Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

30 χρόνια από το θάνατο του τραγουδιστή της λεφτεριάς



Ο Νίκος Ξυλούρης, ο «Αρχάγγελος της Κρήτης», γεννήθηκε στον άγριο και όμορφο τόπο των Ανωγείων Ρεθύμνου, στις 7 Ιουλίου του 1930.

Στις πλαγιές του Ψηλορείτη. Σε υψόμετρο 740 μέτρων. Σε τόπο με πέτρα, ήλιο και ιστορία. Με βιοτεχνίες τυροκομικών και υφαντών. Με σκληροτράχηλους άνδρες να χορεύουν και να τραγουδούν σε γάμους, βαφτίσια και πανηγύρια. Με μερακλήδες να ταιριάζουν αυτοσχέδιες μαντινάδες.

Σε ένα χωριό που πρωτοστατούσε στους εθνικο- απελευθερωτικούς αγώνες . Το 1822 οι Τούρκοι έκαψαν τα Ανώγεια. Το ίδιο έκαναν οι Γερμανοί στις 13 Αυγούστου του 1941, ως αντίποινα για τη συμμετοχή των κατοίκων στην απαγωγή του γερμανού στρατηγού Κράϊπε.

Η οικογένεια του, όπως και όλοι οι κάτοικοι, έφυγε για ένα διάστημα από το χωριό για να εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου και να επιστρέψει τρία χρόνια αργότερα.

Μέσα σε μαύρα ρούχα, φτώχεια, αλλά και υπερηφάνεια μεγάλωσε ο Νίκος Ξυλούρης, ο Ψαρονίκος, μαζί με τα αδέλφια του Αντώνη και Γιάννη, που και αυτοί, από τα μικρά τους χρόνια, λάτρεψαν τη λύρα.

Ο Νίκος δεν ... «άντεχε» τα γράμματα. Έβγαλε μόλις τη Τρίτη δημοτικού. Παρά την αντίθεση του πατέρα του, σε ηλικία 10 ετών, με τη μεσολάβηση του δασκάλου του, αγόρασε μια λύρα. Και πολύ γρήγορα βγήκε μπροστά σε γάμους και χαρές, έχοντας μαθητεύσει επί ενάμιση χρόνο κοντά στο σπουδαίο λυράρη Λεωνίδα Κλάδο.

Νεαρός έπιασε ένα μικρό δωμάτιο στο Ηράκλειο και άρχισε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο». Ίσα- ίσα τα έβγαζε πέρα.

Τα κρητικά τραγούδια δεν είχαν πέραση εκείνη την εποχή του 1953, όταν η υπό αστικοποίηση κοινωνία έτεινε τα αυτιά της στα κοσμοπολίτικα βάλς, ταγκό, σάμπες και άλλα... «Ευρωπαϊκά», λεγόμενα.

«Έπαιζα και τα…ταγκά με τη λύρα μου αλλά εγώ ήθελα τα δικά μας, αυτά που αγαπούσα», έλεγε στις κατοπινές του συνεντεύξεις στα αθηναϊκά έντυπα, φτασμένος πια ο μέγας Ξυλούρης.

Και βέβαια υπήρχαν και τα γνωστά της μικρής κοινωνίας: Οι ανταγωνισμοί, το ρίξιμο, ο φθόνος.

Παρά τις κόντρες, κατάφερε να γίνει γνωστός με τη βοήθεια φίλων του που οργάνωναν γλέντια για να απολαμβάνουν τη βυζαντινή φωνή του και το αέρινο παίξιμό του.

Σε ένα αποκριάτικο χορό αντίκρισε μια όμορφη νεαρή, γόνο πλούσιας οικογένειας. Την είδε και ηλεκτρίσθηκε. Ήταν η Ουρανία Μελαμπιανάκη. Επί ένα χρόνο τις έκανε καντάδες, χωρίς να έχουν μιλήσει ποτέ. Η οικογένειά της δεν επέτρεπε ένα γάμο με ένα …παρακατιανό από τ’ Ανώγεια.

Κάποτε μίλησαν. Αγαπήθηκαν. Και κλέφτηκαν ξεσηκώνοντας σάλο. Οι γονείς της νύφης, φορτισμένοι από τα συντηρητικά ήθη της εποχής, άργησαν να αποδεχθούν το ζευγάρι, που παντρεύτηκε στις 21 Μαΐου του 1958 και έκανε το Γιώργη (1960) και τη Ρηνιώ (1966).

Με το ταλέντο του απόκτησε «όνομα». Το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην εταιρεία «ODEON» με τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά».

Το 1969 μετακόμισε στην Αθήνα . Δίσκος «Ανυφαντού»με ωραίες κρητικές επιτυχίες.

Γνωρίστηκε με τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό που τον έφερε σε επαφή με τον μεγάλο Κρητικό και συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, οποίος του έγραψε μελωδίες έντεχνες πάνω στη ριζίτικη φωνή του. Το «Χρονικό», η «Ιθαγένεια» σε στίχους Κώστα Μύρη , το «Διάλλειμα» και τα «Ριζίτικα», ανέβασαν το όνομά του στον ουρανό.

Ακολούθησε το Μαρκοπουλικό έργο « Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» σε ποίηση Σεφέρη.



Δικτατορία. 1971. Και ο βενιζελικός Ξυλούρης ξεσήκωνε τη ψυχή της νεολαίας με την ερμηνεία του. Η μπουάτ «Λύδρα» στην Πλάκα έγινε ένα μουσικο- αντιστασιακός «ναός» με μουσικό ηγέτη τον Μαρκόπουλο και ιερουργό τον Ξυλούρη. Η αστυνομία παρακολουθούσε από…κοντά την κοσμοσυρροή παρενοχλώντας τη λειτουργία του κέντρου.

Όμως το δειλό-στην αρχή- ποτάμι της αμφισβήτησης είχε πια ξεχειλίσει.

«Πώς να τραγουδήσω

πώς να χορτάσω,

πώς να σωπάσω,

τόση αστροφεγγιά» .

«Χίλια μύρια κύματα

Μακριά τ΄Αϊβαλί».

Το 1972 κυκλοφόρησε με τον Ξαρχάκο το «Διόνυσε καλοκαίρι μου».

«Πώς να με κάνουν να τον δω

τον ήλιο μ’ άλλα μάτια

στα ήλιοσκαλοπάτια μ΄έμαθε η μάνα μου να ζω»

Το 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» στη μουσικο-θεατρική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», σε κείμενα Ιάκωβου Καμπανέλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, ηλέκτριζε το κοινό, που είχε πια ξεθαρρέψει και χειροκροτούσε επιδεικτικά τα λόγια που είχαν προχωρημένο νόημα.

Ο Ξυλούρης, ντυμένος με την Κρητική φορεσιά έβγαινε σαν σηματωρός και κήρυκας, μετατρέποντας τη νύχτα σε λάμψη:

«Φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά

στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε

ποιοι περπατούν στα σκοτεινά

και σεργιανούνε στα στενά…».

«Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι

μην έχεις πια την πείνα για καμάρι

Η πείνα το καμάρι είναι του κιοτί

του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί».

Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, το Νοέμβριο του 73, συμμετείχε στην ιστορική συναυλία μέσα στο αμφιθέατρο με το «Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα βλεφαρίσει, να πάρω το ντουφέκι μου…».

Η δικτατορία του Ιωαννίδη απαγόρευσε τα ενοχλητικά τραγούδια και ο Ξυλούρης δούλευε σε κρητικά κέντρα. Ως που η Μεταπολίτευση του Ιουλίου 1974 του άνοιξε το δρόμο για να ξαναγίνει η φωνή – σύμβολο με το «Καπνισμένο Τσουκάλι» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και μουσική Χρήστου Λεοντή.

«Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα

Μπορεί νάναι κι απ΄ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο».

Συνέχισε τη δισκογραφία με κρητικά τραγούδια και άλλα έντεχνα, μεταξύ των οποίων ξεχώρισε το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» σε ποίηση Διονυσίου Σολωμού, τα «Αντιπολεμικά» με τον Λίνο Κόκκοτο σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, ποιήματα Σεφέρη σε μελοποίηση Ηλία Ανδριόπουλου και άλλα.

Το νήμα της ζωής του κόπηκε σε ηλικία 44 ετών. Ένας καρκίνος στο κεφάλι τον έριξε κάτω. Πήγε σε νοσοκομείο των Η.Π.Α. Όλοι κοντά του. Η αγαπημένη του Ουρανία έτρεξε παντού. Αλλά τον κέρδισε ο θάνατος. Ήταν 8 Φεβρουαρίου του 1980.

Πόνος, μνήμη, Κρήτη, Ελευθερία.

Κώστας Μαρδάς

Α.Π.Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: