύ έντονο. Κυριαρχεί πάνω από τον φάλαγγα. Αισθάνεσαι σε μια στιγμή πως είναι πολύ φυσικό.
Έτσι πρέπει να γίνει. Θέλεις να ξεφύγεις. Το βλέπεις πως δεν θα μπορέσεις να αντισταθείς. Τότε φοβάσαι ακόμη περισσότερο. Έπειτα έρχεται μια ντροπή. Αυτά τα αισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Αλλά δεν γίνονται μέσα σε μια τάξη. Βρίσκεσαι στο κέντρο της δίνης. Είναι εκπληκτικό! Μπορεί κανείς να σκέφτεται κι εκείνη την ώρα. Μπορείς να θυμηθείς κάτι, να βάλεις το μυαλό σου να θυμηθεί πως λέγεται ο τρίτος δρόμος μετά το σπίτι σου. Μπορείς να θυμάσαι πόσα τηλεφωνικά νούμερα ξέρεις απ’ έξω. Η νέα σου εμπειρία σ’ απομακρύνει. Το πελέκημα συνεχίζεται. Παρ’ το απόφαση, δεν υπάρχει έλεος. Είναι αυτοί κι εμείς. Εμείς; Ποιοι εμείς; Δεν ξέρεις. Ξέρεις ένα πράγμα, σίγουρο, καθαρό. Όχι, μ’ αυτούς δεν υπάρχει γέφυρα. Ανήκουμε σ’ άλλον πολιτισμό».
Από τα βασανιστήρια των συνταγματαρχών μέχρι τους «Ανθρωποφύλακες»
Ο Περικλής Κοροβέσης, ο άνθρωπος που έγινε παγκοσμίως γνωστός για το «κατηγορώ» του ενάντια στην επτάχρονη δικτατορία, πέθανε σε ηλικία 79 ετών. Μέσα από το βιβλίο του, «Ανθρωποφύλακες», έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο ότι η χούντα κάνει βασανιστήρια κατά των αντιπάλων της.
Πολυγραφότατος και πολιτικά δραστήριος μέχρι την τελευταία στιγμή, πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας, όχι όμως από κορονοϊό, όπως διευκρινίζεται και από την «Εφημερίδα των Συντακτών», συνεργάτης της οποίας υπήρξε από την πρώτη στιγμή έκδοσης της εφημερίδας.
Ο Περικλής Κοροβέσης για αλλού ξεκίνησε (πίστευε ότι θα γίνει ηθοποιός) -με εξαιρετικές σπουδές στο Παρίσι, πλάι σε προσωπικότητες, όπως ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Ρολάν Μπαρτ και ο Κορνήλιος Καστοριάδης-, πλην όμως η Ιστορία είχε άλλα σχέδια για εκείνον.
Η φυλακή και τα βασανιστήρια που υπέστη από την δικτατορία τον σημάδεψαν, και εκείνος έδωσε την προσωπική του απάντηση γράφοντας το βιβλίο «Ανθρωποφύλακες», ένα βιβλίο που, με όλους τους αναγκαίους, συνωμοτικούς κανόνες της εποχής, πέρασε τα κλειστά σύνορα της χώρας και εκδόθηκε στο εξωτερικό. 25 πολυγραφημένα αντίτυπα στη Γενεύη ήταν αρκετά να αφυπνίσουν ολόκληρη την Ευρώπη για το τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.
Το ταπεινό φυλλαδιάκι επρόκειτο να γίνει γνωστό μέσα σε λίγες εβδομάδες, σε όλο τον κόσμο. Οι «Ανθρωποφύλακες» άρχισαν να μεταφράζονται από τη μια γλώσσα στην άλλη και να κυκλοφορούν σε πολλές χώρες, προκαλώντας το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό σημαντικών διανοουμένων και υπερασπιστών των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Έφτασαν και στην Ελλάδα μαζί με τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο.
Ακολούθησε η κατάθεση του Κοροβέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο ήταν ο πρώτος διεθνής θεσμός στον οποίο αποκαλύφθηκε το απάνθρωπο πρόσωπο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Η χούντα, βέβαιη για την καταδίκη της, έσπευσε να αποχωρήσει από το Συμβούλιο, παραδεχόμενη εμμέσως τις καταθέσεις του Κοροβέση και των άλλων θυμάτων της που κατόρθωσαν να φτάσουν στο βήμα του Στρασβούργου.
Όπως έλεγε από την πτώση της χούντας μέχρι και σήμερα, «εγώ έτυχε να το καταγράψω. Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μου έχει γίνει είναι ότι πολλοί που έπαθαν τα ίδια, μου είπαν ότι θα μπορούσαν να το έχουν γράψει κι εκείνοι».
«Δεν είμαι ήρωας», έλεγε ο Περικλής Κοροβέσης, στις αρχές του τρέχοντος έτους, στην εκδήλωση για την ένατη επετειακή έκδοση με αφορμή τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία των «Ανθρωποφυλάκων». (Για το συγκλονιστικό βιβλίο είχαν μιλήσει επίσης οι ιστορικοί Γ. Γιανουλόπουλος και Δ. Κουσουρής, ο δημοσιογράφος της «Εφημερίδας των Συντακτών» Δ. Ψαρράς -από άρθρο του οποίου αντλήσαμε κάποια από τα ιστορικά στοιχεία- και ο Κ. Μανταίος από το Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών).
Άλλωστε, ο Περικλής Κοροβέσης μέχρι και την τελευταία στιγμή ήταν «παρών» στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, «παρών» με την πένα του -το τελευταίο κείμενό του στην «Εφημερίδα Των Συντακτών» δημοσιεύτηκε στις 7 Μαρτίου, υπό τον τίτλο, «Άνθρωποι χωρίς υπόσταση».
Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1941 στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας. Σπούδασε Θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Ρολάν Μπαρτ και παρακολούθησε μαθήματα των Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Μαρσέλ Ντετιέν, Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της Αριστεράς.
Εκτός από τους «Ανθρωποφύλακες» (1969) έκτοτε έχει δημοσιεύσει και άλλα βιβλία, όπως «Αριστερή Ανακύκλωση», «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες», «Γυναίκες ευσεβείς του πάθους», «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική», «Στο κέντρο του περιθωρίου», κ.ά. Εκτός από πεζά, έχει συγγράψει και θεατρικά (πχ. Tango Bar), αλλά και παιδικά έργα.
«Παρών» και στον Τύπο, με τη μαχητική του αρθρογραφία, μέσα από τις στήλες των εφημερίδων, «Ελευθεροτυπία», «Η Εποχή», «Εφημερίδα των Συντακτών», και περιοδικών, όπως «Δίφωνο», «Γαλέρα» κ.ά.
Το 1998 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων, με το συνδυασμό του Λέοντα Αυδή (ΚΚΕ) και, εν συνεχεία, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. το 2007, στην Α΄ Περιφέρεια Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου