«Όλοι έχουν μια αφετηρία στη ζωή τους. Εμένα δεν ξέρω γιατί, μου πέσανε πάρα
πολλές και κάθε φορά άρχιζα από έναν καινούριο δρόμο.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον θυμάμαι στη Σάμο. Ενώ δεν γεννήθηκα εκεί, πήγα τριών χρονών με την αδερφή μου επειδή είχε πάθει η μητέρα μας φυματίωση. Για μένα όλος ο κόσμος ήταν η Σάμος. Αυτή ήταν η Ελλάδα. Τα πεύκα, η θάλασσα, ο παππούς που νομίζαμε ότι είναι αρχαίος Έλληνας γιατί ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών και μόνο για θεούς και μύθους μάς μιλούσε. Νιώθαμε ότι αυτός είναι ένας ευτυχισμένος τόπος που δεν θέλαμε καθόλου να τον χάσουμε».
«Εκείνο που κυρίως πίστευα τότε είναι ότι μέσα στη ζωή, όπως βάζεις τα παπούτσια σου κάθε πρωί, έτσι πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο. Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι, ακόμα και όταν πήγαινε περίπατο στην παραλία, διάβαζε περπατώντας. Έτσι κι εγώ, μικρή έπαιρνα ένα βιβλίο και περπατούσα πάνω-κάτω, έτσι νόμιζα ότι έπρεπε να κάνουμε. Από αυτόν τον ωραίο τόπο φύγαμε, γιατί η μητέρα μας έγινε καλά και μας πήγανε στο Μαρούσι. Μας φάνηκε ότι πήγαμε σε μια ξένη γη, με δυο ξένους ανθρώπους που μας είπαν ότι ήταν οι γονείς μας και όταν έφυγε ο παππούς μας, νόμιζα ότι πήρε τα πάντα μαζί του. Ήταν μια καινούρια αφετηρία».
«Στο σχολείο στην Αθήνα, γνώρισα τη Ζωρζ Σαρρή και ως την τελευταία της στιγμή που έφυγε για πάντα μείναμε φίλες. Και αυτό που λέω πάντα στους νέους είναι ότι η φιλία παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή. Με την αδερφή μου μας άρεσε πολύ να διαβάζουμε ποίηση και κυρίως ποιήματα λυπητερά του Παλαμά, του Πολέμη… Τα διαβάζαμε κάθε βράδυ και κλαίγαμε. Και έτσι κάτι μού μπήκε μέσα μου, μήπως γράψω κι εγώ ποιήματα».
«Ο δίδυμος αδερφός της μητέρας μου είχε αρραβωνιαστεί μια κοπέλα. Αυτή η κοπέλα, που είχε και λίγο στραβή μύτη αλλά και κάτι μάτια που έβγαζαν φλόγες, ήταν η μεγάλη μας συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Όποιος δεν την έχει γνωρίσει σαν άνθρωπο έχει χάσει πολλά κι εμείς κερδίσαμε πάρα πολλά ζώντας μαζί της. Μας έκανε να θέλουμε ν’ αγαπάμε κάτι, να ενδιαφερόμαστε για κάτι και να διαβάζουμε βέβαια. Στον γάμο της, της έγραψα ένα ποίημα. Η Διδώ το πήρε. Ήμουν 9 χρονών. Χαμογέλασε αλλά όταν κοίταξα τα μάτια της, μου φάνηκαν τόσο λυπημένα και πήρα απόφαση στη ζωή μου ότι δεν θα γίνω ποτέ ποιήτρια».
(Όταν μπήκε ο πόλεμος). «Όσο έλειπε ο πατέρας μου στην τράπεζα, που δούλευε το πρωί, το σπίτι μας γινόταν γιάφκα. Έφερνε η Διδώ τις γυναίκες της αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου που εκτέλεσαν οι Γερμανοί, τη Μέλπω Αξιώτη, τη Ζέρβου, τη Σβόλου και όταν έφευγαν -γιατί κάπνιζαν σαν τεκέδες- η πρώτη μας αντιστασιακή πράξη με την αδερφή μου ήταν να ανοίγουμε την μπαλκονόπορτα και με τραπεζομάντιλα να αερίζουμε τον χώρο, ώστε να φύγει η μυρωδιά του καπνού, μη γυρίσει ο πατέρας μας και καταλάβει τίποτα.
Η Διδώ συνήθιζε να μας λέει τότε: «Μη νομίζετε ότι δεν είναι τίποτα, είναι κάτι σπουδαίο». Μετά οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ. Στην ΕΠΟΝ κάναμε και πάρτι ολονύχτια, γιατί δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε αργά στα σπίτια, απαγορευόταν η κυκλοφορία. Και βάζαμε ένα γραμμόφωνο και κάναμε ότι χορεύαμε για να μπορούμε να τυπώνουμε παράνομες εφημερίδες, προκηρύξεις κ.ά. Στο πιάνο έπαιζε ένα παιδί όλη τη νύχτα και του βάζαμε στο στόμα μαύρες σταφίδες για να μην πεινάει. Αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.
Πολλές φορές με τη Ζωρζ -όσο ζούσε ακόμα- καθόμασταν και λέγαμε: «Μην το πούμε πουθενά αλλά τα χρόνια της κατοχής ήταν ευτυχισμένα χρόνια», γιατί πιστεύαμε σε κάτι, είχαμε ένα όραμα, πιστεύαμε ότι πραγματικά και εμείς βοηθούμε στο να απελευθερωθεί η Ελλάδα. Λέγαμε, όταν τελειώσει η Κατοχή, θα ζήσουμε αυτό το όραμα. Τώρα αν δεν μας βγήκε, είναι άλλο θέμα…».
«Ο Κουν μες στη μαύρη Κατοχή έμαθε στον κόσμο το πραγματικό θέατρο, ένα αξέχαστο θέατρο που έχουν μείνει οι ρίζες του και σήμερα. Έτσι τσίμπησα λίγο κι εγώ και λέω μήπως βγω στη σκηνή.
Ο Γιώργος μού έλεγε: «Εγώ νομίζω να γράψεις». Δεν πήγα στη Σχολή που δίδασκε εκείνος, γιατί ήταν σίγουρο ότι δεν θα με έπαιρνε. Πήγα στη Σχολή του Ωδείου Αθηνών που δίδασκε ο Ροντήρης και ο Βεάκης και λέγανε ότι ο Ροντήρης έκανε και ένα παλούκι να μιλάει. Φαίνεται πως έκανε λίγο το παλούκι και μίλησε και τελείωσα τη Σχολή».
(Η ημέρα της απελευθέρωσης). «Η 12η Οκτωβρίου που δεν γιορτάζεται στην Ελλάδα ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου, η μέρα που πιστέψαμε ότι όλα τα όνειρά μας θα γίνουν πραγματικότητα. Αλλά δεν βάστηξε πολύ. Ήρθε ο Δεκέμβρης του 1944, που θα ‘θελα να μην είχε υπάρξει ούτε στην ιστορία ούτε στη ζωή μου.
Εκεί κατάλαβα τι θα πει εμφύλιος, τι θα πει να χωριζόμαστε στα δύο, τι θα πει η διπλανή μου στο θρανίο, όταν φτάσαμε στον Βόλο που πηγαίναμε με τα πόδια και της χτύπησα την πόρτα, να με κοιτάζει σαν να βλέπει τον μεγαλύτερό της εχθρό. Και εκεί είπα «δεν είναι δυνατόν πια να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον, τον άνθρωπο που ήμασταν κοντά».
Όλη αυτή την αγριάδα που είχε ο Δεκέμβρης, δεν την έχω ξεχάσει. Και τώρα, όταν βλέπω τους πρόσφυγες που περπατούν χιλιόμετρα για να φτάσουν, θυμάμαι πώς περπατούσαμε εμείς για να ξεφύγουμε όταν τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Δεν φοβήθηκα ποτέ στη ζωή μου, όσο φοβήθηκα τότε».
«Στο σπίτι του παππού στη Σάμο, στο σαλόνι, υπήρχε μια βιτρίνα και μέσα ήταν ένας τίγρης, το καπλάνι. Έτσι το έλεγα εγώ στη Σάμο και νόμιζα πως το ξέρουν όλοι στην Ελλάδα όταν έγραφα το βιβλίο. Ούτε το καπλάνι ήξερε τότε, ούτε εγώ τι ρόλο θα παίξουμε στη ζωή μας και οι δύο. Το βιβλίο μεταφράστηκε, πήρε βραβεία, μπήκε στα σχολεία (κυρίως από πείσμα των δασκάλων, γιατί πολλοί ήταν και εκείνοι που πάλεψαν για να μην μπει) και αυτό μου δίνει μίαν ανάταση. Όταν το έγραφα, δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Ήθελα να πω τις αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια».
«Να είστε μαζί, να αγαπιέστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα, να παρασταθούμε ο ένας στον άλλον και υλικά αλλά και ψυχικά, για να μην μας πάρει η κατάθλιψη. Είναι πολύ φοβερό να πάθουμε κατάθλιψη σαν λαός, γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει μέσα μας να έχουμε μια μικρή φλόγα, μια μικρή χαρά και τότε θα δείτε πως όλα θα είναι πιο ανάλαφρα. Είναι δύσκολα χρόνια, όσο κρίση και αν υπάρχει όμως, έστω και σε ένα πολύ μικρό πράγμα να ελπίζετε, σιγά σιγά θα γίνει ένα μεγάλο παζλ».
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον θυμάμαι στη Σάμο. Ενώ δεν γεννήθηκα εκεί, πήγα τριών χρονών με την αδερφή μου επειδή είχε πάθει η μητέρα μας φυματίωση. Για μένα όλος ο κόσμος ήταν η Σάμος. Αυτή ήταν η Ελλάδα. Τα πεύκα, η θάλασσα, ο παππούς που νομίζαμε ότι είναι αρχαίος Έλληνας γιατί ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών και μόνο για θεούς και μύθους μάς μιλούσε. Νιώθαμε ότι αυτός είναι ένας ευτυχισμένος τόπος που δεν θέλαμε καθόλου να τον χάσουμε».
«Εκείνο που κυρίως πίστευα τότε είναι ότι μέσα στη ζωή, όπως βάζεις τα παπούτσια σου κάθε πρωί, έτσι πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο. Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι, ακόμα και όταν πήγαινε περίπατο στην παραλία, διάβαζε περπατώντας. Έτσι κι εγώ, μικρή έπαιρνα ένα βιβλίο και περπατούσα πάνω-κάτω, έτσι νόμιζα ότι έπρεπε να κάνουμε. Από αυτόν τον ωραίο τόπο φύγαμε, γιατί η μητέρα μας έγινε καλά και μας πήγανε στο Μαρούσι. Μας φάνηκε ότι πήγαμε σε μια ξένη γη, με δυο ξένους ανθρώπους που μας είπαν ότι ήταν οι γονείς μας και όταν έφυγε ο παππούς μας, νόμιζα ότι πήρε τα πάντα μαζί του. Ήταν μια καινούρια αφετηρία».
«Στο σχολείο στην Αθήνα, γνώρισα τη Ζωρζ Σαρρή και ως την τελευταία της στιγμή που έφυγε για πάντα μείναμε φίλες. Και αυτό που λέω πάντα στους νέους είναι ότι η φιλία παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή. Με την αδερφή μου μας άρεσε πολύ να διαβάζουμε ποίηση και κυρίως ποιήματα λυπητερά του Παλαμά, του Πολέμη… Τα διαβάζαμε κάθε βράδυ και κλαίγαμε. Και έτσι κάτι μού μπήκε μέσα μου, μήπως γράψω κι εγώ ποιήματα».
«Ο δίδυμος αδερφός της μητέρας μου είχε αρραβωνιαστεί μια κοπέλα. Αυτή η κοπέλα, που είχε και λίγο στραβή μύτη αλλά και κάτι μάτια που έβγαζαν φλόγες, ήταν η μεγάλη μας συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Όποιος δεν την έχει γνωρίσει σαν άνθρωπο έχει χάσει πολλά κι εμείς κερδίσαμε πάρα πολλά ζώντας μαζί της. Μας έκανε να θέλουμε ν’ αγαπάμε κάτι, να ενδιαφερόμαστε για κάτι και να διαβάζουμε βέβαια. Στον γάμο της, της έγραψα ένα ποίημα. Η Διδώ το πήρε. Ήμουν 9 χρονών. Χαμογέλασε αλλά όταν κοίταξα τα μάτια της, μου φάνηκαν τόσο λυπημένα και πήρα απόφαση στη ζωή μου ότι δεν θα γίνω ποτέ ποιήτρια».
(Όταν μπήκε ο πόλεμος). «Όσο έλειπε ο πατέρας μου στην τράπεζα, που δούλευε το πρωί, το σπίτι μας γινόταν γιάφκα. Έφερνε η Διδώ τις γυναίκες της αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου που εκτέλεσαν οι Γερμανοί, τη Μέλπω Αξιώτη, τη Ζέρβου, τη Σβόλου και όταν έφευγαν -γιατί κάπνιζαν σαν τεκέδες- η πρώτη μας αντιστασιακή πράξη με την αδερφή μου ήταν να ανοίγουμε την μπαλκονόπορτα και με τραπεζομάντιλα να αερίζουμε τον χώρο, ώστε να φύγει η μυρωδιά του καπνού, μη γυρίσει ο πατέρας μας και καταλάβει τίποτα.
Η Διδώ συνήθιζε να μας λέει τότε: «Μη νομίζετε ότι δεν είναι τίποτα, είναι κάτι σπουδαίο». Μετά οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ. Στην ΕΠΟΝ κάναμε και πάρτι ολονύχτια, γιατί δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε αργά στα σπίτια, απαγορευόταν η κυκλοφορία. Και βάζαμε ένα γραμμόφωνο και κάναμε ότι χορεύαμε για να μπορούμε να τυπώνουμε παράνομες εφημερίδες, προκηρύξεις κ.ά. Στο πιάνο έπαιζε ένα παιδί όλη τη νύχτα και του βάζαμε στο στόμα μαύρες σταφίδες για να μην πεινάει. Αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.
Πολλές φορές με τη Ζωρζ -όσο ζούσε ακόμα- καθόμασταν και λέγαμε: «Μην το πούμε πουθενά αλλά τα χρόνια της κατοχής ήταν ευτυχισμένα χρόνια», γιατί πιστεύαμε σε κάτι, είχαμε ένα όραμα, πιστεύαμε ότι πραγματικά και εμείς βοηθούμε στο να απελευθερωθεί η Ελλάδα. Λέγαμε, όταν τελειώσει η Κατοχή, θα ζήσουμε αυτό το όραμα. Τώρα αν δεν μας βγήκε, είναι άλλο θέμα…».
«Ο Κουν μες στη μαύρη Κατοχή έμαθε στον κόσμο το πραγματικό θέατρο, ένα αξέχαστο θέατρο που έχουν μείνει οι ρίζες του και σήμερα. Έτσι τσίμπησα λίγο κι εγώ και λέω μήπως βγω στη σκηνή.
Ο Γιώργος μού έλεγε: «Εγώ νομίζω να γράψεις». Δεν πήγα στη Σχολή που δίδασκε εκείνος, γιατί ήταν σίγουρο ότι δεν θα με έπαιρνε. Πήγα στη Σχολή του Ωδείου Αθηνών που δίδασκε ο Ροντήρης και ο Βεάκης και λέγανε ότι ο Ροντήρης έκανε και ένα παλούκι να μιλάει. Φαίνεται πως έκανε λίγο το παλούκι και μίλησε και τελείωσα τη Σχολή».
(Η ημέρα της απελευθέρωσης). «Η 12η Οκτωβρίου που δεν γιορτάζεται στην Ελλάδα ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου, η μέρα που πιστέψαμε ότι όλα τα όνειρά μας θα γίνουν πραγματικότητα. Αλλά δεν βάστηξε πολύ. Ήρθε ο Δεκέμβρης του 1944, που θα ‘θελα να μην είχε υπάρξει ούτε στην ιστορία ούτε στη ζωή μου.
Εκεί κατάλαβα τι θα πει εμφύλιος, τι θα πει να χωριζόμαστε στα δύο, τι θα πει η διπλανή μου στο θρανίο, όταν φτάσαμε στον Βόλο που πηγαίναμε με τα πόδια και της χτύπησα την πόρτα, να με κοιτάζει σαν να βλέπει τον μεγαλύτερό της εχθρό. Και εκεί είπα «δεν είναι δυνατόν πια να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον, τον άνθρωπο που ήμασταν κοντά».
Όλη αυτή την αγριάδα που είχε ο Δεκέμβρης, δεν την έχω ξεχάσει. Και τώρα, όταν βλέπω τους πρόσφυγες που περπατούν χιλιόμετρα για να φτάσουν, θυμάμαι πώς περπατούσαμε εμείς για να ξεφύγουμε όταν τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Δεν φοβήθηκα ποτέ στη ζωή μου, όσο φοβήθηκα τότε».
«Στο σπίτι του παππού στη Σάμο, στο σαλόνι, υπήρχε μια βιτρίνα και μέσα ήταν ένας τίγρης, το καπλάνι. Έτσι το έλεγα εγώ στη Σάμο και νόμιζα πως το ξέρουν όλοι στην Ελλάδα όταν έγραφα το βιβλίο. Ούτε το καπλάνι ήξερε τότε, ούτε εγώ τι ρόλο θα παίξουμε στη ζωή μας και οι δύο. Το βιβλίο μεταφράστηκε, πήρε βραβεία, μπήκε στα σχολεία (κυρίως από πείσμα των δασκάλων, γιατί πολλοί ήταν και εκείνοι που πάλεψαν για να μην μπει) και αυτό μου δίνει μίαν ανάταση. Όταν το έγραφα, δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Ήθελα να πω τις αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια».
«Να είστε μαζί, να αγαπιέστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα, να παρασταθούμε ο ένας στον άλλον και υλικά αλλά και ψυχικά, για να μην μας πάρει η κατάθλιψη. Είναι πολύ φοβερό να πάθουμε κατάθλιψη σαν λαός, γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει μέσα μας να έχουμε μια μικρή φλόγα, μια μικρή χαρά και τότε θα δείτε πως όλα θα είναι πιο ανάλαφρα. Είναι δύσκολα χρόνια, όσο κρίση και αν υπάρχει όμως, έστω και σε ένα πολύ μικρό πράγμα να ελπίζετε, σιγά σιγά θα γίνει ένα μεγάλο παζλ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου