Τελείωσα την Παιδαγωγική Ακαδημία το
1986 και μετά το στρατό εργάστηκα για 5 χρόνια σαν αναπληρωτής δάσκαλος. Ορεινή
Ροδόπη, δυσπρόσιτη Κάρπαθος, Βορειοδυτική Κέρκυρα, χωριά του νομού Σερρών μέσα
σε 5 χρόνια.
Κάθε χρόνο κι αλλού, μαζί με τους συναδέλφους μου κλείναμε τις τρύπες της εκπαίδευσης και περιμέναμε να διοριστούμε με ένα σύστημα που χρόνια μετά χαρακτηρίσθηκε ξεπερασμένο, αλλά δε χωρούσε ρουσφέτια, την επετηρίδα.
7 χρόνια περίμενα και δούλευα, πάντα εκεί που δεν πήγαιναν οι μόνιμοι. Άλλοι έκαναν 10 χρόνια, άλλοι τα παράτησαν.
Θυμάμαι πως περίμενα τηλέφωνο ή τηλεγράφημα κάθε Σεπτέμβρη. Μια βαλίτσα έτοιμη, ένας χάρτης νοερά στο μυαλό μου η Ελλάδα, άγνωστο και ελπίδα, χαρά και προσμονή, απογοήτευση και ανακούφιση, μόλις με ειδοποιούσαν για μια θέση σε μέρη που ποτέ δε φαντάστηκα, σε μέρη που περίμεναν ένα δάσκαλο, μέρη που κάποιοι πήγαν και απαξίωσαν πριν από μένα.
Χρόνια μετά, το Υπουργείο Παιδείας έκρινε πως η επετηρίδα δεν είχε λόγο ύπαρξης και την κατήργησε στα λόγια. Κι έκανε άλλες επετηρίδες, ενιαίους πίνακες, πίνακες Γ΄, πίνακες ΑΣΕΠ, πίνακες, πίνακες...
Και οι συνάδελφοι αναπληρωτές έγιναν ο καθένας μια επετηρίδα από μόνη της και όλοι είχαν δίκαιο και όλοι είχαν άδικο.
Και το Υπουργείο γελούσε, γιατί πέτυχε το σκοπό του, να μας διασπάσει και ο καθένας πια να σκέφτεται μόνο τον εαυτό του.
Και όλα αυτά τα χρόνια πάντα έβλεπα αναπληρωτές στην Κάρπαθο, πάντα ζούσα και τη δική τους αγωνία, πάντα έλεγα πως ήμουν τυχερός που πρόλαβα το τρένο του διορισμού.
Εκείνο το χειμώνα του 1991 μας γλύτωσε ο Τεμπονέρας με τον άδικο χαμό του.
Την πρώτη φορά που πήρα οργανική θέση, ένιωσα σαν να μου χάρισαν τον κόσμο όλο. Έλεγα πως θα έφευγα μόνο αν το ήθελα εγώ, ήταν η θέση μου, ήταν δική μου, ήταν η επιλογή μου. Την υπηρέτησα με συνέπεια 16 χρόνια, ένα μονοθέσιο μικρό σχολείο στη Βωλάδα της Καρπάθου, ήρθε μετά η κα Διαμαντοπούλου και το έκλεισε. Ακόμη εκεί θα ήμουν...έφυγα κι ακόμη νομίζω ότι είμαι εκεί.
Ήρθαν χρόνια του μνημονίου, οι διορισμοί μηδενίστηκαν, οι μόνιμοι συνάδελφοι όλο φεύγουν για να προλάβουν το τρένο της σύνταξης και οι αναπληρωτές αυξήθηκαν σε αριθμό.
Και παρακαλούσαν να διοριστούν στην Κάρπαθο, στην Κάσο, στη Χάλκη με μισθούς πείνας και να στηρίζουν με την αγωνία τους για διπλά μόρια και ελπίδα για διορισμό τα παραμεθόρια, δυσπρόσιτα και προβληματικά σχολεία μας.
Να επιδοτούν από την τσέπη τους όσα το κράτος όφειλε να προσφέρει. Και είναι και πιο καταρτισμένοι από μας, πιο ορεξάτοι, με περισσότερες δεξιότητες.
Αλλά το κράτος πότε δεν είναι αχάριστο;
Τους χρησιμοποίησε, τους εκμεταλλεύτηκε, τους εξαπάτησε και πάλι σχεδιάζει να γκρεμίσει, να ποδοπατήσει και να πετάξει όσους στήριξαν, ήθελαν δεν ήθελαν, τη δημόσια και δωρεάν παιδεία.
Γιατί ποια αόρατη μοίρα μας οδηγεί στη διάλυση και την αυτοκαταστροφή; Ποιος άραγε λόγος μας οδηγεί σε ένα νέο σύστημα διορισμών; Ποιος λόγος επιβάλλει ένα νέο σύστημα διορισμών;
Γιατί κάποιος είναι κατάλληλος να δουλεύει χρόνια σαν αναπληρωτής και ακατάλληλος σαν μόνιμος; Γιατί σήμερα είναι κατάλληλος και αύριο θα είναι ακατάλληλος; Τι παραπάνω προσόντα πρέπει να έχει ένας μόνιμος εκπαιδευτικός και δεν τα έχει ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός;
Δεν έχω πια απαντήσεις. Είμαι πάντα με τον αναπληρωτή, έτσι όπως τον έζησα κι εγώ, έτσι όπως τον βλέπω κάθε μέρα στο σχολείο μου. Στο σχολείο που τώρα είμαι πια Διευθυντής και έχει 3 μόνιμους και 15 αναπληρωτές. Που μιλώ μαζί τους και βλέπω στα μάτια τους τα παιδιά μου. Που τους περιμένω κάθε χρόνο, γιατί δέθηκα μαζί τους. Που μου θυμίζουν τον εαυτό μου, τότε που πρωτοξεκίνησα.
Από το 1988, πιο πολλούς αναπληρωτές γνώρισα στην Κάρπαθο, παρά μόνιμους. Ξέρω πως αν δεν υπήρχαν οι αναπληρωτές, γράμματα τα παιδιά μας δε θα μάθαιναν.
Κοντογιανόπουλος, Αρσένης, Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλος, Φίλης και δεν ξέρω ποιοι άλλοι...
Εμείς ακόμα εδώ, στο σχολείο, στην άκρη της Ελλάδας. Αυτοί έφυγαν, αφού πρόλαβαν και διέλυσαν το δημόσιο σχολείο και ακόμα νομίζουν ότι είναι πετυχημένοι. Πετυχημένοι στην αποτυχία τους.
Επαγγελματίες πολιτικοί απέναντι σε δασκάλους, άνισος ο αγώνας.
Είμαι πάντα ένας αναπληρωτής δάσκαλος...
Κάθε χρόνο κι αλλού, μαζί με τους συναδέλφους μου κλείναμε τις τρύπες της εκπαίδευσης και περιμέναμε να διοριστούμε με ένα σύστημα που χρόνια μετά χαρακτηρίσθηκε ξεπερασμένο, αλλά δε χωρούσε ρουσφέτια, την επετηρίδα.
7 χρόνια περίμενα και δούλευα, πάντα εκεί που δεν πήγαιναν οι μόνιμοι. Άλλοι έκαναν 10 χρόνια, άλλοι τα παράτησαν.
Θυμάμαι πως περίμενα τηλέφωνο ή τηλεγράφημα κάθε Σεπτέμβρη. Μια βαλίτσα έτοιμη, ένας χάρτης νοερά στο μυαλό μου η Ελλάδα, άγνωστο και ελπίδα, χαρά και προσμονή, απογοήτευση και ανακούφιση, μόλις με ειδοποιούσαν για μια θέση σε μέρη που ποτέ δε φαντάστηκα, σε μέρη που περίμεναν ένα δάσκαλο, μέρη που κάποιοι πήγαν και απαξίωσαν πριν από μένα.
Χρόνια μετά, το Υπουργείο Παιδείας έκρινε πως η επετηρίδα δεν είχε λόγο ύπαρξης και την κατήργησε στα λόγια. Κι έκανε άλλες επετηρίδες, ενιαίους πίνακες, πίνακες Γ΄, πίνακες ΑΣΕΠ, πίνακες, πίνακες...
Και οι συνάδελφοι αναπληρωτές έγιναν ο καθένας μια επετηρίδα από μόνη της και όλοι είχαν δίκαιο και όλοι είχαν άδικο.
Και το Υπουργείο γελούσε, γιατί πέτυχε το σκοπό του, να μας διασπάσει και ο καθένας πια να σκέφτεται μόνο τον εαυτό του.
Και όλα αυτά τα χρόνια πάντα έβλεπα αναπληρωτές στην Κάρπαθο, πάντα ζούσα και τη δική τους αγωνία, πάντα έλεγα πως ήμουν τυχερός που πρόλαβα το τρένο του διορισμού.
Εκείνο το χειμώνα του 1991 μας γλύτωσε ο Τεμπονέρας με τον άδικο χαμό του.
Την πρώτη φορά που πήρα οργανική θέση, ένιωσα σαν να μου χάρισαν τον κόσμο όλο. Έλεγα πως θα έφευγα μόνο αν το ήθελα εγώ, ήταν η θέση μου, ήταν δική μου, ήταν η επιλογή μου. Την υπηρέτησα με συνέπεια 16 χρόνια, ένα μονοθέσιο μικρό σχολείο στη Βωλάδα της Καρπάθου, ήρθε μετά η κα Διαμαντοπούλου και το έκλεισε. Ακόμη εκεί θα ήμουν...έφυγα κι ακόμη νομίζω ότι είμαι εκεί.
Ήρθαν χρόνια του μνημονίου, οι διορισμοί μηδενίστηκαν, οι μόνιμοι συνάδελφοι όλο φεύγουν για να προλάβουν το τρένο της σύνταξης και οι αναπληρωτές αυξήθηκαν σε αριθμό.
Και παρακαλούσαν να διοριστούν στην Κάρπαθο, στην Κάσο, στη Χάλκη με μισθούς πείνας και να στηρίζουν με την αγωνία τους για διπλά μόρια και ελπίδα για διορισμό τα παραμεθόρια, δυσπρόσιτα και προβληματικά σχολεία μας.
Να επιδοτούν από την τσέπη τους όσα το κράτος όφειλε να προσφέρει. Και είναι και πιο καταρτισμένοι από μας, πιο ορεξάτοι, με περισσότερες δεξιότητες.
Αλλά το κράτος πότε δεν είναι αχάριστο;
Τους χρησιμοποίησε, τους εκμεταλλεύτηκε, τους εξαπάτησε και πάλι σχεδιάζει να γκρεμίσει, να ποδοπατήσει και να πετάξει όσους στήριξαν, ήθελαν δεν ήθελαν, τη δημόσια και δωρεάν παιδεία.
Γιατί ποια αόρατη μοίρα μας οδηγεί στη διάλυση και την αυτοκαταστροφή; Ποιος άραγε λόγος μας οδηγεί σε ένα νέο σύστημα διορισμών; Ποιος λόγος επιβάλλει ένα νέο σύστημα διορισμών;
Γιατί κάποιος είναι κατάλληλος να δουλεύει χρόνια σαν αναπληρωτής και ακατάλληλος σαν μόνιμος; Γιατί σήμερα είναι κατάλληλος και αύριο θα είναι ακατάλληλος; Τι παραπάνω προσόντα πρέπει να έχει ένας μόνιμος εκπαιδευτικός και δεν τα έχει ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός;
Δεν έχω πια απαντήσεις. Είμαι πάντα με τον αναπληρωτή, έτσι όπως τον έζησα κι εγώ, έτσι όπως τον βλέπω κάθε μέρα στο σχολείο μου. Στο σχολείο που τώρα είμαι πια Διευθυντής και έχει 3 μόνιμους και 15 αναπληρωτές. Που μιλώ μαζί τους και βλέπω στα μάτια τους τα παιδιά μου. Που τους περιμένω κάθε χρόνο, γιατί δέθηκα μαζί τους. Που μου θυμίζουν τον εαυτό μου, τότε που πρωτοξεκίνησα.
Από το 1988, πιο πολλούς αναπληρωτές γνώρισα στην Κάρπαθο, παρά μόνιμους. Ξέρω πως αν δεν υπήρχαν οι αναπληρωτές, γράμματα τα παιδιά μας δε θα μάθαιναν.
Κοντογιανόπουλος, Αρσένης, Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλος, Φίλης και δεν ξέρω ποιοι άλλοι...
Εμείς ακόμα εδώ, στο σχολείο, στην άκρη της Ελλάδας. Αυτοί έφυγαν, αφού πρόλαβαν και διέλυσαν το δημόσιο σχολείο και ακόμα νομίζουν ότι είναι πετυχημένοι. Πετυχημένοι στην αποτυχία τους.
Επαγγελματίες πολιτικοί απέναντι σε δασκάλους, άνισος ο αγώνας.
Είμαι πάντα ένας αναπληρωτής δάσκαλος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου