Δημοσιοποιήθηκε εδώ και μερικές μέρες η έκθεση της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε (Αρχή
Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) και
προτείνει μια σειρά αλλαγές στον ψηφισμένο ήδη από το 2013 νόμο 4142/13.
Οι συντάκτες της έκθεσης ζητούν να διαγραφούν από το νόμο 4142/13 (αφορά τη διασφάλιση της ποιότητας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση) συγκεκριμένα σημεία που αφορούν τις σκληρότερες πλευρές της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής. Ζητούν έτσι :
α. Μη δημοσιοποίηση των αξιολογικών εκθέσεων των σχολικών μονάδων από κεντρικό φορέα , γιατί αυτό , θεωρούν ότι είναι αντίθετο με το πνεύμα της διαμορφωτικής λειτουργίας της εκπαίδευσης που πρέπει να διέπει την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και ότι εύκολα οι δημοσιευμένες εκθέσεις από κεντρικό φορέα μπορούν να διολισθήσουν στη λογική των συγκρίσεων και των κατηγοριοποιήσεων μεταξύ των σχολείων. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο και με την πρακτική της αυτοαξιολόγησης, που κατά τους συντάκτες της έκθεσης, αποτελεί μια «εσωτερική συλλογική διαδικασία.»(σελ. 11)Οι εκθέσεις όμως αυτοαξιολόγησης μπορούν να δημοσιοποιούνται από τη σχολική μονάδα με απόφασή της.
β. Διαγραφή του σημείου του νόμου που θεσμοθετεί τα μαθησιακά αποτελέσματα ως κριτήριο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Θεωρεί τα μαθησιακά αποτελέσματα ως πολυπαραγοντική διαδικασία και αποτέλεσμα σύμπραξης ανάμεσα στο οικογενειακό περιβάλλον , το ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον του μαθητή και του εκπαιδευτικού συστήματος. Η χρήση των μαθησιακών αποτελεσμάτων ως κριτηρίου αξιολόγησης θα ήταν για τους παραπάνω λόγους μια παραπλανητική πραγματικότητα και θα ενοχοποιούσε άδικα τους εκπαιδευτικούς.
γ. Να διαγραφεί η διάταξη του νόμου που προτείνει αξιολόγηση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού έργου από τους μαθητές και τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική τους επιμέλεια.
δ. Τροποποίηση της διάταξης για την καταλληλότητα των προσόντων του εκπαιδευτικού προσωπικού στην κατεύθυνση της επαγγελματικής μάθησης.
Οι συντάκτες εκφράζουν την άποψη ότι η αυτοαξιολόγηση έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει τη σχολική μονάδα από γραφεικρατική δομή σε σχολική κοινότητα μάθησης. Αυτό θεωρείται ότι είναι ο βασικός στόχος των προτεινόμενων αλλαγών. Από τον μετασχηματισμό αυτό εξαρτούν την επιτυχία του όλου εγχειρήματος της αυτοαξιολόγησης και θεωρούν ότι οι αλλαγές που θα γίνουν στο μεσοεπίπεδο της σχολικής μονάδας μπορούν να επηρεάσουν θετικά το μικροεπίπεδο της σχολικής τάξης , διαμορφώνοντας ένα άλλο περιβάλλον που θα στηρίζεται σε αρχές όπως είναι η συμμετοχικότητα , η συνεργασία , η δικαιοσύνη και η ισότητα.
Κρίσιμο επίσης σημείο για την πραγματοποίηση των αλλαγών που προτείνουν οι συντάκτες της έκθεσης είναι ο ρόλος του σχολικού συμβούλου , ο οποίος αναλαμβάνει ρόλο υποστηρικτικό στη σχολική μονάδα ως «κριτικός φίλος» για την εμπέδωση της κουλτούρας της αυτοαξιολόγησης, αλλά και του κλασσικού επιθωρητή όταν πρόκειται για τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς κατά τη διαδικασία μονιμοποίησής τους. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης :
«Ανακεφαλαιώνοντας τα του ρόλου του Σχολικού Συμβούλου ως «κριτικού φίλου», επισημαίνουμε ότι ο Σχολικός Σύμβουλος στο συνεχές «εξωτερικός-εσωτερικός» αξιολογητής είναι πλησιέστερα στο «εσωτερικός», στο συνεχές «ανακεφαλαιωτική- διαμορφωτική» αξιολόγηση ο ρόλος του είναι πλησιέστερος στη διαμορφωτική και, τέλος, στο συνεχές «εκ των άνω προς τα κάτω-από το κάτω προς τα άνω», επίσης, τείνει προς το δεύτερο. Σε αυτά τα τρία είδη συνεχούς, που διαμορφώνουν τη φύση, τον ρόλο και τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας της αξιολόγησης, ο Σχολικός Σύμβουλος τοποθετείται σε σημεία που του επιτρέπουν να αναλάβει ρόλο «κριτικού φίλου.»
Αλλά η μετονομασία του σχολικού συμβούλου σε «κριτικό φίλο» των εκπαιδευτικών δεν αλλάζει σε τίποτα τον πραγματικό του (δοσμένο από τη θέση του στην γραφειοκρατική ιεραρχία της διοίκησης της εκπαίδευσης) ρόλο: ότι είναι ένας ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και την πολιτική εξουσία και τεχνοκρατία του Υπουργείου Παιδείας και ιμάντας μεταβίβασης της κρατικής πολιτικής για την εκπαίδευση. Επομένως ο σχολικός σύμβουλος στο μόνο συνεχές που θα μπορούσε να ενταχθεί είναι αυτό της ιεραρχικής -γραφειοκρατικής πυραμίδας της εκπαιδευτικής διοίκησης, ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στην κορυφή της κρατικής εξουσίας και στη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος, που συγκεντρώνει τον μεγάλο αριθμό των εκπαιδευτικών. Όποιες άλλες εντάξεις του είτε ως ‘’εσωτερικό’’ της σχολικής μονάδας είτε στο συνεχές «ανακεφαλαιωτική- διαμορφωτική» αξιολόγηση ο ρόλος του είναι πλησιέστερος στη διαμορφωτική κ.λ.π ,είναι απλώς συσκότιση των σχέσεων εξουσίας που χαρακτηρίζουν το σχολείο ως κρατικό θεσμό.
Η έκθεση μεταφέρει στο σήμερα την παλιά ιδεολογική σκουριά νομοθετικών προσπαθειών της ύστερης μεταπολίτευσης(1988, Π.Δ ν.1566) και της εκσυγχρονιστικής περιόδου (Π.Δ ν. 2526/97) που ανέδειξαν την δοκιμαστική περίοδο των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, πριν την οριστική μονιμοποίησή τους, σε ιδιαίτερο πεδίο ιδεολογικής χειραγώγησης και εργασιακής ομηρείας. Τις περιόδους εκείνες οι σχετικές πρωτοβουλίες απέτυχαν εξαιτίας της αποφασιστικής αντίδρασης του κινήματος των εκπαιδευτικών.
«Πριν τη συμπλήρωση της διετίας, ο οικείος Σχολικός Σύμβουλους πραγματοποιεί παρακολουθήσεις διδασκαλίας, αφού έχει προηγηθεί προ-αξιολογική συνάντηση με τον εκπαιδευτικό για την προετοιμασία τους, προκειμένου να συντάξει την αξιολογική έκθεση μονιμοποίησης. Μετά την παρακολούθηση ακολουθεί μετα-αξιολογική συνάντηση ανατροφοδότησης και, στη συνέχεια, ο Σχολικός Σύμβουλος συντάσσει θετική ή αρνητική αξιολογική έκθεση με συγκεκριμένες επισημάνσεις. Ανάλογη έκθεση συντάσσει και ο Διευθυντής της Σχολικής Μονάδας για ζητήματα που άπτονται των εξωδιδακτικών καθηκόντων του δόκιμου εκπαιδευτικού. Σε περίπτωση που από τη συνεκτίμηση των δύο εκθέσεων διαπιστώνονται σοβαρές δυσκολίες, προτείνεται η παράταση της περιόδου δοκίμου μέχρι και δύο έτη και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία.»
Προτείνει ακόμα την εισαγωγή του θεσμού του μέντορα :
« Ο μέντορας έχει ως κύριο στόχο την υποστήριξη των αναπληρωτών, νεοδιορίστων και μικρής εμπειρίας εκπαιδευτικών, αυξάνοντας την εμπιστοσύνη στις ικανότητες και την αυτοεκτίμησή τους και συμβάλλοντας ουσιαστικά στην προσωπική και επαγγελματική τους ανάπτυξη. Πιο αναλυτικά, μεταξύ άλλων, ενημερώνει για την εκπαιδευτική νομοθεσία, προσφέρει υποστηρικτική ανατροφοδότηση σε όσους διαπιστώνονται ελλείψεις ή δυσκολίες, βοηθά στην οργάνωση της ύλης, στον σχεδιασμό και την υλοποίηση της διδασκαλίας, την αξιολόγηση του μαθητή, πραγματοποιεί «δειγματικές» διδασκαλίες, συμμετέχει στις επιμορφωτικές δράσεις των Σχολικών Συμβούλων.»
Είναι ο θεσμός που θ΄αναλάβει την εργασιακή επιτήρηση και την ιδεολογική πειθάρχηση για κομμάτια εκπαιδευτικών που (αναπληρωτές , εκπαιδευτικούς με μικρή εργασιακή εμπειρία και λιγα χρόνια εργασίας) που θα πρέπει να βρίσκονται κάτω από μια θεσμοποιημένη προσωπική επιτήρηση για όλες τις πλευρές και λεπτομέρειες της δουλειάς τους.
Επιπλέον προτείνεται η ενίσχυση της σχολικής αυτονομίας με αόριστες αναφορές σε εκθέσεις του Ο.Ο.Σ.Α για βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και γενικότερα με ατεκμηρίωτες αναφορές για ενίσχυση της δημοκρατίας και της διδακτικής ελευθερίας στα σχολεία και πάντα με απόκρυψη του κοινωνικού και πολιτικού της χαρακτήρα : ως ενός δηλ. νεοφιλελεύθερου – καπιταλιστικού μοντέλου που προσανατολίζει το σχολέιο προς την αγορά και σφραγίζει το περιεχόμενό του από τις απαιτήσεις της. [1]
«Από τα προηγούμενα αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη να κινηθεί και η χώρα μας σε ένα σύστημα που θα έχει ταυτόχρονα μεγαλύτερη σχολική αυτονομία και, αντιστοίχως, μεγαλύτερη ευθύνη για σχολική απόδοση λόγου. Η απόδοση λόγου μπορεί να διασφαλιστεί, σε επαρκή βαθμό, μέσω της αποτελεσματικής λειτουργίας της αυτοαξιολόγησης της Σχολικής Μονάδας.
Η ενίσχυση της αυτονομίας θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις περιοχές του εκπαιδευτικού έργου που αποτελούν αντικείμενο της αυτοαξιολόγησης, όπως η διαχείριση των πόρων, οι εκπαιδευτικές διαδικασίες (μέθοδοι διδασκαλίας, παιδαγωγικές πρακτικές, προγράμματα), τα προγράμματα σχολικών δραστηριοτήτων και ενισχυτικής διδασκαλίας κτλ.
Προτείνεται, λοιπόν, η πολιτεία να διαμορφώνει «πυρηνικά» Προγράμματα Σπουδών (core curriculum), τα οποία θα αντιστοιχούν περίπου στο 75% του διδακτικού χρόνου και θα είναι κοινά για όλα τα σχολεία της χώρας, και το υπόλοιπο 25% να αποφασίζεται σε σχολικό επίπεδο.»
Στο κομμάτι της εγκυκλίου που αφορά την αυτοαξιολόγηση γίνεται προσπάθεια αυτή να ντυθεί μ’ ένα δημοκρατικό και παιδαγωγικό μανδύα που θα στρώσει το έδαφος μιας κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης του εκπαιδευτικού σώματος γύρω από τις κρατικές επιλογές για την αξιολόγηση και τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Με την πρόταση για διαγραφή από το νόμο 4142 /13 των ακραίων σημείων της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής δεν σημαίνει καθόλου ότι η κρατική εξουσία παραιτείται από την επιβολή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση ούτε ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις ανατρέπουν συνολικά το πνέυμα και τις κύριες επιλογές του νόμου 4142/13.
Η εξωτερική αξιολόγηση παραμένει θεσμοθετημένη και δεν υπάρχει καμιά σκέψη για την αναίρεσή της. Ούτε ακόμα ότι οι αρχές που προτείνονται για διαγραφή δεν μπορεί να επανέλθουν με άλλο τρόπο σε μια άλλη συγκυρία. Επομένως συνολικά η εγκύκλιος και ειδικότερα οι προτάσεις της για διαγραφή συγκεκριμένων σημείων που αναφέραμε παραπάνω δεν είναι έξω από τη λογική του νόμου για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αλλά αποτελούν μια κίνηση τακτικής για να διασφαλιστούν οι προυποθέσεις για την ουσιαστική εφαρμογή του. Αλλά και η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε διατηρεί τη δυνατότητα να ελέγχει και να κηδεμονεύει την όλη διαδιακασία.:
«Σχετικά με τη θεσμική αρμοδιότητα της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. στην αυτο-αξιολόγηση των Σχολικών Μονάδων, την οποία θεωρεί κορυφαία συλλογική – συμμετοχική διαδικασία, που υποστηρίζει την αυτονομία της Σχολικής Μονάδας, επισημαίνουμε τις παρακάτω αρμοδιότητες:
Α. Μεταξιολογεί τα συστήματα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, εντοπίζει αδυναμίες και προτείνει τρόπους αντιμετώπισής τους (παρ.3 , δδ). Ως εκ τούτου, καλείται θεσμικά να αξιολογήσει το πλαίσιο αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στις Σχολικές Μονάδες, να εντοπίσει πιθανές αδυναμίες και να προτείνει τρόπους βελτίωσης.»
Δεν μπορεί να υπάρχουν αυταπάτες ,ύστερα από τέτοιες διατυπώσεις, ότι η σχολική μονάδα θα σταματήσει ν΄αποτελεί γραφειοκρατική δομή και θ’ αποχτήσει χαρακτηριστικά ελευθερίας και δημοκρατίας, μέσω της αυτοαξιολόγησης. Το σχολείο δεν θα πάψει ν’ αποτελεί μια γραφειοκρατική δομή οργανικά ενταγμένη στην ιεραρχία του αστικού κράτους γιατί αυτό αποτελεί βασική προυπόθεση που εξασφαλίζει τον κυρίαρχο κοινωνικό του ρόλο στις υπαρκτές καπιταλιστικές κοινωνίες. Ούτε η σχολική τάξη θα είναι μια κοινότητα μάθησης στηριγμένη σε σχέσεις ισότητας και διακοιοσύνης. Ακριβώς επειδή, όπως διαπιστώνουν οι συντακτες της έκθεσης, η σχολική τάξη είναι μικρογραφία της κοινωνίας, γι’ αυτό συμπυκνώνει στο εσωτερικό της τα στοιχεία της ανισότητας που χαρακτηρίζουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Είναι δε εξαιρετικά παραπλανητικό ιδεολόγημα ότι η σχολική τάξη μπορεί να λειτουργήσει ως όαση ισοτιμίας και δημιουργικότητας για όλα τα παιδιά απλά και μόνο με την εμπέδωση της κουλτούρας της αυτοαξιολόγησης στη σχολική μονάδα. Γιατί η αυτοαξιολόγηση είναι ενταγμένη σ’ ένα συνολικό πλέγμα αστικών πολιτικών που εχουν να κάνουν με τον προσανατολισμό του σχολείου προς την αγορά δηλ. σε πολιτικές που εντείνουν την ανισότητα και απαξιώνουν τη μόρφωση και την παιδεία ως κοινωνικό δικαίωμα.
Άραγε τι ακριβώς θα προσφέρει η αυτοαξιολόγηση στη σχολική μονάδα και τη σχολική τάξη όταν στοιχεία της κυρίαρχης πολιτικής είναι όλες εκείνες οι επιλογές που υποβαθμίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία; Συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων, μεγάλη υποχρηματοδότηση των σχολικών μονάδων, πρόωθηση ελαστικών εργασιακών σχέσεων και μαύρης εργασίας , απολύσεις εκπαιδευτικών,διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα των αναλυτικών προγραμμάτων μέσω των πολιτικών της αποκέντρωσης , ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
[1] Βλ. Σχετ. Γ.ΚΑΛΗΜΕΡΙΔΗΣ , Σχολική Αυτονομία και καπιταλιστική αναδιάρθρωση του σχολείου, ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ , τευχ. 2 , 2016 , ΣΕΛ. 365 -380
Οι συντάκτες της έκθεσης ζητούν να διαγραφούν από το νόμο 4142/13 (αφορά τη διασφάλιση της ποιότητας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση) συγκεκριμένα σημεία που αφορούν τις σκληρότερες πλευρές της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής. Ζητούν έτσι :
α. Μη δημοσιοποίηση των αξιολογικών εκθέσεων των σχολικών μονάδων από κεντρικό φορέα , γιατί αυτό , θεωρούν ότι είναι αντίθετο με το πνεύμα της διαμορφωτικής λειτουργίας της εκπαίδευσης που πρέπει να διέπει την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και ότι εύκολα οι δημοσιευμένες εκθέσεις από κεντρικό φορέα μπορούν να διολισθήσουν στη λογική των συγκρίσεων και των κατηγοριοποιήσεων μεταξύ των σχολείων. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο και με την πρακτική της αυτοαξιολόγησης, που κατά τους συντάκτες της έκθεσης, αποτελεί μια «εσωτερική συλλογική διαδικασία.»(σελ. 11)Οι εκθέσεις όμως αυτοαξιολόγησης μπορούν να δημοσιοποιούνται από τη σχολική μονάδα με απόφασή της.
β. Διαγραφή του σημείου του νόμου που θεσμοθετεί τα μαθησιακά αποτελέσματα ως κριτήριο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Θεωρεί τα μαθησιακά αποτελέσματα ως πολυπαραγοντική διαδικασία και αποτέλεσμα σύμπραξης ανάμεσα στο οικογενειακό περιβάλλον , το ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον του μαθητή και του εκπαιδευτικού συστήματος. Η χρήση των μαθησιακών αποτελεσμάτων ως κριτηρίου αξιολόγησης θα ήταν για τους παραπάνω λόγους μια παραπλανητική πραγματικότητα και θα ενοχοποιούσε άδικα τους εκπαιδευτικούς.
γ. Να διαγραφεί η διάταξη του νόμου που προτείνει αξιολόγηση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού έργου από τους μαθητές και τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική τους επιμέλεια.
δ. Τροποποίηση της διάταξης για την καταλληλότητα των προσόντων του εκπαιδευτικού προσωπικού στην κατεύθυνση της επαγγελματικής μάθησης.
Οι συντάκτες εκφράζουν την άποψη ότι η αυτοαξιολόγηση έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει τη σχολική μονάδα από γραφεικρατική δομή σε σχολική κοινότητα μάθησης. Αυτό θεωρείται ότι είναι ο βασικός στόχος των προτεινόμενων αλλαγών. Από τον μετασχηματισμό αυτό εξαρτούν την επιτυχία του όλου εγχειρήματος της αυτοαξιολόγησης και θεωρούν ότι οι αλλαγές που θα γίνουν στο μεσοεπίπεδο της σχολικής μονάδας μπορούν να επηρεάσουν θετικά το μικροεπίπεδο της σχολικής τάξης , διαμορφώνοντας ένα άλλο περιβάλλον που θα στηρίζεται σε αρχές όπως είναι η συμμετοχικότητα , η συνεργασία , η δικαιοσύνη και η ισότητα.
Κρίσιμο επίσης σημείο για την πραγματοποίηση των αλλαγών που προτείνουν οι συντάκτες της έκθεσης είναι ο ρόλος του σχολικού συμβούλου , ο οποίος αναλαμβάνει ρόλο υποστηρικτικό στη σχολική μονάδα ως «κριτικός φίλος» για την εμπέδωση της κουλτούρας της αυτοαξιολόγησης, αλλά και του κλασσικού επιθωρητή όταν πρόκειται για τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς κατά τη διαδικασία μονιμοποίησής τους. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης :
«Ανακεφαλαιώνοντας τα του ρόλου του Σχολικού Συμβούλου ως «κριτικού φίλου», επισημαίνουμε ότι ο Σχολικός Σύμβουλος στο συνεχές «εξωτερικός-εσωτερικός» αξιολογητής είναι πλησιέστερα στο «εσωτερικός», στο συνεχές «ανακεφαλαιωτική- διαμορφωτική» αξιολόγηση ο ρόλος του είναι πλησιέστερος στη διαμορφωτική και, τέλος, στο συνεχές «εκ των άνω προς τα κάτω-από το κάτω προς τα άνω», επίσης, τείνει προς το δεύτερο. Σε αυτά τα τρία είδη συνεχούς, που διαμορφώνουν τη φύση, τον ρόλο και τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας της αξιολόγησης, ο Σχολικός Σύμβουλος τοποθετείται σε σημεία που του επιτρέπουν να αναλάβει ρόλο «κριτικού φίλου.»
Αλλά η μετονομασία του σχολικού συμβούλου σε «κριτικό φίλο» των εκπαιδευτικών δεν αλλάζει σε τίποτα τον πραγματικό του (δοσμένο από τη θέση του στην γραφειοκρατική ιεραρχία της διοίκησης της εκπαίδευσης) ρόλο: ότι είναι ένας ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και την πολιτική εξουσία και τεχνοκρατία του Υπουργείου Παιδείας και ιμάντας μεταβίβασης της κρατικής πολιτικής για την εκπαίδευση. Επομένως ο σχολικός σύμβουλος στο μόνο συνεχές που θα μπορούσε να ενταχθεί είναι αυτό της ιεραρχικής -γραφειοκρατικής πυραμίδας της εκπαιδευτικής διοίκησης, ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στην κορυφή της κρατικής εξουσίας και στη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος, που συγκεντρώνει τον μεγάλο αριθμό των εκπαιδευτικών. Όποιες άλλες εντάξεις του είτε ως ‘’εσωτερικό’’ της σχολικής μονάδας είτε στο συνεχές «ανακεφαλαιωτική- διαμορφωτική» αξιολόγηση ο ρόλος του είναι πλησιέστερος στη διαμορφωτική κ.λ.π ,είναι απλώς συσκότιση των σχέσεων εξουσίας που χαρακτηρίζουν το σχολείο ως κρατικό θεσμό.
Η έκθεση μεταφέρει στο σήμερα την παλιά ιδεολογική σκουριά νομοθετικών προσπαθειών της ύστερης μεταπολίτευσης(1988, Π.Δ ν.1566) και της εκσυγχρονιστικής περιόδου (Π.Δ ν. 2526/97) που ανέδειξαν την δοκιμαστική περίοδο των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, πριν την οριστική μονιμοποίησή τους, σε ιδιαίτερο πεδίο ιδεολογικής χειραγώγησης και εργασιακής ομηρείας. Τις περιόδους εκείνες οι σχετικές πρωτοβουλίες απέτυχαν εξαιτίας της αποφασιστικής αντίδρασης του κινήματος των εκπαιδευτικών.
«Πριν τη συμπλήρωση της διετίας, ο οικείος Σχολικός Σύμβουλους πραγματοποιεί παρακολουθήσεις διδασκαλίας, αφού έχει προηγηθεί προ-αξιολογική συνάντηση με τον εκπαιδευτικό για την προετοιμασία τους, προκειμένου να συντάξει την αξιολογική έκθεση μονιμοποίησης. Μετά την παρακολούθηση ακολουθεί μετα-αξιολογική συνάντηση ανατροφοδότησης και, στη συνέχεια, ο Σχολικός Σύμβουλος συντάσσει θετική ή αρνητική αξιολογική έκθεση με συγκεκριμένες επισημάνσεις. Ανάλογη έκθεση συντάσσει και ο Διευθυντής της Σχολικής Μονάδας για ζητήματα που άπτονται των εξωδιδακτικών καθηκόντων του δόκιμου εκπαιδευτικού. Σε περίπτωση που από τη συνεκτίμηση των δύο εκθέσεων διαπιστώνονται σοβαρές δυσκολίες, προτείνεται η παράταση της περιόδου δοκίμου μέχρι και δύο έτη και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία.»
Προτείνει ακόμα την εισαγωγή του θεσμού του μέντορα :
« Ο μέντορας έχει ως κύριο στόχο την υποστήριξη των αναπληρωτών, νεοδιορίστων και μικρής εμπειρίας εκπαιδευτικών, αυξάνοντας την εμπιστοσύνη στις ικανότητες και την αυτοεκτίμησή τους και συμβάλλοντας ουσιαστικά στην προσωπική και επαγγελματική τους ανάπτυξη. Πιο αναλυτικά, μεταξύ άλλων, ενημερώνει για την εκπαιδευτική νομοθεσία, προσφέρει υποστηρικτική ανατροφοδότηση σε όσους διαπιστώνονται ελλείψεις ή δυσκολίες, βοηθά στην οργάνωση της ύλης, στον σχεδιασμό και την υλοποίηση της διδασκαλίας, την αξιολόγηση του μαθητή, πραγματοποιεί «δειγματικές» διδασκαλίες, συμμετέχει στις επιμορφωτικές δράσεις των Σχολικών Συμβούλων.»
Είναι ο θεσμός που θ΄αναλάβει την εργασιακή επιτήρηση και την ιδεολογική πειθάρχηση για κομμάτια εκπαιδευτικών που (αναπληρωτές , εκπαιδευτικούς με μικρή εργασιακή εμπειρία και λιγα χρόνια εργασίας) που θα πρέπει να βρίσκονται κάτω από μια θεσμοποιημένη προσωπική επιτήρηση για όλες τις πλευρές και λεπτομέρειες της δουλειάς τους.
Επιπλέον προτείνεται η ενίσχυση της σχολικής αυτονομίας με αόριστες αναφορές σε εκθέσεις του Ο.Ο.Σ.Α για βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και γενικότερα με ατεκμηρίωτες αναφορές για ενίσχυση της δημοκρατίας και της διδακτικής ελευθερίας στα σχολεία και πάντα με απόκρυψη του κοινωνικού και πολιτικού της χαρακτήρα : ως ενός δηλ. νεοφιλελεύθερου – καπιταλιστικού μοντέλου που προσανατολίζει το σχολέιο προς την αγορά και σφραγίζει το περιεχόμενό του από τις απαιτήσεις της. [1]
«Από τα προηγούμενα αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη να κινηθεί και η χώρα μας σε ένα σύστημα που θα έχει ταυτόχρονα μεγαλύτερη σχολική αυτονομία και, αντιστοίχως, μεγαλύτερη ευθύνη για σχολική απόδοση λόγου. Η απόδοση λόγου μπορεί να διασφαλιστεί, σε επαρκή βαθμό, μέσω της αποτελεσματικής λειτουργίας της αυτοαξιολόγησης της Σχολικής Μονάδας.
Η ενίσχυση της αυτονομίας θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις περιοχές του εκπαιδευτικού έργου που αποτελούν αντικείμενο της αυτοαξιολόγησης, όπως η διαχείριση των πόρων, οι εκπαιδευτικές διαδικασίες (μέθοδοι διδασκαλίας, παιδαγωγικές πρακτικές, προγράμματα), τα προγράμματα σχολικών δραστηριοτήτων και ενισχυτικής διδασκαλίας κτλ.
Προτείνεται, λοιπόν, η πολιτεία να διαμορφώνει «πυρηνικά» Προγράμματα Σπουδών (core curriculum), τα οποία θα αντιστοιχούν περίπου στο 75% του διδακτικού χρόνου και θα είναι κοινά για όλα τα σχολεία της χώρας, και το υπόλοιπο 25% να αποφασίζεται σε σχολικό επίπεδο.»
Στο κομμάτι της εγκυκλίου που αφορά την αυτοαξιολόγηση γίνεται προσπάθεια αυτή να ντυθεί μ’ ένα δημοκρατικό και παιδαγωγικό μανδύα που θα στρώσει το έδαφος μιας κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης του εκπαιδευτικού σώματος γύρω από τις κρατικές επιλογές για την αξιολόγηση και τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Με την πρόταση για διαγραφή από το νόμο 4142 /13 των ακραίων σημείων της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής δεν σημαίνει καθόλου ότι η κρατική εξουσία παραιτείται από την επιβολή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση ούτε ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις ανατρέπουν συνολικά το πνέυμα και τις κύριες επιλογές του νόμου 4142/13.
Η εξωτερική αξιολόγηση παραμένει θεσμοθετημένη και δεν υπάρχει καμιά σκέψη για την αναίρεσή της. Ούτε ακόμα ότι οι αρχές που προτείνονται για διαγραφή δεν μπορεί να επανέλθουν με άλλο τρόπο σε μια άλλη συγκυρία. Επομένως συνολικά η εγκύκλιος και ειδικότερα οι προτάσεις της για διαγραφή συγκεκριμένων σημείων που αναφέραμε παραπάνω δεν είναι έξω από τη λογική του νόμου για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αλλά αποτελούν μια κίνηση τακτικής για να διασφαλιστούν οι προυποθέσεις για την ουσιαστική εφαρμογή του. Αλλά και η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε διατηρεί τη δυνατότητα να ελέγχει και να κηδεμονεύει την όλη διαδιακασία.:
«Σχετικά με τη θεσμική αρμοδιότητα της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. στην αυτο-αξιολόγηση των Σχολικών Μονάδων, την οποία θεωρεί κορυφαία συλλογική – συμμετοχική διαδικασία, που υποστηρίζει την αυτονομία της Σχολικής Μονάδας, επισημαίνουμε τις παρακάτω αρμοδιότητες:
Α. Μεταξιολογεί τα συστήματα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, εντοπίζει αδυναμίες και προτείνει τρόπους αντιμετώπισής τους (παρ.3 , δδ). Ως εκ τούτου, καλείται θεσμικά να αξιολογήσει το πλαίσιο αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στις Σχολικές Μονάδες, να εντοπίσει πιθανές αδυναμίες και να προτείνει τρόπους βελτίωσης.»
Δεν μπορεί να υπάρχουν αυταπάτες ,ύστερα από τέτοιες διατυπώσεις, ότι η σχολική μονάδα θα σταματήσει ν΄αποτελεί γραφειοκρατική δομή και θ’ αποχτήσει χαρακτηριστικά ελευθερίας και δημοκρατίας, μέσω της αυτοαξιολόγησης. Το σχολείο δεν θα πάψει ν’ αποτελεί μια γραφειοκρατική δομή οργανικά ενταγμένη στην ιεραρχία του αστικού κράτους γιατί αυτό αποτελεί βασική προυπόθεση που εξασφαλίζει τον κυρίαρχο κοινωνικό του ρόλο στις υπαρκτές καπιταλιστικές κοινωνίες. Ούτε η σχολική τάξη θα είναι μια κοινότητα μάθησης στηριγμένη σε σχέσεις ισότητας και διακοιοσύνης. Ακριβώς επειδή, όπως διαπιστώνουν οι συντακτες της έκθεσης, η σχολική τάξη είναι μικρογραφία της κοινωνίας, γι’ αυτό συμπυκνώνει στο εσωτερικό της τα στοιχεία της ανισότητας που χαρακτηρίζουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Είναι δε εξαιρετικά παραπλανητικό ιδεολόγημα ότι η σχολική τάξη μπορεί να λειτουργήσει ως όαση ισοτιμίας και δημιουργικότητας για όλα τα παιδιά απλά και μόνο με την εμπέδωση της κουλτούρας της αυτοαξιολόγησης στη σχολική μονάδα. Γιατί η αυτοαξιολόγηση είναι ενταγμένη σ’ ένα συνολικό πλέγμα αστικών πολιτικών που εχουν να κάνουν με τον προσανατολισμό του σχολείου προς την αγορά δηλ. σε πολιτικές που εντείνουν την ανισότητα και απαξιώνουν τη μόρφωση και την παιδεία ως κοινωνικό δικαίωμα.
Άραγε τι ακριβώς θα προσφέρει η αυτοαξιολόγηση στη σχολική μονάδα και τη σχολική τάξη όταν στοιχεία της κυρίαρχης πολιτικής είναι όλες εκείνες οι επιλογές που υποβαθμίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία; Συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων, μεγάλη υποχρηματοδότηση των σχολικών μονάδων, πρόωθηση ελαστικών εργασιακών σχέσεων και μαύρης εργασίας , απολύσεις εκπαιδευτικών,διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα των αναλυτικών προγραμμάτων μέσω των πολιτικών της αποκέντρωσης , ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
[1] Βλ. Σχετ. Γ.ΚΑΛΗΜΕΡΙΔΗΣ , Σχολική Αυτονομία και καπιταλιστική αναδιάρθρωση του σχολείου, ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ , τευχ. 2 , 2016 , ΣΕΛ. 365 -380
Χρήστος Ρέππας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου